Οι ΗΠΑ πρέπει να εμπλακούν προκειμένου να σταματήσει η νέα έκρηξη βίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, εκτίμησε σήμερα ο Γάλλος υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Κλεμάν Μπον.

«Χρειαζόμαστε την αμερικανική εμπλοκή. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτοί παραμένουν σήμερα οι βασικοί διπλωματικοί μοχλοί, αν και η Ευρώπη πρέπει να είναι περισσότερο παρούσα» σχολίασε μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό France 2.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Υπάρχει μια δραματική κλιμάκωση και πρέπει ο Τζο Μπάιντεν, η αμερικανική κυβέρνηση, σε συνεργασία με εμάς να εμπλακούν» σημείωσε τόνισε. «Πρέπει να εμπλακούμε Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι με το Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή ώστε να προσπαθήσουμε να βρούμε μια λύση τις επόμενες ημέρες» επισήμανε ο Μπον.

Απρόθυμος Μπάιντεν

Ωστόσο ο Αμερικανός πρόεδρος έχει αφήσει να εννοηθεί ξεκάθαρα ότι η ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση δεν αποτελεί προτεραιότητά του. Παρ’ όλα αυτά, όπως συνέβη και σε πολλούς προκατόχους του, η κρίση θα αναγκάσει τον Μπάιντεν να εμπλακεί έστω και στο ελάχιστο προκειμένου να αποφευχθεί μια έκρηξη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η κλιμάκωση της βίας στο Ισραήλ και τη Λωρίδα της Γάζας θέτει τον Δημοκρατικό πρόεδρο μπροστά σε μια δύσκολη εξίσωση: διπλωματικά οι επιλογές του είναι περιορισμένες, το ίδιο και πολιτικά, με την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του να τον ωθεί να πάρει αποστάσεις από το Ισραήλ μετά την ένθερμη υποστήριξη που είχε δείξει ο προκάτοχός του Ντόναλντ Τραμπ.

«Μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θεωρεί ότι πρόκειται για μια λίγο ωφέλιμη προσπάθεια, με μικρά κέρδη που προκαλεί πολιτικές διαμάχες» εξηγεί ο Άαρον Ντέιβιντ Μίλερ, Αμερικανός πρώην διαπραγματευτής για τη Μέση Ανατολή.

«Δεν υπάρχει καμία προοπτική επιτυχίας στο θέμα. Δεν υπάρχει κανένας ηγέτης, από καμία από τις δύο πλευρές, έτοιμος να λάβει αποφάσεις» προσθέτει ο ειδικός του Carnegie Endowment for International Peace.

Σύμφωνα με τον ίδιο, «στην καλύτερη περίπτωση η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί απλώς να ελπίζει να περιορίσει τη βία» στην τρέχουσα κρίση.

Τις τελευταίες ημέρες ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν έχουν αυξήσει τις επαφές τους και τις δηλώσεις τους υπέρ της αποκλιμάκωσης.

Ο Σάλιβαν συνομίλησε την Τρίτη με την αιγυπτιακή κυβέρνηση για την κατάσταση μεταξύ της Γάζας και της Ιερουσαλήμ και για τη λήψη μέτρων με στόχο «την αποκατάσταση της ηρεμίας τις επόμενες ημέρες», όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή του. Σύμφωνα με παρατηρητές, η Ουάσινγκτον συνομιλεί και με άλλους Άραβες εταίρους της, όπως η Ιορδανία και το Κατάρ.

Όμως η ένταση, που ξεκίνησε εν μέρει από την απειλή έξωσης οικογενειών Παλαιστινίων από την Ανατολική Ιερουσαλήμ προκειμένου να εγκατασταθούν στην περιοχή Εβραίοι έποικοι, οξύνεται. Μέχρι στιγμής τα ελάχιστα μέτρα που έλαβαν οι ισραηλινές αρχές για να ηρεμήσουν την κατάσταση αποδείχθηκαν ανεπαρκή.

Αμερικανικό ειρηνευτικό σχέδιο

«Πιστεύω ότι οι Αμερικανοί ελπίζουν κυρίως ότι τα πράγματα θα ηρεμήσουν από μόνα τους τις επόμενες ημέρες, μετά το τέλος του Ραμαζανιού» σχολιάζει ο Μίλερ.

Ο Μπάιντεν όταν ορκίστηκε στην προεδρία των ΗΠΑ τον Ιανουάριο ξεκαθάρισε ότι δεν βιάζεται να ξεκινήσει μια νέα διαδικασία μεσολάβησης, κυρίως καθώς το πολιτικό μέλλον του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου και του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς δεν είναι ξεκάθαρο.

Ο Μπλίνκεν έχει στηρίξει την ιδέα ίδρυσης ενός παλαιστινιακού κράτους, όμως παραδέχθηκε ότι «δεν υπάρχει ρεαλιστική προοπτική για αυτό βραχυπρόθεσμα». «Οι δύο πλευρές δεν είναι αυτή την περίοδο σε θέση να ξεκινήσουν πραγματικές διαπραγματεύσεις για να καταλήξουν σε μια συμφωνία δύο κρατών», παρατήρησε χθες ο εκπρόσωπός του Νεντ Πράις.

Ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είχε γυρίσει την πλάτη σε αυτή τη λύση, την οποία προωθεί η διεθνής κοινότητα, και είχε στηρίξει πλήρως τον Νετανιάχου αναγνωρίζοντας μονομερώς την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ.

Στο τέλος της θητείας του ο Ρεπουμπλικανός είχε προωθήσει και το ειρηνευτικό του σχέδιο για τη Μέση Ανατολή, το οποίο θα επέτρεπε στο εβραϊκό κράτος να προσαρτήσει μεγάλο μέρος της Δυτικής Όχθης και δεν θα άφηνε στους Παλαιστίνιους παρά ένα συρρικνωμένο κράτος.

Τελικά η κυβέρνηση Τραμπ έδωσε έμφαση στην αναγνώριση του Ισραήλ από άλλες αραβικές χώρες, κάτι το οποίο πέτυχε, με την ελπίδα περαιτέρω περιθωριοποίησης του παλαιστινιακού ζητήματος.

Καμία ρήξη

Η κυβέρνηση Μπάιντεν στήριξε την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και αραβικών χωρών, μια από τις σπάνιες διεθνείς επιτυχίες που αναγνώρισε στην προηγούμενη κυβέρνηση, επιστρέφοντας παράλληλα στην πιο παραδοσιακή διπλωματία, τηρώντας πιο ίσες αποστάσεις στην ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση.

Τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Μπλίνκεν -βετεράνοι της εξωτερικής πολιτικής- έχουν στέρεες και παλιές σχέσεις με το Ισραήλ. Όμως η στάση του Τραμπ υπέρ του Ισραήλ συνέβαλε στην ενίσχυση της πιο αριστερής πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος, η οποία θεωρεί ολοένα και περισσότερο τον Νετανιάχου έναν ακροδεξιό ηγέτη.

Ο Μπέρνι Σάντερς ζήτησε από τις ΗΠΑ «να καταγγείλουν σθεναρά τη βία των εξτρεμιστών Ισραηλινών, συμμάχων της κυβέρνησης».

Η Φίλις Μπένις, ερευνήτρια στο Institute for Policy Studies, εκτιμά ότι ο Αμερικανός πρόεδρος, παρά τις κάποιες διαφωνίες του με τον Νετανιάχου, δεν πήρε αποστάσεις από πολλές αμφιλεγόμενες αποφάσεις του προκατόχου του.

«Το Ισραήλ δεν θέλει να επιστρέψουμε στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, όμως θα το κάνουμε, οπότε δεν θα λάβουμε καμία άλλη απόφαση που ενδέχεται να δυσαρεστήσει το Ισραήλ, όπως το να του ασκήσουμε πίεση για τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου» εξηγεί.

Πηγή ΑΠΕ – ΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης