Τον κίνδυνο δημοσιονομικών πιέσεων που μπορεί να προκύψει αν υπάρξει νέος γύρος δικαστικών διεκδικήσεων υπαλλήλων, συνταξιούχων και άλλων προσώπων που επλήγησαν από μνημονιακά μέτρα βλέπει ο Επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης.

Κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού ο κ. Κουτεντάκης έκανε λόγο επίσης και για φόβους πυροδότησης πρόσθετων δημοσιονομικών πιέσεων λόγω του εκλογικού κύκλου που έχει ξεκινήσει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ωστόσο, εκτίμησε ότι προς το παρόν με βάση τις θέσεις που έχουν εκφράσει τα κόμματα εξουσίας δεν προκύπτει κάποια εξαγγελία η οποία να διακυβεύει τον δημοσιονομικό στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ.

Επίσης ο Επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή κρούει τον κώδωνα για τις επιπτώσεις που έχουν τα κρούσματα τύπου Folli Follie και της αγοράς ακινήτων μέσω POS από Κινέζους.

 Προβλέπει υπερπλεόνασμα 4,5% φέτος αν δεν ανατραπούν τα μέχρι στιγμής δεδομένα που αφήνει το περιθώριο για μέρισμα. Επίσης παρουσιάζει την “πρωτιά” στην ευρωζώνη σε έμμεσους φόρους που πέτυχε η Ελλάδα και την τεράστια αύξηση φορολογικών βαρών λόγω των μνημονίων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αποφάσεις ΣτΕ

Στο θέμα των δικαστικών αποφάσεων αναφορικά με τη συνταγματικότητα κάποιων μνημονιακών μέτρων, ο κ. Κουτεντάκης ανέφερε ότι «βεβαίως θα πρέπει να συμμορφωθεί η κυβέρνηση με τις αποφάσεις».

Πρόσθεσε όμως ότι προκύπτει επίσης και ένα θέμα ίσης μεταχείρισης. Δηλαδή όταν κάποιες αποφάσεις κρίνονται ως συνταγματικές και κάποιες άλλες ως αντισυνταγματικές αυτό δεν είναι πάρα πολύ σαφές και ανοίγεται ο δρόμος για άλλους υπαλλήλους/συνταξιούχους να θέσουν ζήτημα αντισυνταγματικότητας.

Δεν θεωρώ, είπε, πολύ πιθανό να δημιουργηθεί ένα τσουνάμι υποχρεώσεων αλλά το ρίσκο υπάρχει, επισήμανε.

Αναλυτικά για το θέμα στην έκθεση αναφέρεται ότι “Σημαντική πηγή αβεβαιότητας αποτελεί και η κλιμάκωση των δημοσιονομικών πιέσεων υπό το βάρος δικαστικών αποφάσεων που ακυρώνουν εφαρμοσμένες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις. Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση για καταβολή των αναδρομικών ποσών σε μισθωτούς και συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων που προέκυψαν από τις δικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί μια πράξη συμμόρφωσης στη συνταγματική νομιμότητα.

Ωστόσο, προκύπτουν ζητήματα ίσης μεταχείρισης καθώς δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί οι μισθολογικές και συνταξιοδοτικές περικοπές ήταν συνταγματικές σε κάποιες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών αλλά αντισυνταγματικές σε κάποιες άλλες.

Αυτό με τη σειρά του μπορεί να εγείρει επιπλέον δικαστικές διεκδικήσεις από άλλες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων με σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο.

Η αβεβαιότητα αυτή θα μπορούσε να ενισχυθεί λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε εκλογικό κύκλο με εντεινόμενο πολιτικό ανταγωνισμό ο οποίος μπορεί να στείλει αντιφατικά μηνύματα όσον αφορά τις δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαταράξει τις ευνοϊκές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί”.

Υπόθεση Folli Follie

Στην έκθεση αλλά και στις αναφορές του κ. Κουτεντάκη γίνεται ειδική μνεία στην υπόθεση της Folli Follie η οποία προκαλεί αρνητικές εντυπώσεις για την ελληνική οικονομία και την αγορά. Παρόμοια προβλήματα, όπως ανέφερε, προκαλεί και το θέμα της παραβίασης των κεφαλαιακών ελέγχων που είχε επιβάλει η Κίνα με τις συσκευές POS μέσω των οποίων Κινέζοι υπήκοοι αγόραζαν ακίνητα και έτσι αποκτούσαν “χρυσή βίζα”.

Αναλυτικά για το θέμα στην έκθεση αναφέρεται ότι “Μια ακόμα εστία αβεβαιότητας προέκυψε από πρόσφατες υποθέσεις που έλαβαν ιδιαίτερη δημοσιότητα και σε διεθνές επίπεδο. Αυτές αφορούν στις δημοσιευμένες λογιστικές καταστάσεις της εισηγμένης εταιρείας Folli Follie και την παραβίαση των κεφαλαιακών ελέγχων της Κίνας από ελληνική επιχείρηση με τη χρήση των συστημάτων πληρωμών POS ελληνικής συστημικής τράπεζας.

Τέτοιες υποθέσεις δημιουργούν αμφιβολίες για τις διαδικασίες εταιρικής διακυβέρνησης και την επάρκεια των εποπτικών αρχών και δεν συνεισφέρουν στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στην επενδυτική κοινότητα”.

Παράλληλα, σημειώνεται πως τίθεται και θέμα ανταγωνιστικότητας και θεσμικού πλαισίου. Όπως αναφέρεται στην έκθεση “συναφές με το παραπάνω είναι και το γεγονός ότι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει χαμηλή σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και εμφανίζει τάσεις επιδείνωσης (παρά τη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους).

Ενδεικτικά, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (Doing Business Report, Οκτώβριος 2018) η Ελλάδα κατατάσσεται στην 72η θέση μεταξύ 190 χωρών το 2018 έναντι της 67ης και 61ης θέσης αντίστοιχα το 2017 και το 2016. Επίσης ο Δείκτης Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας (Global Competitiveness Index) του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum, Οκτώβριος 2018), κατατάσσει την Ελλάδα στην 57η θέση ανάμεσα σε 140 χώρες καταγράφοντας υποχώρηση 4 θέσεων σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.

Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι πρωτίστως ζήτημα θεσμικού πλαισίου και διαμόρφωσης των κατάλληλων μηχανισμών ρύθμισης και ελέγχου που διασφαλίζουν ότι τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας λειτουργούν με διαφανείς κανόνες ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα δημοσιονομικής ανευθυνότητας, χειραγώγησης αγορών και μονοπωλιακές καταστάσεις.

Η προτιθέμενη αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί το ανώτατο θεσμικό πλαίσιο της χώρας προκειμένου να προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών, να διασφαλίζει την ισότητα απέναντι στο νόμο, να προάγει τη διαφάνεια και τη λογοδοσία και εν τέλει να ενισχύει την αξιοπιστία της Πολιτείας.

Είναι άλλωστε ευρέως αποδεκτό ότι το Σύνταγμα μιας χώρας συνδέεται με την οικονομική της ανάπτυξη εξασφαλίζοντας σταθερότητα, αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα της διοίκησης και των θεσμών”.

Ιταλικό μέτωπο

Ο κύριος Κουτεντάκης θέτει και θέμα διεθνών ανασφαλειών που προκαλούνται, με μεγαλύτερο πρόβλημα αυτό της ιταλικής κρίσης η οποία διατηρεί τις τιμές των ελληνικών ομολόγων σε υψηλά επίπεδα. Θεωρεί ότι η μεγαλύτερη παρενέργεια δεν είναι ο δανεισμός του δημοσίου (αφού υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα) άλλα το ότι επιβαρύνουν μαζί με τα υψηλά κόκκινα δάνεια και το κόστος δανεισμού γενικότερα για την ελληνική οικονομία και αγορά.

Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση, “παρά τις υψηλές αποδόσεις, η ύπαρξη του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας διασφαλίζει την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης για διάστημα τουλάχιστον δύο ετών και επιτρέπει την προσεκτική και καλά σχεδιασμένη επάνοδο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.

Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό καθώς η επιστροφή στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους είναι το τελικό κριτήριο για το εάν τελικά η χώρα θα καταφέρει να ξεπεράσει οριστικά την μακρόχρονη κρίση.

Επιπρόσθετα, οι αποδόσεις των τίτλων του δημοσίου επηρεάζουν το σύνολο των εγχώριων επιτοκίων και διατηρούν σε υψηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, δρώντας αποτρεπτικά για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων.

Συμπληρωματικά σε αυτό, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, περιορίζει τις δυνατότητες του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις εγχώριες επενδύσεις και την ανάκαμψη της οικονομίας.

Το ενδεχόμενο μιας βραδύτερης από την αναμενόμενη αύξησης των επενδύσεων το 2019, σε συνδυασμό με μία ταχύτερη επιβράδυνση της εξωτερικής ζήτησης για τα εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης για το επόμενο έτος”.

Πρωτιά σε έμμεσους φόρους

Στην έκθεση παρατίθενται αναλυτικά στοιχεία από τις τελευταίες μετρήσεις του ΟΟΣΑ αναφορικά με το μέσο φορολογικό βάρος σε 16 κράτη – μέλη της ευρωζώνης.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα, ενώ έχει μέσο πραγματικό φορολογικό βάρος ως αναλογία του ΑΕΠ (φόροι και εισφορές) λίγο κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (στο 36,6% έναντι 37,3% μέσου όρου) και χαμηλότερη επιβάρυνση σε άμεσους φόρους, υπάρχει υπέρμετρη επιβάρυνση σε αγαθά και υπηρεσίες. Δηλαδή σε φόρους όπως είναι ο ΦΠΑ, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης κλπ.

Εκεί το φορολογικό βάρος που επωμίζεται η ελληνική αγορά είναι στο 15,8% του ΑΕΠ έναντι 11,9% μέσου όρου στα 16 κράτη της ευρωζώνης που εξετάζονται, αναλογία η οποία είναι η υψηλότερη σε σχέση με κάθε άλλο κράτος μέλος.

Υψηλοί σχετικά είναι και οι φόροι στην περιουσία; η Ελλάδα έχει 5η υψηλότερη φορολογία στην ευρωζώνη, στο 2,6% του ΑΕΠ έναντι 1,8% του ΑΕΠ μέσου όρου.

Τα ίδια στοιχεία δείχνουν πάντως ότι μπορεί το φορολογικό βάρος να φαίνεται ακόμη χαμηλό αλλά έχει αυξηθεί κατά 7,4% του ΑΕΠ από το 2007 έως το 2016. Ο λόγος για μία μεταβολή η οποία είναι υψηλότερη σε σχέση με κάθε άλλο κράτος μέλος.

«Αγκάθια» αποπληθωρισμού και εξωτερικού ισοζυγίου

Στην παρουσίαση της έκθεσης για την πορεία της ελληνικής οικονομίας καταγράφεται γενικότερα ότι βρίσκεται σε θετική τροχιά, αλλά υπάρχουν και δύο «αγκάθια».

Το ένα εξ αυτών είναι, όπως αναφέρεται, η πορεία του πληθωρισμού με τον γενικό δείκτη να βρίσκεται στο 1,1% κυρίως όμως λόγω των τιμών του πετρελαίου και με τον δομικό πληθωρισμό να βρίσκεται μόνο στο 0,4%, μία τιμή η οποία δείχνει σημάδια αποπληθωρισμού.

Επίσης τα στοιχεία οκταμήνου της Τράπεζας της Ελλάδος για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δείχνουν ένα άνοιγμα της ψαλίδας από έλλειμμα 52 εκατομμυρίων πέρυσι σε έλλειμμα 910 εκατομμυρίων φέτος, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην αρνητική πορεία του ισοζυγίου εισοδημάτων το οποίο δέχτηκε πτώση κατά 5,3% το οκτάμηνο.

Αναφέρεται στην έκθεση όμως και ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας διατηρεί τα θετικά στοιχεία και στο τρίτο τρίμηνο του έτους.

Ο ρυθμός μεγέθυνσης (δεύτερο τρίμηνο) παραμένει θετικός στο 1,8% (έναντι 2,5% στο πρώτο τρίμηνο), η απασχόληση τον Αύγουστο αυξήθηκε 2,3% σε ετήσια βάση, η ανεργία μειώθηκε στο 18,9% και οι μισθοί αυξάνονται (2,6% στο δεύτερο τρίμηνο).

Πρωτογενές πλεόνασμα στο 4,5% του ΑΕΠ

Αναφορικά με το πού θα κλείσει το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 και το αν θα υπάρχει περιθώριο για διανομή μερίσματος, ο Επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής εκτίμησε ότι με βάση τα σημερινά δεδομένα εννεαμήνου που είναι διαθέσιμα και με την επιφύλαξη κάθε αλλαγής μπορεί να γίνει το επόμενο διάστημα (τόσο από την πλευρά των εσόδων όσο και από την πλευρά των δαπανών) το πρωτογενές πλεόνασμα δείχνει ότι θα κλείσει σε επίπεδα κατά 1 δισ. ευρώ υψηλότερα από πέρυσι, δηλαδή κοντά στο 4,5% του ΑΕΠ.

Αυτή η εκτίμηση, με την επιφύλαξη όπως είπε των όποιων αλλαγών μπορούν να γίνουν (καθώς αξιόπιστα στοιχεία εκτιμά ότι θα είναι διαθέσιμα μετά από τρεις μήνες), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μπορεί να υπάρξει διανομή μερίσματος και φέτος, η οποία θα πρέπει να είναι χαμηλότερη από το ύψος της υπέρβασης ούτως ώστε να υπάρχει και ένα μαξιλάρι ασφαλείας έναντι αναθεωρήσεων.

Αναφορικά με τις καθυστερήσεις οι οποίες παρατηρούνται στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τις οποίες εξετάζουν παράλληλα οι δανειστές στο πεδίο της Ενισχυμένης Εποπτείας και σε ερώτημα του τι θα σήμαινε μία αρνητική δεύτερη αξιολόγηση τον ερχόμενο Φεβρουάριο και κατά συνέπεια η μη ενεργοποίηση των παρεμβάσεων στο χρέος που συνδέονται με προαπαιτούμενα, ο κ Κουτεντάκης απάντησε ότι αν δεν πάρουμε τα κέρδη ομολόγων από την 2η αξιολόγηση θα είναι ένα ιδιαίτερα αρνητικό μήνυμα.

Αναφορικά με την καθυστέρηση που παρατηρείται στην αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Κράτους προς ιδιώτες, ο Επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού ανέφερε ότι πλέον δεν υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας όπως το παρελθόν αλλά υπάρχει πρόβλημα διαδικασιών στους αρμόδιους φορείς του ευρύτερου δημοσίου.

Το θέμα αυτό εμποδίζει την ομαλή εξόφληση των οφειλών αυτών. Παραδέχθηκε ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα το οποίο χρονίζει και επηρεάζει την πορεία του ΑΕΠ.

Για το 2019, αναφέρει η έκθεση, ότι «σύμφωνα ακόμα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η υλοποίηση των μέτρων πολιτικής που έχει προτείνει η Ελληνική κυβέρνηση στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2019 (όπως η διατήρηση της προσωπικής διαφοράς των συντάξεων) είναι συμβατή με την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ενώ συνεπάγεται ελαφρά δημοσιονομική χαλάρωση και άρα μεγαλύτερη ώθηση στην οικονομική μεγέθυνση, η οποία μπορεί να διαμορφωθεί σε 2,3% του ΑΕΠ την διετία 2019-2020».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης