O Σεπτέμβρης αποτελεί τον μήνα ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης για τον καρκίνο στα παιδιά. Είναι ένα σπάνιο νόσημα, αλλά με σοβαρές επιπτώσεις τόσο στους ασθενείς όσο και στις οικογένειές τους – ένα νόσημα που μπορεί να νικηθεί, αλλά συχνά με επίπονες και μακροχρόνιες προσπάθειες και σοβαρές άμεσες και απώτερες επιπλοκές. Τα νούμερα είναι ενδεικτικά: 300-350 νέες διαγνώσεις κάθε χρόνο στην Ελλάδα, 35.000 σε όλη την Ευρώπη, με 6.000 παιδιά να καταλήγουν λόγω καρκίνου.

Στις αρχές του 2020, η πανδημία του κορωνοϊού είχε ως αποτέλεσμα να στραφεί η ερευνητική κοινότητα σε έναν νέο δρόμο ερευνητικής προσέγγισης. Αρχικά, για την κατανόηση του ιού, από τη μια πλευρά, και από την άλλη επειδή η πανδημία έχει επηρεάσει τους κατοίκους διάφορων περιοχών, αλλά και την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Ενώ η έρευνα στην COVID-19 εποχή θα μπορούσε να έχει γίνει μεμονωμένα ή ανταγωνιστικά, αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει στην ιατρική κοινότητα που ασχολείται με τον καρκίνο της παιδικής ηλικίας. Στο Lancet Oncology, η εργασία της Sheena Mukkada και των συνεργατών της έδειξε ότι η επιστημονική κοινότητα αυτήν τη δύσκολη εποχή είναι ενωμένη για το κοινό καλό. Στην προοπτική αυτήν μελέτη αναλύθηκαν τα δεδομένα παιδιών και εφήβων (<19 ετών) με καρκίνο και COVID-19 σε όλο τον κόσμο.  Χαρακτηριστικά, χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από περίπου 1.500 ασθενείς από 131 νοσοκομεία σε 45 χώρες, συμπεριλαμβανομένων και αρρώστων από την Ελλάδα. Οι 259 (19,9%) από τους ασθενείς είχαν σοβαρή ή κρίσιμη λοίμωξη, ενώ 50 (3,8%) περιπτώσεις κατέληξαν. Συγκρίνοντας τα δεδομένα, η θνησιμότητα σε ενήλικες με καρκίνο αγγίζει το  28% - πολύ υψηλότερο ποσοστό απ' ό,τι στα παιδιά. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η Mukkada και οι συνεργάτες της βρήκαν ένα υψηλό ποσοστό (35,0%) ασυμπτωματικών παιδιών με καρκίνο. Επιπλέον, οι ασθενείς από χώρες χαμηλού εισοδήματος και χαμηλού – μεσαίου εισοδήματος είχαν υψηλότερο ποσοστό σοβαρών περιπτώσεων (41,7%) από χώρες μεσαίου προς υψηλού εισοδήματος (16,5%) και υψηλού εισοδήματος (7,4%). Οι θάνατοι από COVID-19 ήταν επίσης υψηλότεροι σε ασθενείς από χώρες χαμηλού και χαμηλού – μεσαίου εισοδήματος απ’ ό,τι σε ασθενείς από χώρες μεσαίου προς υψηλού εισοδήματος και υψηλού εισοδήματος, παρά την υποεκπροσώπηση των κρατών χαμηλού εισοδήματος (Αφρική, Νοτιοανατολική Ασία και χώρες του Δυτικού Ειρηνικού) στην ανάλυση αυτήν – πιθανώς και λόγω έλλειψης καταγραφής των περιστατικών ή μη διενέργειας διαγνωστικών τεστ.

Μαζί με τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας που φάνηκαν στη μελέτη αυτή, δυστυχώς φαίνεται για ακόμα μία φορά μια γνωστή, τραγική πραγματικότητα, δηλαδή ότι οι ανισότητες στα συστήματα υγείας παγκοσμίως έχουν επιδεινωθεί από την πανδημία του COVID-19. Τα παιδιά που ζουν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος έχουν τα υψηλότερα ποσοστά παιδικού καρκίνου και βιώνουν τις μεγαλύτερες ανισότητες από πλευράς παροχής υπηρεσιών.

Η πανδημία φαίνεται να έχει φέρει στην επιφάνεια -και τώρα φαίνονται ακόμα πιο καθαρά- τις  αδυναμίες στα συστήματα υγείας όσον αφορά στον καρκίνο παιδικής ηλικίας. Όπως περιγράφεται από τον Vasquez και τους συνεργάτες του και συνοψίζεται στο άρθρο από τον Moreira και του συνεργάτες του, φαίνεται ότι υπήρξε μείωση της πρόσβασης σε διαγνωστικές και θεραπευτικές υπηρεσίες, επιδείνωση της πρόσβασης σε βασικά φάρμακα, αναβολή της χορήγησης της χημειοθεραπείας, καθυστέρηση ακόμη και αναβολή της  ακτινοθεραπείας και χαμηλότερα ποσοστά παρακολούθησης και εξέλιξης των νοσημάτων. Τα πιο πάνω, όπως περιγράφονται, δεν φαίνεται να ισχύουν για χώρες υψηλού εισοδήματος.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο καρκίνος της παιδικής ηλικίας πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για κάθε στρατηγικό σχεδιασμό των συστημάτων υγείας κάθε χώρας. Τα νοσήματα αυτά στην παιδική ηλικία είναι θεραπεύσιμα, με συνολική επιβίωση στο 80% σε χώρες υψηλού εισοδήματος. Όταν, όμως, δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι πόροι, όπως σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος (όπου μάλιστα καταγράφονται περίπου τα τρία τέταρτα του παγκόσμιου αριθμού του παιδικού καρκίνου), μόνο το 20%-30% των ατόμων έχουν μακροχρόνια επιβίωση. Καθυστερήσεις στην έγκαιρη ανίχνευση, κακή πρόσβαση σε διαγνωστικές υπηρεσίες, απουσία πλήρους πρόσβασης στα απαιτούμενα αντικαρκινικά φάρμακα, υψηλότερα ποσοστά συννοσηρότητας (π.χ., υποσιτισμός, λοιμώξεις και φτώχεια), καθώς και η άρνηση ή και η εγκατάλειψη της θεραπείας αποτελούν συνηθισμένα φαινόμενα, με αποτέλεσμα αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν ως αποτέλεσμα χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης και υψηλότερα ποσοστά νοσηρότητας απ’ ό,τι στις χώρες υψηλού εισοδήματος.

Η πανδημία COVID-19 έχει επιδεινώσει τις ανισότητες στην πρόσβαση στα συστήματα υγείας. Με την εντολή που δόθηκε από τις κυβερνήσεις στο ψήφισμα για τον καρκίνο το 2018, ο ΠΟΥ,, μαζί με μεγάλα νοσοκομεία διεθνούς εμβέλειας για τον καρκίνο παιδικής ηλικίας, έθεσε στόχο το να μπορεί να θεραπευθεί τουλάχιστον το 60% όλων των παιδιών με καρκίνο παγκοσμίως και να μειώσει τον πόνο για όλα τα παιδιά. 

Το CureAll Framework για τον καρκίνο παιδικής ηλικίας περιγράφει τα απαραίτητα βήματα για τη βελτίωση της πρόσβασης στην περίθαλψη και τη μείωση των ανισοτήτων, στο πλαίσιο της οικοδόμησης πιο ανθεκτικών συστημάτων υγείας και της επίτευξης καθολικής κάλυψης.

Τα δεδομένα από τη μελέτη αυτή μας παρέχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούμε ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας υπάρχει μια μοναδική ευκαιρία να αναπτυχθούν και να εφαρμοστούν στρατηγικές προσαρμοσμένες σε συγκεκριμένα συστήματα και να μειωθούν παγκοσμίως οι  ανισότητες στη διάγνωση και στην πρόσβαση για φαρμακευτική αγωγή στα παιδιά με καρκίνο. Η συνεργασία και η αλληλεγγύη οδηγούν πάντα σε πολύ καλύτερα αποτελέσματα και η παγκόσμια κοινότητα του παιδικού καρκίνου έχει υιοθετήσει αυτήν την προσέγγιση εδώ και δεκαετίες και τώρα την έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ.

Πηγή: EKΠΑ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης