Θάνος Ξυδόπουλος

Οι ερευνητές του Κέντρου Διατροφής και Δραστηριότητας (CEDAR) του Πανεπιστημίου του Cambridge εξέτασαν τις αλλαγές στη σωματική άσκηση, στη διατροφή και στο σωματικό βάρος, καθώς οι νέοι γίνονται ενήλικες και μετακινούνται από την εκπαίδευση στην εργασία. Για αυτόν τον σκοπό πραγματοποίησαν συστηματικές ανασκοπήσεις της υπάρχουσας βιβλιογραφίας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στην πρώτη από τις δύο μελέτες, η ερευνητική ομάδα εξέτασε τα στοιχεία σχετικά με τη μετάβαση από το Λύκειο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή την απασχόληση και πώς αυτό επηρεάζει το σωματικό βάρος, τη διατροφή και τη σωματική άσκηση.

Η αποχώρηση από το Λύκειο συνδέεται με μείωση 7 λεπτών ανά ημέρα μέτριας έως έντονης σωματικής δραστηριότητας. Η μείωση ήταν μεγαλύτερη για τους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες (μείωση 16,4 λεπτών την ημέρα για τους άνδρες και 6,7 λεπτά για τις γυναίκες).

Λεπτομερέστερη ανάλυση αποκάλυψε ότι η αλλαγή είναι μεγαλύτερη όταν οι άνθρωποι πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο, με τα συνολικά επίπεδα μέτριας έως έντονης σωματικής δραστηριότητας μειωμένα κατά 11,4 λεπτά την ημέρα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Τα παιδιά έχουν σχετικά προστατευμένο περιβάλλον, με υγιεινά τρόφιμα, και η άσκηση ενθαρρύνεται μέσα στα σχολεία, αλλά τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι οι πιέσεις του πανεπιστημίου, της απασχόλησης και της φροντίδας των παιδιών οδηγούν σε αλλαγές στη συμπεριφορά που είναι πιθανό να είναι κακές για μακροχρόνια υγεία» δήλωσε η δρ Eleanor Winpenny από το Πανεπιστήμιο του Cambridge. 

Στη δεύτερη μελέτη, η ομάδα εξέτασε τον αντίκτυπο του να γίνει κάποιος γονέας στο βάρος του, στη διατροφή και στη σωματική άσκηση. Μια μετα-ανάλυση έξι μελετών διαπίστωσε ότι η διαφορά στην αλλαγή του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) μεταξύ της αποφοίτησης χωρίς παιδιά και της γέννησης ήταν 17%. Μια γυναίκα ύψους 164 cm χωρίς παιδιά κερδίζει περίπου 7,5 κιλά μέσα σε 5-6 χρόνια, ενώ, αν είχε παιδιά, θα κέρδιζε άλλα 1,3 κιλά. 

Οι περισσότερες μελέτες σωματικής δραστηριότητας έδειξαν μεγαλύτερη μείωση στους γονείς έναντι των μη γονέων. Η ερευνητική ομάδα βρήκε περιορισμένα στοιχεία για τη διατροφή, τα οποία δεν φαίνεται να διαφέρουν μεταξύ γονέων και μη γονέων.

«Ο ΔΜΣ αυξάνεται για τις γυναίκες κατά τη διάρκεια της νεαρής ηλικίας, ιδιαίτερα μεταξύ των γονέων, αλλά οι νέοι γονείς θα μπορούσαν επίσης να είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, καθώς μπορεί επίσης να επηρεάσουν θετικά τα παιδιά τους, αντί να βελτιώσουν μόνο την υγεία τους» δήλωσε ο δρ Kirsten Corder από τη μονάδα επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου του Cambridge.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης