Γεννήθηκε το μακρινό 1923 (έφυγε από τη ζωή το 2003) στη Βουλγαρία, έλκοντας την καταγωγή του από παλιά οικογένεια Ελλήνων εμπόρων από την Ήπειρο, με το επώνυμο Κωφός και μεγαλώνοντας άκουγε συχνά να μιλάνε με ευλάβεια και θαυμασμό για τον παππού από την πλευρά της μητέρας του, τον καπετάν Τζίμα, που είχε τελειώσει τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Πόλη, ενώ και η γιαγιά του είχε φοιτήσει στα (τότε) ελληνικά εκπαιδευτήρια θηλέων στη Φιλιππούπολη. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον δεν είναι περίεργο που ο Γκεόργκι Κούφοβ όχι απλώς αγάπησε την ελληνική γλώσσα αλλά έγινε κι ένας από τους σπουδαιότερους μεταφραστές έργων της ελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης στα βουλγαρικά.

Έχει συγγράψει και ο ίδιος βιβλία που αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό στη χώρα του, όπως τη συλλογή χρονογραφημάτων και σχολίων της επικαιρότητας «Σατουρνάλια» (1994) και το «Παράδοξα της δημοκρατίας» (2016), στον πρόλογο του οποίου λέει: «Μερικοί ίσως αποφασίσουν πως στο βιβλίο αυτό αξίζει αουτονταφέ. Άλλοι πιθανόν να ήθελαν να το κάνουν, αλλά μαζί με το βιβλίο στην πυρά να ριχτεί και ο συγγραφέας. Αυτό θα σήμαινε μόνο ένα, πως τα βέλη της σάτιράς του έχουν πετύχει διάνα. Ενώ τον στόχο αποτελούν όλοι εκείνοι οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως πολιτική τάξη, η οποία αναδύθηκε ύστερα από το πραξικόπημα της 10ης Νοεμβρίου (οι πολιτειακές μεταβολές στη Βουλγαρία μετά την πτώση της κυβέρνησης Ζίβκοφ το 1989). Δεν υπάρχει τίποτα πιο θανατηφόρο από το γέλιο και το δίδυμό του, την ειρωνεία, γνωστή επίσης και ως σάτιρα. Οι δεσπότες όλων των εποχών φεύγανε μπροστά στον γέλωτα σαν κυνηγημένοι από πανούκλα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Ο Γκεόργκι Κούφοβ στην πεζογραφία, η οποία μεταφράζεται κατά κόρον ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1960-1990, μαζί με τον Στέφαν Γκέτσεβ (1911-2000), κυρίως στον ποιητικό λόγο, ήταν οι δύο σκαπανείς της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς μεταφραστών ελληνικής λογοτεχνίας», εξηγεί στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η βραβευμένη Βουλγάρα Ελληνίστρια και μεταφράστρια Ζντράβκα Μιχάιλοβα.

Ο Κούφοβ μεγάλωσε σ’ ένα από τα όμορφα αρχοντικά της παλιάς πόλης του Πλόβντιβ (Φιλιππούπολη), πολλά από τα οποία έχουν ανακηρυχθεί σήμερα διατηρητέα και μνημεία πολιτισμού. Στην τρυφερή ηλικία των 11 ετών, το 1934, ο Κούφοβ μετακόμισε με τους γονείς του για να εγκατασταθούν στη Σόφια, όπου ο ίδιος τελείωσε το Γαλλικό Κολλέγιο και αργότερα σπούδασε γαλλική φιλολογία και νομικά, ενώ το 1943 πέρασε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Πήρε μέρος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αξιωματικός του πυροβολικού και παρασημοφορήθηκε τέσσερις φορές.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Για την ηπειρώτικη καταγωγή του -την οικογένεια Κωφού από την πλευρά του πατέρα του και την οικογένεια Τζίμα από την πλευρά της μητέρας του- η Ζντράβκα Μιχάιλοβα εξηγεί πως «οι Κωφοί εγκαταστάθηκαν στα μέρη τα βουλγαρικά στα μέσα του 19ου αιώνα» και πως «στα οικογενειακά χρονικά σώζονται μνήμες για τουλάχιστον τριακοσάχρονη ιστορία εμπορικής δραστηριότητάς τους που επεκτεινόταν ως την Περσία, την Αίγυπτο, τη Ρωσία και την Αυστρία».

Βάση για την ενασχόλησή του με τη μετάφραση στάθηκε η ελληνική γλώσσα που μιλούσαν στην οικογένειά του. Μάλιστα, εκτός από τα ελληνικά, ο πατέρας του ήξερε επίσης τουρκικά, γαλλικά και γερμανικά εξίσου καλά με τα βουλγαρικά.

«Ο Γ. Κούφοβ αρχίζει την πραγματική του σταδιοδρομία ως μεταφραστής το 1961, όταν κέρδισε τον διαγωνισμό του εκδοτικού οίκοι Narodna kultura για τη μετάφραση του “ Καπετάν Μιχάλη”. Μετά την επιτυχία αυτή, διάφοροι εκδοτικοί οίκοι από τη Σόφια, τη Βάρνα και το Πλόβντιβ τού αναθέτουν τη μετάφραση πολλών ελληνικών βιβλίων, με πρώτη εκείνη της “ Πάπισσας Ιωάννας” του Ροΐδη. Κι έπειτα, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου σε συνέντευξη την οποία είχε παραχωρήσει στην ίδια το 1987 για την ελληνόφωνη εκπομπή της Κρατικής Ραδιοφωνίας της Βουλγαρίας, έρχεται το φοβερότερο, το βαρύτερο: η πένα του Νίκου Καζαντζάκη», αναφέρει η κ. Μιχάιλοβα, επισημαίνοντας πως «η μετάφραση των έργων του μεγαλοφυούς Κρητικού υπήρξε αληθινή πάλη, πραγματική αναμέτρηση με τον λόγο για τον ίδιο τον Κούφοβ».

Η παρουσία του καζαντζακικού έργου στη βουλγαρική γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το όνομα του Κούφοβ, ενώ το μεταφραστικό του έργο περιλαμβάνει επίσης την απόδοση έργων του Κ. Βάρναλη («Το ημερολόγιο της Πηνελόπης», «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», «Οι διχτάτορες»), την «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμ. Ροΐδη, «Τα ματωμένα χώματα» και «Οι νεκροί περιμένουν» της Δ. Σωτηρίου, «Φωτιά» του Δ. Χατζή, «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρ. Δούκα, «Λωξάντρα» της Μ. Ιορδανίδου, «Η φυλακή του κάτω κόσμου» του Μ. Λουντέμη, «Γεννήθηκα Ελληνίδα» της Μ. Μερκούρη, καθώς και πολλά άλλα. Σήμερα, οι ειδικοί κρίνουν τις μεταφράσεις των έργων του Κρητικού συγγραφέα από τον Κούφοβ ως λογοτεχνική αναδημιουργία και τις χαρακτηρίζουν ως κορυφαία δεύτερη γραφή, η οποία έχει εμπλουτίσει τη βουλγαρική γλώσσα.

Εκτός από τα αριστουργήματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, χάρη στο μεταγραφικό έργο του Κούφοβ έγιναν προσπελάσιμα στον Βούλγαρο αναγνώστη και κλασικά γαλλικά έργα των Μοπασάν, Μπαλζάκ, Ζ. Βερν, Μολιέρου, η επιστολογραφία του Σοπέν προς τη Γεωργία Σάνδη κ.ά. Έχει μεταφράσει περισσότερα από πενήντα βιβλία από τα ελληνικά και τα γαλλικά. Όπως εξομολογείται ο ίδιος ο Κούφοβ σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στη Ζντράβκα Μιχάιλοβα: «πραγματικά απίστησα σε βάρος της γαλλικής λογοτεχνίας με μια γειτόνισσα…Στην αρχή ήταν η επιθυμία μου να γνωρίσω καλύτερα την ελληνική λογοτεχνία, να την παρουσιάσω στον Βούλγαρο αναγνώστη επειδή ο βουλγάρικος και ο ελληνικός λαός μοιράζονται πολλά κοινά στην ιστορία, τον πολιτισμό και τη νοοτροπία».

Στους προλόγους των μεταφράσεών του, οι οποίοι αποτελούν εμπεριστατωμένες μελέτες του λόγου, καθώς και των λογοτεχνικών, φιλοσοφικών και ιδεολογικών καταβολών (Νίτσε, Μπέργκσον, Μαρξ, Σόπενχαουερ, Κλοντέλ, Φραγκίσκος της Ασίζι, Γουϊτμαν, Ντοστογιέβσκι, Χριστός, Βούδας κ.α.) του Καζαντζάκη, ο Κούφοβ «εξοπλίζει με πυξίδα κατανόησης και κάνει πιο προσπελάσιμο το έργο του στο βουλγάρικο αναγνωστικό κοινό», επισημαίνει η κ. Μιχάιλοβα σημειώνοντας πως τα εισαγωγικά σημειώματα αυτά με υπογραφή του Κούφοβ σε λογοτεχνικές εκδόσεις εισάγουν τους αναγνώστες στον βίο και το έργο του Έλληνα πεζογράφου, υποψήφιου για το βραβείο Νόμπελ.

Η ιδιαίτερη σχέση με το έργο του Καζαντζάκη

Ειδικότερα για τις μεταφράσεις του έργου του Καζαντζάκη, χαρακτηριστικά είναι τα όσα ο ίδιος ο Κούφοβ είχε πει και μεταφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μιχάιλοβα: «Για μένα ήταν όσο μαρτύριο τόσο και ευχαρίστηση να ασχοληθώ μ’ αυτήν. Στην πολυετή ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνική μετάφραση από την ελληνική γλώσσα επένδυσα πολλή αγάπη για να βάλω το λιθαράκι μου στην αλληλογνωριμία και την προσέγγιση των δύο λαών διότι το έργο τούτο δεν είναι ζήτημα μόνο επαγγέλματος και κλίσεως, αλλά και καθήκοντος. Καθήκον προς δύο γειτονικούς λαούς που έχουν ζήσει δίπλα δίπλα πάνω από 1300 χρόνια. Η γνωριμία δύο λαών γίνεται μέσω πολιτιστικών ανταλλαγών, ιδίως μέσω της λογοτεχνίας τους. Με την πάροδο του χρόνου ανακάλυπτα πάνω στη δουλειά πόσα κοινά συνδέουν τους Βούλγαρους και τους Έλληνες παρά τις μεταπτώσεις της τύχης και της ιστορίας. Ονόματα, παραδόσεις, ήθη και έθιμα, τρόπους ζωής, θρύλοι και μύθοι έσμιγαν και δημιούργησαν αυτό που θα ονόμαζα “ βαλκανική κοινότητα”».

«Εξετάζοντας τις επιρροές φιλοσοφικών και θρησκευτικών συστημάτων που έχει υποστεί ο Καζαντζάκης, από τη μια ο Κούφοβ συνεπαίρνεται από την πληρότητα και τον διανοητικό δυναμισμό του συγγραφέα, από την άλλη εξακολουθεί να πιστεύει ότι εκείνος παραμένει ένας δαιδαλώδης λαβύρινθος, ένας άλυτος γόρδιος δεσμός αντιθέσεων, ένας παράδοξος στοχαστής, αλλά αναμφισβήτητα μία δημιουργική προσωπικότητα, η οποία με τις ιδέες της για την ανηφόρα του αγωνιζόμενου και σκεπτόμενου ανθρώπου ως την κορυφή της γνώσης και της αυτογνωσίας, για τον ανταγωνισμό πνεύματος-ύλης, φωτός-σκότους κ.α έχει αφήσει ανεξίτηλα τη σφραγίδα της στα ελληνικά γράμματα του 20ού αιώνα. Ο Κούφοβ εκτιμά ότι ο μεγάλος Κρήτας συγγραφέας ταλαντεύεται στην πορεία εξέλιξής του, κάτι το οποίο οφείλεται στον ιδιόμορφο, διστακτικό, αχόρταγο, εξεταστικό και απίστευτα επίμονο στην αναζήτηση της αλήθειας πνεύμα του. Όλα στη ζωή του ανάγονται στον αγώνα μεταξύ καλού και κακού και εκφράζονται στην προσπάθεια να υπερνικηθούν η σάρκα και η ύλη και ο άνθρωπος σταδιακά να περάσει σε μια πνευματική διάσταση», σημειώνει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα.

Φωτογραφιά: Ο δημοσιογράφος Χρίστο Κούφοβ, γιος του Γκ. Κούφοβ, και η Eλληνίστρια- μεταφράστρια λογοτεχνίας Ζντράβκα Μιχάιλοβα απονέμουν τιμητικό δίπλωμα στη μεταφράστρια της «Ασκητικής» του Καζαντζάκη, καθηγήτρια Νεοελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου της Σόφιας, Dragomira Valcheva

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

 

 

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης