Ελπίδα σε χιλιάδες υπαλλήλους του στενού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα για την επιστροφή των… χαμένων δώρων από τα Μνημόνια, γεννά η θετική κρίση του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα της περικοπής τους από το 2013, χωρίς μάλιστα να εξεταστούν άλλες εναλλακτικές λύσεις που θα μπορούσαν να είχαν τον ίδιο δημοσιονομικό σκοπό.

Ωστόσο, η υπόθεση παραπέμφθηκε για τελική κρίση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, λόγω των θεμάτων αντισυνταγματικότητας που διαπιστώθηκαν από την 7μελή σύνθεση του ΣΤ Τμήματος του ΣτΕ.

Σύμφωνα με το σκεπτικό των συμβούλων Επικρατείας, οι περικοπές στα δώρα Χριστουγέννων Πάσχα και αδείας των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων που έγιναν με το νόμο 4093/12 (δεύτερο μνημόνιο), αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όπως αναφέρουν οι ανώτατοι δικαστές, στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους, οι επίμαχες περικοπές που ξεκίνησαν από 1.1.2013 χωρίς καν να έχει εξεταστεί η δυνατότητα άλλων επιλογών αλλά και οι επιπτώσεις που θα υπήρχαν από αυτές στο βιοτικό επίπεδο των δημοσίων υπαλλήλων σε συνδυασμό μάλιστα με τα υπόλοιπα δημοσιονομικά μέτρα που είχαν ληφθεί. Συγκεκριμένα σημειώνεται ότι «ο νομοθέτης όφειλε αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τον επιδωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής καθώς και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης».

Αν και οι σύμβουλοι Επικρατείας αναγνωρίζουν ότι ο νομοθέτης εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο επισημαίνουν ότι: «με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περαιτέρω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών». Και προσθέτουν ότι, επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός».

Και καταλήγουν οι ανώτατοι δικαστές τονίζοντας ότι «ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς προηγουμένως να έχει εκτιμήσει την προσφορότητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης, ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα, και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης