«Ο φάρος  του Κάβο Μαλιά», το νέο λογοτεχνικό  διήγημα του βραβευμένου συγγραφέα- ποιητή Θανάση Σάλτα  μας συμπαρασύρει σε ένα μυσταγωγικό ταξίδι στο Ταίναρο, στο νοτιότερο  ακρωτήρι της Πελοποννήσου. Η συμβολική πορεία ενός φαροφύλακα μέχρι τον προορισμό του στον πέτρινο Φάρο του Κάβο Μαλιά, τα αγριεμένα κύματα της θάλασσας με τα αιώνια ναυάγια της  και  η μοναχική ζωή του φαροφύλακα στην  άκρη του κόσμου συνθέτουν το ψυχολογικό τοπίο του διηγήματος…

Το διήγημα αποτελεί ένα ναυτικό φόρο τιμής στους ακρίτες φαροφύλακες αλλά και ένα συμβολικό ταξίδι ψυχής για τον σύγχρονο άνθρωπο. Το εν λόγω διήγημα συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία ποίησης και πεζογραφίας «Καλοκαιρινές Πνοές 2», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, από τις εκδόσεις Πνοές Λόγου και Τέχνης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ακολουθεί απόσπασμα από το λογοτεχνικό διήγημα του Θανάση Σάλτα: «Ο φάρος του Κάβο Μαλιά»:

Ο ήλιος, πυρσός πυρωμένος στον ουρανό, βασιλιάς του μεσημεριού, κι οι πυρόξανθες αχτίδες του άστραφταν στις ξερολιθιές και στην κόκκινη πέτρα της μανιάτικης γης. Με το δισάκι μου στον ώμο, έσυρα το δρόμο μου, για την άκρα του κόσμου. Το μέτωπό μου αυλάκωνε ο ιδρώτας, το τραγούδι των γρύλλων και των τζιτζικιών έστηνε συναυλία με τον αχό του ανέμου που στριφογύριζε πότε δεξιά , πότε ζερβά χορεύοντας σαν ζουρλός απάνω στον ουρανό, κι ανακάτευε με λύσσα τα μαλλιά μου και τα φυλλώματα των λιγοστών μοναχικών θάμνων της αγριεμένης τούτης γης. Μια μικρή χρυσοπράσινη σαύρα σερνόταν, στα φρύγανα, κι έτρεχε να φωλιάσει στην σκιά μιας αχυρένιας θημωνιάς. Δυο χρυσοκάνθαροι μπούρμπουλες έστηναν παιχνιδιάρικο χορό με τις άγριες μέλισσες κάτω απ’ τα αγκαθωτά πλατύφυλλα μιας αγριοφραγκοσυκιάς. Σε τούτο το φιδωτό κακοτράχαλο μονοπάτι που βασιλεύει το ηλιοκαμένο χώμα και η άγονη πέτρα, μοναχική συνοδειά μου, το βούισμα τ’ ανέμου κι ο πολεμικός χορός μιας αδέσποτης σφίγγας που τρεμοπαίζει με το κεντρί της πάνω απ’ το ζαλισμένο κεφάλι μου.  

Πάνε ώρες πολλές που κίνησα από τη Μονεμβάσια για το μακρινό ακρωτήρι του Κάβο Μαλιά, με την ευχή του παππά-Γιώργη, για ευλογημένο δρόμο, μακριά από στοιχειά και πειρασμούς. Οι ναυτικοί και οι λιμενοφύλακες έλεγαν πως όποιος περνά από τον Κάβο Μαλιά, ξεχνά για πάντα την φαμελιά του γιατί εκεί ριζώνουν τα στοιχειά του ανέμου και της θάλασσας και σου τρώνε την ψυχή. Δοξασίες, είπα και κίνησα ανάλαφρα τον δρόμο μου. Μα τώρα που έχω περάσει δέκα ολάκερες ώρες περπατώντας στις ξερολιθιές και βαραίνει το βήμα μου, το σώμα μου αρχίζει να λιώνει κάτω από τον κάματο του ήλιου και το άνυδρο στόμα μου μοιάζει να στεγνώνει από την πείνα και την δίψα, τώρα θαρρείς μέσα στη ζάλη μου σαν να βουίζουν απάνω απ’ το κεφάλι μου σε έναν βόμβο αντάμα με τις κιτρινόμαυρες σφήκες, καταραμένες φωνές πνιγμένων πειρατών, που διψασμένες ξεχύνονται, με σκουριασμένο σκαρί όξω απ’ τη θάλασσα, στοιχειωμένες ψυχές στροβιλιζόμενες καβάλα στ’ άγριο ανεμοφύσημα που σφυρίζει ανελέητα στον ουρανό και μαστιγώνει με τις πολεμικές ιαχές τους, τα αυτιά μου…

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Λένε πως σε κάποια σπηλιά του κάβου, δίπλα σε μια θαλασσινή σπηλιά του Ποσειδώνα,  ανάβλυζε μια στάλα απ’ το αθάνατο νερό και για χάρη της φιλονικούσαν οι κύκλωπες κι οι πειρατές κι εκεί απάνω στην άδοξη μάχη τους για την αθανασία, ταραζόταν η ματωμένη θάλασσα κι άρχισε να λυσσομανάει και να σηκώνει άγρια κύματα και να τους πνίγει με τα άγρια νερά της. Εκεί στην σπηλιά την Κοκκαλιάρα λένε ότι στοίχειωσαν για πάντα οι πειρατές κι οι κύκλωπες, κι από τότε λένε ότι όσους θαλασσοπνιγμένους ξερνάει το κύμα του πελάγου, εκεί τους τραβούν αιώνια οι στοιχειωμένοι με σχοινιά και τους ληστεύουν. Από κείνη την Κοκκαλιάρα σπηλιά του κάβου, θαρρείς να ανέβαιναν τα μανιασμένα, θαλασσόβρεχτα ουρλιαχτά στο πυρωμένο μονοπάτι που τραβάει ίσα στη θάλασσα, για το Φάρο του Κάβο Μαλιά.    
 
Ο παπά-Γιώργης, με είχε συμβουλέψει, σαν ακούσεις τις φωνές, μην φοβηθείς, τρέχα στο μοναστήρι στον Άγιο Μύρωνα να ξαποστάσεις, πριν σε βρει το σκοτάδι μόνο με τα στοιχειά και τα τσακάλια. Ο πάτερ-Νίκων, θα σε φιλέψει ψωμί, νερό, κρασί κι ελιές και θα σου στρώσει ένα ράντζο να κοιμηθείς κάτω απ’ τα αστέρια.
Καθώς σουρούπωνε κι άρχισε δειλά-δειλά, ο ουρανός να βάφεται με ένα μωβ, μενεξελί πέπλο κεντημένο με τις ασημένιες πούλιες των άστρων αντίκρισα σαν μια μικρή όαση σκαρφαλωμένο πάνω στο βράχο, το λευκό εκκλησάκι του Άγιου Μύρωνα.   
 
Ο πάτερ-Νίκων, ασκητής, ψηλός, ξερακιανός κι αδύνατος, λιγομίλητος, με μάτια γαλάζια που σε θωρούσαν γαλήνια και σε ταξίδευαν στη νηνεμία της θάλασσας, μ’ άνοιξε σεβάσμια την πόρτα και με καλοδέχτηκε γαλήνια. Αφού τέλειωσε την ταπεινή προσευχή του, έτρεξε στην στέρνα, έριξε έναν ξύλινο κουβά κι έσυρε απάνω το βρόχινο νερό, γέμισε μια κούπα νερό, την ευλόγησε, έπειτα σταύρωσε ένα καρβέλι ψωμί και μου τα πρόσφερε απλόχερα. Άρτος και ύδωρ, θεία δώρα, μόνο μια φέτα ψωμί και μόνο μια κούπα νερό, κι όμως ποτέ μου δεν ξανάνιωσα πιο χορτασμένος στη ζωή μου, όσο εκείνη τη νύχτα. Ο πάτερ μου έστρωσε μια φτωχική κουβέρτα σε ένα μικρό στασίδι που έστεκε σε ένα απάγκιο δίπλα στη στέρνα. Το χρυσοστόλιστο φεγγάρι καθρεπτιζόταν στα ασημένια νερά της στέρνας κι έμοιαζε να φεγγίζει ολόγιομο το πρόσωπο μιας Παναγιάς.
 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης