Η Μαρία Ναυπλιώτου προτιμά επίμονα τους προβολείς της σκηνής από τα φώτα της δημοσιότητας. Οι θεατρικοί προβολείς τη φωτίζουν αυτήν την περίοδο στην παράσταση «Το τραμ με το όνομα Πόθος» και στον ρόλο της Μπλανς Ντι Μπουά. Η ηθοποιός κέρδισε το στοίχημα. Και μιλάει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για την αναμέτρησή της με τον θεατρικό μύθο, για τη σχέση της υποκριτικής με τη ζωή, αλλά και για την κρίση, την πολιτική, το λάιφ στάιλ, την εξωτερική ομορφιά, την παγίδα του ναρκισσισμού, την αποτυχία. «Να τελειώνεις με το κομμάτι του ναρκισσισμού και να γελοιοποιηθείς, δεν πειράζει» λέει. «Γιατί δεν είναι δυνατόν να ανακαλύψεις κάτι εάν δεν συμβούν εκατό κακά πράγματα».

Έχετε ζήσει ποτέ τη ζωή σαν Μπλανς; Σαν ένα δράμα ακόμη και εάν δεν υπήρξε λόγος;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όχι, ποτέ. Δεν έχω καμία σχέση με την Μπλανς. Η Μπλανς είναι ένα πρόσωπο που επιτρέπει να τη λεηλατούν, είναι αυτοκαταστροφική, αφήνει τον εαυτό της να γίνει βορρά. Έχοντας ζήσει τη μισή μου ζωή σχεδόν και έχοντας παρατηρήσει αρκετά τον εαυτό μου μπορώ να καταλάβω αυτό που της συνέβη. Αλλά δεν έχω ποτέ βιώσει ανάλογα συναισθήματα.

Ούτε σε μια φάση μεγάλης ερωτικής απογοήτευσης;

Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι ένα έργο για τον έρωτα. Αυτό το έργο μιλάει για την απώλεια και την πτώση. Ούτε νομίζω ότι υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ερωτική χημεία ανάμεσα στην Μπλανς και τον Κοβάλσκι. Υπάρχει μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο κόσμους τελείως διαφορετικούς, ανάμεσα στον παλιό της μιας και τον νέο του άλλου. Είναι μια αναμέτρηση. Ότι η Μπλανς αφήνεται στα χέρια ανδρών για να απαλύνει τη μοναξιά της, τον πόνο της και την άδεια της καρδιά δεν έχει να κάνει με τον έρωτα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αν υποθέσουμε ότι η ηθοποιία είναι ένα παιχνίδι προσαρμογής χαρακτήρων: είναι ο ηθοποιός που «φοράει» τον χαρακτήρα του στον ήρωα ή ο ήρωας στον ηθοποιό; Ποιος έρχεται περισσότερο στα μέτρα του άλλου;

Θα έλεγα ότι υποκριτική βασίζεται στην ενσυναίσθηση. Στην ικανότητα να μπαίνεις στα παπούτσια του άλλου. Και χωρίς να είσαι εσύ, χωρίς να έχεις σχέση, καταλαβαίνεις σε τι θέση βρίσκεται ο άλλος. Και μπορείς με αυτόν τον τρόπο να δανείσεις συναισθήματα δικά σου, τα οποία δεν αντιστοιχούν στα βιώματα του ήρωα. Καταλαβαίνεις όμως πώς νιώθει επειδή κι εσύ έχεις νιώσει χαρά, λύπη, οργή, πόνο. Δανείζεις τα συναισθήματά σου ακολουθώντας τις ψυχικές διαδρομές του ήρωά σου. Υποθέτω ότι θα έχω κάνει το λάθος κάποιες φορές να φέρω τον ήρωα στα δικά μου μέτρα.

Δηλαδή δεν χρειάζεται ο ηθοποιός που υποδύεται τον ναυαγό να μουλιάσει δέκα μέρες σε μια πισίνα;

Υπάρχουν ηθοποιοί που γίνονται ο ρόλος τους – ο Ντάνιελ Ντέι Λιους είναι ένα τρανό παράδειγμα. Εγώ πιστεύω ότι μπορείς να φτάσεις σε έναν ρόλο είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά χωρίς αυτό το εξωτερικά να σημαίνει επιδερμικά. Έτσι κι αλλιώς οι δύο διαδρομές συναντιούνται.

Υπάρχει κάποια στιγμή που παραδίδεσαι ολοκληρωτικά;

Για μένα ολοκληρωτική είναι η παράδοση μέχρι τη στιγμή που κάνεις κάτι, στην προετοιμασία. Μετά κρατάς μια απόσταση. Αυτό δεν σημαίνει ότι όταν παίζεις δεν παραδίδεσαι ολοκληρωτικά, ότι δεν δανείζεις ολοκληρωτικά τον εαυτό σου. Τον δανείζεις. Αλλά μετά τον παίρνεις πίσω.

Είναι εύκολο αυτό το μπρος – πίσω;

Να σας πω, για μένα δεν υπήρχε ποτέ κανένα θέμα, δεν το είδα ποτέ σαν εύκολο ή δύσκολο. Κουβαλάς τον ρόλο όταν τον μελετάς. Και δεν τον κουβαλάς σαν αναπηρία, δεν βιώνεις ό,τι βιώνει. Τον σκέφτεσαι, τον επεξεργάζεσαι. Μπορεί να μην κοιμηθείς το βράδυ, μπορεί να σε ταλαιπωρήσει ένας μονόλογος, να σε μπερδέψουν οι ψυχικές διαδρομές του ήρωα, να αναστατωθείς, να έχεις ανάγκη από ησυχία ή να μην είσαι πολύ καλή παρέα για τους φίλους σου. Αλλά δεν χρειάζεται για να καταλάβεις την Μπλανς να πέσεις στο κρεβάτι με ένα στρατόπεδο όπως είχε κάνει η Μπλανς.

Χρειάζεται όμως στη διαδρομή σου να έχεις πρότυπα άλλους ηθοποιούς;

Μοιραία συμβαίνει αυτό. Όταν παρακολουθείς συναδέλφους και σου αρέσουν πολύ και τους θαυμάζεις δεν είναι δυνατόν να μην κάνεις πρότυπα. Νομίζω ότι η μίμηση, όχι με την έννοια του ξεπατικώνω αλλά του πώς κάνει κάποιος κάτι, είναι από τα πράγματα που σε προχωράνε.

Διακρίνετε μια διαφορά ανάμεσα στο «κλέβω» του ταλαντούχου και το «αντιγράφω» του ατάλαντου όπως έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις;

Δεν ξέρω τι σημαίνει «κλέβω». Ξέρω όμως ότι κάποιος άνθρωπος μπορεί να σου φερθεί με γενναιοδωρία και να σου προσφέρει κάτι που γνωρίζει και κάποιος άλλος να μην το κάνει. Με την παρατήρηση χρειάζεσαι πάντα περισσότερο χρόνο για να κάνεις κάτι δικό σου. Δεν μιμείσαι εκεί. Το προσαρμόζεις σε αυτό που είσαι εσύ, στις δικές σου γνώσεις και εμπειρίες. Εάν δεν το κάνεις, θα είσαι σαν μαριονέτα.

Εσείς έχετε εισπράξει γενναιοδωρία;

Πολλή. Και δεν πρέπει να ακούγεται παράξενο για έναν χώρο που έχει τη φήμη του ανταγωνιστικού. Φυσικά έχω συνεργαστεί και με ανθρώπους που ήταν, να το πω έτσι, πάρα πολύ φειδωλοί.

Και η έλλειψη χημείας; Δεν οδηγεί σε συγκρούσεις;

Πολύ σπάνια έχω ξεπεράσει τα όρια. Σύγκρουση για μένα στη δουλειά μου σημαίνει αποχώρηση. Όταν δεν συμφωνώ καθόλου με αυτό που συμβαίνει και βλέπω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει αποχωρώ. Μου έχει συμβεί να αποχωρήσω με τη σκέψη ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανταλλάξουμε άσχημες κουβέντες ή να χάσουμε την αξιοπρέπειά μας.

Με το κοινό; Πώς διαμορφώνεται η σχέση;

Συμβαίνει το εξής: ακόμη και πλάτη να είσαι την αισθάνεσαι την πλατεία. Καταλαβαίνεις πότε παρακολουθεί το κοινό, πότε είναι ανήσυχο. Υπάρχουν όμως και κάποιες φορές που δεν μπορείς να ερμηνεύσεις την ησυχία των θεατών. Πέφτεις στην παγίδα, νομίζεις πως δεν καταλαβαίνουν τίποτε αλλά αυτοί έχουν εισπράξει τα πάντα.

Από την άλλη δεν είναι αποθαρρυντικό να βλέπεις έναν θεατή να κοιτάζει ας πούμε το κινητό του;

Βλέπεις τα πάντα. Έχω δει κινητά να αναβοσβήνουν, θεατές να χασμουριούνται, άλλους να κοιμούνται. Δεν είναι ευχάριστο, εάν δεν θέλει να είναι κάποιος εκεί καλύτερα να μην έρθει. Εγώ θα προτιμούσα κάποιος να φύγει. Από την άλλη μεριά βέβαια το θέατρο είναι ένα ζωντανό πράγμα και επιτρέπει, όσο και να μην σου αρέσει, να αντιδράσει κάποιος είτε έτσι είτε αλλιώς.

Θα δοκιμάζατε ποτέ τον εαυτό σας σε είδη που το κοινό είναι πιο ζωντανό; Θα κάνατε για παράδειγμα επιθεώρηση;

Εξαρτάται από τις συνθήκες. Έτσι κι αλλιώς όταν έγινα ηθοποιός δεν είχα στο μυαλό να παίξω κάτι συγκεκριμένο. Ως χορεύτρια που ήμουν από πολύ μικρή η σκηνή είναι ένας χώρος οικείος για μένα. Νιώθω ότι είναι το σπίτι μου. Και το σπίτι σου το αγαπάς όσο κι αν αυτή η δουλειά μπορεί να γίνει κουραστική μερικές φορές και ψυχοφθόρα και η δική σου ημέρα αποκτά μια ένταση όταν των άλλων μπαίνει σε χαλαρούς.

Πώς συντονίζεστε με τις ζωές των άλλων; Την πολιτική την παρακολουθείτε ας πούμε;

Την παρακολουθώ αλλά έχω αρχίσει να χάνω το ενδιαφέρον μου.

Μοιράζεστε την απογοήτευση που δηλώνουν ότι αισθάνονται πολλοί πολίτες; Την απομάγευση;

Όχι, τίποτε από αυτά. Εγώ είμαι παιδί της Αλλαγής και την απομάγευση την έζησα τότε. Θυμάμαι πολύ καλά όλη εκείνη την ελπίδα με τις πράσινες σημαίες και τις ομιλίες του Ανδρέα και φυσικά όλο αυτό που έγινε μετά. Ξέρω ότι η πολιτική είναι η μόνη από την οποία μπορούμε να περιμένουμε να γίνουν πράγματα, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Από την άλλη δεν πιστεύω ότι οι πολιτικοί μπορούν να προσφέρουν κάτι. Κι αυτός που θα το επιχειρήσει θα πρέπει να σπάσει όλο αυτό το πελατειακό σύστημα. Όσο παραμένει έτσι αυτό το σύστημα δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε.

Φοβηθήκατε την καταστροφή την περίοδο της κρίσης; Ή, από την άλλη, υπήρξε κάτι που σας δημιούργησε ελπίδα;

Σε προσωπικό επίπεδο όχι. Γιατί εγώ ποτέ δεν συμμετείχα στο μεγάλο φαγοπότι. Όχι επειδή δεν ήθελα να έχω οικονομική άνεση. Αλλά επειδή όταν έγινε το μεγάλο φαγοπότι εγώ ξεκινούσα μια πορεία και ήταν πολύ συγκεκριμένα τα πράγματα που ήθελα να κάνω. Όταν ξέσπασε η κρίση εγώ ήμουν εκεί όπου βρισκόμουν και πριν. Δεν μπορώ να πω λοιπόν ότι κλονίστηκα. Ούτε φοβήθηκα. Ίσως και γιατί από τα προσωπικά μου βιώματα αυτό που μπορεί να με αναστατώσει είναι άλλα πράγματα, η αρρώστια, η απώλεια. Ελπίδα από την άλλη μου δίνουν οι ανθρώπινες σχέσεις. Σε αυτές έχω επενδύσει τα πάντα.

Δεν σας παρέσυραν ποτέ οι σειρήνες του λάιφ στάιλ;

Για μένα η δεκαετία του 1990 ήταν η χειρότερη δεκαετία που βίωσα ποτέ. Γιατί ήταν όλο αυτό το λάιφ στάιλ και εγώ ένιωθα ότι δεν χωράω πουθενά. Επέλεξα συνειδητά έναν διαφορετικό δρόμο ξέροντας ότι θα χάσω πράγματα. Ήταν μια ανακούφιση για μένα όταν τελειώσαμε με τη χυδαιότητα του φουσκωμένου πορτοφολιού.

Η υποκριτική τι σας έμαθε για τη ζωή;

Δεν μου έμαθε και πάρα πολλά, μάλλον το αντίθετο συνέβη, η ζωή μου έμαθε για την υποκριτική. Ό,τι παίρνω και ό,τι βάζω σε αυτόν τον κουμπαρά είναι ό,τι έχω μάθει από τη ζωή. Η υποκριτική δεν με έκανε καλύτερο ή χειρότερο άνθρωπο, δεν με έμαθε πώς να αντιμετωπίσω μια απώλεια, τις δυσκολίες, τις φιλικές μου ή τις προσωπικές μου σχέσεις. Η ζωή μου έμαθε να είμαι πάντα μαθήτρια στην υποκριτική, να μην επαναπαύομαι, να είμαι σε εγρήγορση.

Πάμε λίγο στο σινεμά;

Εγώ έγινα ηθοποιός λόγω του κινηματογράφου. Ήμουν χορεύτρια και έκανα κάποιες διαφημίσεις τότε με τον Γιώργο Πανουσόπουλο και τον Νίκο Περάκη κι αυτοί ουσιαστικά με παρότρυναν. Η πρώτη μου σχέση με την υποκριτική ήταν σε μια ταινία μεσαίου μήκους.

Και στο κλασικό ερώτημα κινηματογράφος ή θέατρο τι απαντάτε;

Ότι στον κινηματογράφο με κουράζουν οι ατελείωτες ώρες της αναμονής. Κι ότι προτιμώ το θέατρο μολονότι είναι πιο ζόρικο, πιο ζωντανό, μολονότι δεν μπορείς να επαναλάβεις τη σκηνή και κάθε βράδυ είσαι αντιμέτωπος με την πλατεία.

Με τη σκηνοθεσία σκεφτήκατε να αναμετρηθείτε ποτέ;

Όχι. Δεν έχω αυτήν τη ματιά πάνω στα πράγματα. Έχω σκηνοθετήσει τον εαυτό μου στο μέρος που μου ανήκει, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τη σκηνοθεσία. Με τη σκηνοθεσία νοηματοδοτείς ένα κείμενο από την αρχή, βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά. Εγώ ήμουν πάντα στη θέση αυτού που μπαίνει σε έναν κόσμο, όχι εκείνου που τον φτιάχνει από την αρχή.

Η ευφυΐα στην υποκριτική τι είναι;

Η ευελιξία. Η ικανότητα να μεταφέρεις συναισθήματα, είναι ωραίο όπως το λένε οι Αγγλοσάξωνες, «deliver». Η παράδοση, όχι σαν ψύχωση, αλλά έχοντας πλήρη συνείδηση αυτού που σου συμβαίνει.

Η πιο μεγάλη ματαίωση που μπορεί να βιώσει ένας ηθοποιός ποια είναι;

Η έλλειψη σεβασμού νομίζω.

Να κλείσουμε όπως ξεκινήσαμε, με Μπλανς Ντι Μπουά. Πώς χειριστήκατε τον θεατρικό μύθο που την συνοδεύει;

Κατ’ αρχάς, αυτός είναι ένας μύθος ο οποίος έχει φορτωθεί με στερεότυπα που δεν του ανήκουν. Ο ίδιος ο Τένεσι Ουίλιαμς ήθελε στον ρόλο της Μπλανς την Ταλούλα Μπάνχεντ, μια ηθοποιό δυνατή, με σπηλαιώδη φωνή και τρομερό γέλιο. Ο ίδιος ο Ουίλιαμς δηλαδή φανταζόταν στον ρόλο μια πληθωρική γυναίκα. Τα στερεότυπα θέλουν μια Μπλανς εύθραυστη, έτοιμη να σπάσει. Σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφέρον κάθε φορά είναι πώς προσεγγίζεται ένας χαρακτήρας. Είναι συντηρητική προσέγγιση ότι η Μπλανς είναι αυτό και τίποτε άλλο, ο Κοβάλσκι είναι αυτό, η Ιφιγένεια είναι αυτό. Μα ποιος το είπε;

Άρα πρέπει πάντα να «πειράζουμε» τους μύθους.

Φανταστείτε πόσο βαρετό θα ήταν να τους ερμηνεύουμε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Όλοι αυτοί είναι ρόλοι που τους έχουν παίξει σπουδαίοι ηθοποιοί και πάρα πολύ ωραία. Αλίμονο όμως αν σε φάει αυτό το μαράζι. Τότε δεν θα είσαι ποτέ δημιουργός, ποτέ δεν θα αισθανθείς ότι έχεις έναν χώρο που σου ανήκει σε αυτή τη δουλειά.

Κι ο φόβος της αποτυχίας;

Ας αποτύχεις, δεν πειράζει. Όχι πως η αποτυχία είναι ευχάριστη, αλλά δεν είναι και τόσο τρομερό ζήτημα. Η κοινωνία την έχει κάνει τρομερό ζήτημα. Να αποτύχεις καλύτερα όπως έλεγε ο Μπέκετ. Να γελοιοποιηθείς. Κάποια στιγμή θα γελοιοποιηθείς. Γιατί δεν είναι δυνατόν να ανακαλύψεις κάτι εάν δεν συμβούν εκατό κακά πράγματα.

Μα είναι εύκολο να τσαλακώσεις τον ναρκισσισμό σου;

Ένας σημαντικός ηθοποιός, ο Μιχαήλ Τσέχοφ, είχε γράψει ότι για να γίνει κάποιος ηθοποιός θα πρέπει πρώτα να έχει τακτοποιήσει την εσωτερική του ζωή. Είναι η πιο χρήσιμη συμβουλή που διάβασα ποτέ. Θα πρέπει πραγματικά να έχεις τελειώσει με το κομμάτι του ναρκισσισμού. Διαφορετικά δεν πρόκειται ποτέ, μα ποτέ, να γίνεις ηθοποιός.

Είστε μια όμορφη γυναίκα. Δεν εγκλωβιστήκατε ποτέ στην εικόνα σας;

Όχι. Γιατί προέρχομαι από τον χορό όπου το πρόσωπο δεν έχει καμία σημασία. Και ακέφαλος να είσαι το ίδιο κάνει, αρκεί να είναι σωστές οι κινήσεις σου. Δεν απαξιώνω την εξωτερική ομορφιά σε καμία περίπτωση. Αλλά δεν είναι κάτι που έκανες εσύ, δεν έχεις κάνει τίποτε εσύ γι’ αυτό. Γι’ αυτό φρόντισε να έχεις το μυαλό σου μέσα στο κεφάλι σου, να κάνεις κάτι για σένα. Να διανύσεις μια προσωπική διαδρομή που μπορεί να σου δώσει κάτι.

Δεν τελειώσαμε με την Μπλανς…

Ας τελειώσουμε με την Μπλανς. Η Μπλανς δεν είναι παρά μια αφορμή για να διηγηθείς μια ιστορία. Οι ιστορίες μας θεραπεύουν.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης