Σαν σήμερα στις 3 Ιανουαρίου 1956, γεννήθηκε ο βραβευμένος Αμερικανός ηθοποιός Μελ Γκίμσον, ο οποίος διακρίθηκε ως ηθοποιός σε ταινίες δράσης και περιπέτειας τη δεκαετία του ‘80 και αργότερα ως σκηνοθέτης και παραγωγός, έχοντας στο ενεργητικό του δύο Όσκαρ για την ταινία «Breaveheart» (1995).

Με τραχιά και σμιλεμένα χαρακτηριστικά, διαπεραστικά γαλάζια μάτια, βροντώδη φωνή και μάτσο συμπεριφορά ενίοτε, θεωρείται ένα από τα βαριά αρσενικά του Χόλιγουντ και συχνά συμπεριλαμβάνεται σε λίστες με τους πιο όμορφους και σέξι ηθοποιούς.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Μελ Κόλαμκιλ Τζέραρντ Γκίμπσον γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1956 στην πόλη Πίξκιλ της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Ο πατέρας του Χάτον Γκίμπσον ήταν σιδηροδρομικός και με μία παχυλή αποζημίωση που έλαβε για εργατικό ατύχημα, πήρε την πολυμελή οικογένειά του το 1968 κι εγκαταστάθηκε στην Αυστραλία προς αναζήτηση καλύτερης τύχης.

Ο Μελ, το έκτο από τα έντεκα παιδιά της οικογένειας, εκδήλωσε από νωρίς τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες και το 1974 γράφτηκε στο Εθνικό Ινστιτούτο Δραματικής Τέχνης στο Σίδνεϊ. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο, παίζοντας ένα σέρφερ στο θρίλερ του Κρίστοφερ Φρέιζερ «Summer City» (1977). Μετά την αποφοίτησή του την ίδια χρονιά, εντάχθηκε στο Πολιτειακό Θέατρο της Νότιας Αυστραλίας.

Ο Μελ Γκίμσον στην ταινία «Mad Max» (1979)

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Δύο χρόνια αργότερα πρωταγωνίστησε στον ρόλο του τιμωρού πρώην αστυνομικού στη φουτουριστική ταινία δράσης του Τζορτζ Μίλερ «Μαντ Μαξ: Ο Εκδικητής της Νύχτας» («Mad Max»). Την ίδια χρονιά η απεικόνιση ενός διανοητικά καθυστερημένου πολυτεχνίτη στο ρομαντικό δράμα «Tim» (1979) του χάρισε το βραβείο του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Κινηματογράφου για τον καλύτερο ηθοποιό. Δύο χρόνια αργότερα κέρδισε ξανά το βραβείο για την ερμηνεία του στο πολεμικό δράμα του Πίτερ Γουίρ «Καλλίπολη 1915» («Gallipoli»).

Με το «Μαντ Μαξ Νο2: Εκδικητής πέρα από τον νόμο» («Mad Max 2» (1981), ο Μελ Γκίμπσον έγινε διεθνές αστέρι και καθιερώθηκε με το «Μαντ Μαξ: Απόδραση από το βασίλειο του Κεραυνού» («Mad Max Beyond Thunderdome», 1985) και την κινηματογραφική σειρά δράσης «Φονικό Όπλο» («Lethal Weapon»), η οποία ξεκίνησε το 1987 και ολοκληρώθηκε το 1998 με την τέταρτη συνέχειά της.

Επιπλέον, κέρδισε και την κριτική με το ρομαντικό δράμα του Πίτερ Γουίρ «Επικίνδυνα Χρόνια» («The Year of Living Dangerously», 1982), με φόντο τις τελευταίες μέρες της εξουσίας του Προέδρου Σουκάρνο της Ινδονησίας και με τον σαιξπηρικό «Άμλετ» (1990), την πρώτη ταινία της εταιρείας παραγωγής του, ICON Productions, που σκηνοθέτησε ο Φράνκο Τζεφιρέλι.

Το 1993 έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το δράμα «Ο Άνθρωπος χωρίς πρόσωπο» («The Man Without a Face»), κρατώντας και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Στη συνέχεια σκηνοθέτησε το επικό «Braveheart» (1995), στο οποίο απεικόνισε τον Σκωτσέζο εθνικό ήρωα Γουίλιαμ Γουάλας. Η ταινία κέρδισε πέντε Όσκαρ και ο ίδιος δύο, καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας.

Αφού πρωταγωνίστησε σε μία σειρά επιτυχημένων ταινιών – «Η Απαγωγή» («Ransom», 1996), «Ο Πατριώτης» («The Patriot», 2000) και «Οιωνός» («Signs», 2002) – ο Γκίμπσον επέστρεψε στη σκηνοθεσία με το θρησκευτικό δράμα «Τα Πάθη του Χριστού» («The Passion of the Christ», 2004), που βασίστηκε κυρίως στις διηγήσεις των Ευαγγελίων, με διαλόγους στα Αραμαϊκά και τα Λατινικά.

Ορισμένοι κριτικοί τον κατηγόρησαν ότι η ταινία ήταν αντισημιτική, εξαιρετικά βίαια και ιστορικά ανακριβής, παρά τη μεγάλη εμπορική της επιτυχία. Το 2006 σκηνοθέτησε το «Apocalypto», μία βίαιη ταινία για την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Μάγια με διαλόγους στη γλώσσα τους.

Η δημοτικότητα του Γκίμπσον σκιάσθηκε στις αρχές του 21ου αιώνα, εν μέρει λόγω μιας σειράς περιστατικών εκτός οθόνης που πολλοί πίστευαν ότι έδειχναν εχθρότητα έναντι ορισμένων μειονοτικών ομάδων, ιδιαίτερα των Εβραίων. Μία έρευνα ενδοοικογενειακής βίας το 2010 με την τότε σύντροφό του Οξάνα Γκριγκόριεβα αποτέλεσε ένα ακόμα πλήγμα στη δημοτικότητά του. Την ίδια χρονιά, ωστόσο, επέστρεψε στη δράση, απεικονίζοντας έναν αστυνομικό που ερευνά τη δολοφονία της κόρης του στο πολιτικό θρίλερ του Μάρτιν Κάμπελ «Στην άκρη του νήματος» («Edge of Darkness»), που ήταν ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος του τα τελευταία οκτώ χρόνια.

Το 2011 υποδύθηκε έναν καταθλιπτικό άνδρα, του οποίου η ζωή αναζωογονείται από μια μαριονέτα που βρίσκει στον δρόμο, στο δράμα της Τζόντι Φόστερ «Ο άλλος μου εαυτός» («The Beaver»).

Οι μεταγενέστερες ταινίες του περιελάμβαναν τις ταινίες δράσης «Machete: Η Επιστροφή» («Machete Kills») του Ρόμπερτ Ρόντρίγκεζ (2013), «Οι Αναλώσιμοι 3» («The Expendables 3», 2014), «Blood Father: Βίαιη Δικαιοσύνη» («Blood Father», 2016) και «Τα δύο πρόσωπα του νόμου» («Dragged Across Concrete», 2018). Έπαιξε ένα μάτσο παππού στην κωμωδία «Ξαναγύρισε ο Μπαμπάς» («Daddy’s Home 2», 2017) και συμπρωταγωνίστησε με τον Σον Πεν στην ταινία «Ο καθηγητής και ο τρελός» («The Professor and the Madman», 2019), που αναφέρεται στη δημιουργία του αγγλικού λεξικού της Οξφόρδης στις αρχές του 19ου αιώνα.

Ο Γκίμπσον επέστρεψε στη σκηνοθεσία με τη βιογραφική ταινία «Αντιρρησίας Συνείδησης» («Hacksaw Ridge», 2016), με ήρωα τον Ντέσμοντ Ντος, έναν αντιρρησία συνείδησης που υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ταινία του κέρδισε δύο Όσκαρ (μοντάζ και ήχου) και ο Γκίμπσον μία υποψηφιότητα για τη σκηνοθεσία.

Θρήσκος και «υπερσυντηρητικός», σύμφωνα με δήλωσή του, ο Μελ Γκίμπσον έχει αποκτήσει εννέα παιδιά. Επτά από τον πολύχρονο γάμο του (1980-2006) με την Αυστραλέζα νοσηλεύτρια Ρόμπιν Μουρ και ανά ένα με τις κατά καιρούς συντρόφους του, τη Ρωσίδα μουσικό Οξάνα Γκριγκόριεβα και την Αμερικανίδα πρωταθλήτρια της ιππασίας Ρόζαλιντ Ρος.

Πηγή: sansimera.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης