Ο Βασίλης Αυλωνίτης και η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν δύο υπέροχοι ηθοποιοί. Εκείνος ένας γίγαντας της κωμωδίας και εκείνη μια δυνατή προσωπικότητα, ένα έμφυτο ταλέντο, που κατάφερε να επισκιάσει καλλονές και δημοφιλείς ηθοποιούς με μια ματιά της, μια κουβέντα. Ωστόσο, οι δύο αγαπημένοι καλλιτέχνες εκτός από συμπρωταγωνιστές σε αρκετές ταινίες και καλοί φίλοι στη ζωή τους είχαν επίσης γεννηθεί και την ίδια ημέρα. Πρωτοχρονιά του 1904 γεννήθηκε ο Βασίλης Αυλωνίτης ενώ η Γεωργία Βασιλειάδου επτά χρόνια νωρίτερα την Πρωτοχρονιά του1897.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αρκούσε μια σκηνή από την «Ωραία των Αθηνών», ένα πλάνο από τη «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» και  από την «Καφετζού», ή ένα μόνο κάδρο από τη «Θεία από το Σικάγο» για να καταλάβει κάποιος το αστείρευτο, έμφυτο ταλέντο, τόσο του Βασίλη Αυλωνίτη όσο και της Γεωργίας Βασιλειάδου, οι οποίοι μέσα από τις χιλιοπαιγμένες ταινίες τους στην τηλεόραση εξακολουθούν να είναι οικεία πρόσωπα και στις νεότερες γενιές και να σκορπίζουν το γέλιο αλλά και τη συγκίνηση με τις μοναδικές ερμηνείες τους.

Ποιος ήταν ο Βασίλης Αυλωνίτης

Η σκηνή τον έλκυε από παιδί και το ταλέντο του ήταν πηγαίο. Ωστόσο, δεν σπούδασε υποκριτική και η πρώτη εμφάνισή του ως ηθοποιός ήταν μάλλον τυχαία. Αφού τελείωσε το σχολείο και απολύθηκε από τον στρατό, έπιασε δουλειά στο θέατρο «Έντεν» του Θησείου ως βοηθός στα σκηνικά. Τα βράδια, μετά την παράσταση, ακολουθούσε τους ηθοποιούς σ’ ένα γειτονικό ταβερνάκι και όταν ερχόταν στο κέφι διασκέδαζε με τα καμώματά του τους θεατρίνους και τους θαμώνες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ένα από εκείνα τα βράδια του 1924, τον σπρώξανε ξαφνικά για «πλάκα» και βγήκε στη σκηνή. Στην αρχή τα ’χασε, αμέσως όμως και με το πρώτο γέλιο της πλάκας συνήλθε κι άρχισε να χορεύει, κουνώντας τα χέρια και τα πόδια του κωμικά, κάνοντας διάφορες γκριμάτσες. Ο κόσμος τρελάθηκε στο γέλιο και το χειροκρότημα που για πρώτη φορά εισέπραξε ήταν ενθουσιώδες. Εκείνο το βράδυ, στο θέατρο «Έντεν» του Θησείου, γεννήθηκε ένας μεγάλος κωμικός.

Το επίσημο ντεμπούτο του έγινε λίγους μήνες αργότερα, με το θίασο της Ελένης Ζαφειρίου, στο έργο «Ερωτικές Γκάφες». Ακολούθησαν πολλές οπερέτες και κωμωδίες έως το 1928, οπότε συγκρότησε δικό του θίασο και ασχολήθηκε με την επιθεώρηση. Το καλοκαίρι του 1960 συνεργάστηκε με τους Νίκο Ρίζο, Γιάννη Γκιωνάκη, Τάκη Μηλιάδη και Ρένα Βλαχοπούλου, στο θέατρο «Μετροπόλιταν», στο έργο του Γ. Γιαννακόπουλου «Κάθε καρυδιάς καρύδι». Την επόμενη χρονιά δημιουργήθηκε η θιασαρχική τριάδα «Βασίλης Αυλωνίτης – Γεωργία Βασιλειάδου – Νίκος Ρίζος», που διατηρήθηκε, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, έως το 1965, παρουσιάζοντας διάφορες κωμωδίες, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Γερμανία για τους μετανάστες.

Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1929, στην ταινία «Μαρία η Πενταγιώτισσα» του Αχιλλέα Μαδρά. Ακολούθησαν άλλες ογδόντα, από τις οποίες ξεχωρίζουν «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο» (1955), «Το Αμαξάκι» (1957), «Λατέρνα Φτώχεια και Γαρύφαλλο» (1957), «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη» (1959), «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα και ο Κοντός» (1960), «Η Χιονάτη και τα 7 Γεροντοπαλίκαρα» (1960), «Η Κυρία Δήμαρχος» (1960), «Τέρμα τα Δίφραγκα» (1962), «Οι Γαμπροί της Ευτυχίας» (1962), «Κορόιδο Γαμπρέ» (1962), «Ο Παράς κι ο Φουκαράς» (1964), «Η Σοφερίνα» (1964), «Ησαΐα χόρευε» (1966), «Ο Πεθερόπληκτος» (1968), «Κάθε Κατεργάρης στον Πάγκο του» (1969).

Για τελευταία φορά εμφανίστηκε στην ταινία «Η Αριστοκράτισσα και ο Αλήτης» το 1970. Λίγες μέρες αφότου ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, στις 10 Μαρτίου, πέθανε από καρδιακή προσβολή.

 Ποια ήταν Γεωργία Βασιλειάδου

Η Γεωργία Βασιλειάδου (Αθανασίου το πατρικό της) γεννήθηκε στην Αθήνα την Πρωτοχρονιά  του 1897. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο νωρίς και προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της εργάστηκε ως πωλήτρια σε διάφορα εμπορικά καταστήματα.

Σπούδασε φωνητική μουσική στη Γεννάδιο Σχολή και ξεκίνησε την καριέρα της στο Λυρικό Θέατρο ως χορωδός στην όπερα του Βέρντι «Ο Ερνάνης». Γρήγορα μεταπήδησε στο θέατρο και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θεατρικούς θιάσους της εποχής, όπως της Κυβέλης, της Μαρίκας Κοτοπούλη (1925-1931) και Αιμίλιου Βεάκη (1932-1935).

Στα μέσα της δεκαετίας του τριάντα, έπειτα από έναν άτυχο γάμο, αποφάσισε να αποσυρθεί από τον κόσμο του θεάματος για να αφοσιωθεί στην ανατροφή της κόρης της. Ωστόσο, το 1939 ο Αλέκος Σακελλάριος της προσέφερε έναν μικρό ρόλο στη μουσική κωμωδία «Κορίτσια της παντρειάς», που αποτέλεσε την αρχή μιας δεύτερης καριέρας για τη συμπαθή ηθοποιό. Από τότε καθιερώθηκε σαν καρατερίστα και πρωταγωνίστησε σε διαφόρους θιάσους. Ως τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 πρωταγωνίστησε σε πολλές κωμωδίες, ενώ σχημάτισε και δικούς της θιάσους.

Η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν πλέον η ομορφότερη άσχημη του Ελληνικού Κινηματογράφου. Τα χρόνια περνούν και η πραγματική καταξίωση έρχεται μετά τον πόλεμο το 1948, στην ταινία του Σακελλάριου «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», που σημαίνει και την αρχή της συνεργασίας της με τη Φίνος Φιλμ.

Ως συνθιασάρχης με τον Βασίλη Αυλωνίτη και τον Νίκο Ρίζο (1962 -1965) έπαιξε στα έργα «Γαμπροί της ευτυχίας», «Νεόπλουτοι», «Γυναικούλα μας». «Εραστής έρχεται» και «Πέντε λεπτά από την Ομόνοια». Με τον Κώστα Χατζηχρήστο συνεργάσθηκε το 1965 στην επιθεώρηση «Άλλος για υπουργείο».

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίσθηκε το 1930 στην ταινία του Ολλανδού ηθοποιού και σκηνοθέτη Λου Τέλεγκεν «Το Όνειρον του γλύπτου». Εξελίχθηκε σε μία από τις πιο αγαπημένες ηθοποιούς της μεγάλης οθόνης κατά τη δεκαετία του ‘50, πρωταγωνιστώντας σε ιδιαίτερα δημοφιλείς κωμωδίες, όπως «Το Στραβόξυλο» (1952), «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), «Η κυρά μας η μαμή» (1958), «Ο θησαυρός του μακαρίτη» (1959).

Η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στο κοινό, και το όνομά της αρκούσε για να προσελκύσει κόσμο στα ταμεία. Οι επιθεωρησιογράφοι έβρισκαν πάντα κάποιο νούμερο να της γράφουν, μέσα από το οποίο η συμπαθής ηθοποιός σατίριζε τον ίδιο τον εαυτό της και κυρίως την «ομορφιά» της, πράγμα που έκανε το κοινό να γελάει με την ψυχή του.

Η σπουδαία κωμικός άφησε την τελευταία της πνοή στις 12 Φεβρουαρίου 1980 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας. Στη διάρκεια της βραχυχρόνιας νοσηλείας της, εκτός από τη χρόνια βρογχίτιδα από την οποία έπασχε, οι γιατροί διέγνωσαν καρδιακή ανεπάρκεια και κακοήθη εξεργασία του παγκρέατος.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης