Μικρό παιδί είχε περασμένο στο σβέρκο του το λουρί που κρατούσε τον ξύλινο νταβά με διάφορες μικρολιχουδιές που πωλούνται στις κερκίδες των γηπέδων.

Ο Ταγίπ Ερντογάν και ο Αμπντουλάχ Γκιουλ ήταν ένα αχτύπητο δίδυμο. Ο πρώτος ανέλαβε το κόμμα και την πρωθυπουργία. Ο δεύτερος στηρίχθηκε για να γίνει Πρόεδρος της ΔημοκρατίαςΉταν τα χρόνια του έρωτα με τη Φενέρμπαχτσε, όπου αργότερα φόρεσε και τη φανέλα και έπαιξε μπάλα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στη συνέχεια έμπλεξε με τα ιερατικά σχολεία, για να καταλήξει, όπως ήταν φυσιολογικό, στην αγκαλιά του «παππούλη» του τουρκικού ισλαμισμού του Ερμπακάν.

Ήταν φιλόδοξος, πονηρός, αλλά και αυτόφωτος. Κατάφερε να αναρριχηθεί στα δίκτυα του τουρκικού ισλαμισμού για να κερδίσει τη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης, όπου άφησε εποχή.

Ήταν αυτός που έφερε τρεχούμενο νερό στις λαϊκές γειτονιές της Πόλης, όπου κάθε καλοκαίρι ακόμη και στις πρόσφατες δεκαετίες χτυπούσε την πόρτα των λαϊκών συνοικιών ο τύφος και η χολέρα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Επέβαλε τάξη στο χάος των 15 εκατ. κατοίκων και βεβαίως ανήγαγε σε τέχνη την καθημερινή παροχή μιας φραντζόλας ψωμιού στους φτωχοδιαβόλους της Κωνσταντινούπολης.

Ένα ψωμί που θύμιζε πλαστικό, που έδινε ανάσα στους μεροκαματιάρηδες και στην οικογένειά τους.

Πολύ αργότερα θα εφεύρει τη δωρεάν παροχή στις γυναίκες του Fatih κι άλλων συνοικιών της λεγόμενης μαντήλας. Η πορεία του στο κόμμα του Ερμπακάν ήταν θριαμβευτική και μετά το «βελούδινο πραξικόπημα» των στρατηγών κατά του ισλαμιστή ηγέτη έστησε το δικό του κομματικό κονάκι, το AKP, σπρώχνοντας στην αρχή στην ηγεσία τον Καππαδόκη εταίρο του, τον Αμπντουλάχ Γκιουλ από την Καισάρεια, ο οποίος πιτσιρικάς, για να βγάλει μεροκάματο, πωλούσε λεμονάδες μέσα σε έναν τενεκέ, όπου στρίμωχνε κομμάτια πάγου, μέχρι να τον ανακαλύψουν οι ιερατικοί κύκλοι του Ερμπακάν.

Ο Ταγίπ Ερντογάν και ο Αμπντουλάχ Γκιουλ ήταν ένα αχτύπητο δίδυμο. Ο πρώτος ανέλαβε το κόμμα και την πρωθυπουργία. Ο δεύτερος στηρίχθηκε για να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Οι Αμερικανοί για ακόμη μία φορά συμπεριφέρθηκαν αφελώς και νόμιζαν ότι ο ισχυρός άνδρας της Τουρκίας θα είναι ο Αμπντουλάχ Γκιουλ. Τον πλησίασαν και, όπως φαίνεται, τον έδεσαν χειροπόδαρα. Ο Ταγίπ Ερντογάν παρακολουθούσε σιωπηλά, στήνοντας με τον πολιτικό του φίλο, τον ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, το τεράστιο δίκτυο επιρροής στην Τουρκία και στο εξωτερικό.

Έτσι έγινε πανίσχυρος ο Ταγίπ Ερντογάν και με αυτόν τον τρόπο κέρδιζε τις εκλογές τη μία μετά την άλλη. Όταν κάποια στιγμή οι στρατηγοί τον καταδίκασαν, άνοιξαν και οι πόρτες του Λευκού Οίκου στην Ουάσινγκτον.

Ο δρόμος στρώθηκε με κόκκινα χαλιά. Τότε όλοι νόμιζαν πως ο Ερντογάν είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου της Τουρκίας και πως θα είναι αυτός που θα εκδημοκρατικοποιήσει τη χώρα.

Οι Ευρωπαίοι έπεσαν στην αγκαλιά του, ο Κώστας Καραμανλής έγινε κουμπάρος του και μία πλειάδα Αράβων ηγετών πίστεψε στο πολιτικό του άστρο.

Τότε ο Ταγίπ Ερντογάν με τις συμβουλές του Αμπντουλάχ Γκιουλ και τις προτροπές των Αμερικανών άνοιξε το παράθυρο για την ειρηνική επίλυση του κουρδικού ζητήματος, πλησιάζοντας τον φυλακισμένο Αμπντουλάχ Οτζαλάν. Η κουρδική ηγεσία στο Ντιγιάρμπακιρ πίστεψε πως κάτι μπορεί να γίνει. Στα βουνά, ωστόσο, το PKK διασπάστηκε και κάποιοι υπαρχηγοί του Οτζαλάν αυτονομήθηκαν γιατί πίστευαν πως τίποτε από όλα αυτά δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί.

Κάποια στιγμή, όπως ήταν φυσικό, η οικογένεια Ερντογάν αποφάσισε πως η εξουσία δεν της αρκεί. Χρειαζόταν οπωσδήποτε και το μεγάλο μερίδιο από τη νομή της απόλυτης εξουσίας. Έτσι το 2012 -2013 άρχισαν να βγαίνουν στην τηλεόραση και στα πρωτοσέλιδα τα πρώτα σκάνδαλα, με κυρίαρχο εκείνο με τα «κουτιά από παπούτσια». Ο Ερντογάν αντελήφθη αμέσως πως ο φίλος του και πνευματικός του πατέρας Φετουλάχ Γκιουλ τού την είχε στημένη. Ο ιμάμης είχε καταφέρει να ελέγξει την αστυνομία και το δικαστικό σώμα, και να φυτέψει κοριούς ακόμη και στις κρεβατοκάμαρες της οικογένειας Ερντογάν. Από το 2013 και μετά άρχισε βήμα-βήμα η κόντρα με τον Φετουλάχ Γκιουλέν, για να καταλήξει τον Ιούλιο του 2016 στην απόπειρα πραξικοπήματος.

Ήταν μια παρωδία. Οι ανώτατοι στρατηγοί δεν υπάκουσαν, οι κατώτατοι αξιωματικοί δεν ενδιαφέρονταν και οι μεσαίοι αξιωματικοί ήταν διασπασμένοι. Η αλυσίδα της ιεραρχίας δεν λειτούργησε. Το πραξικόπημα είχε αποτύχει πριν ακόμα αρχίσει. Ο Ερντογάν αντέδρασε όπως τον είχε μάθει ο Φετουλάχ Γκιουλέν. Αστραπιαία και ισοπεδωτικά.

Άδειασε τις φυλακές από τους ποινικούς και τις γέμισε με τους αντιπάλους του κάθε βαθμίδας και όλων των επιπέδων. Από τότε άρχισε να κτίζει το οθωμανικό του όραμα.

Το 2017 αλλάζει το Σύνταγμα, κερδίζει τις εκλογές και ονειρεύεται την απόλυτη εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία θα γινόταν θεσμός στις επόμενες εκλογές του 2019. Έτσι έλεγαν τα κιτάπια των αποφάσεων.

Όμως, ο Ταγίπ Ερντογάν σκέφτηκε ανατολίτικα. Μέτρησε τα μεγέθη και ζύγισε την πραγματικότητα.

Η απόφαση για πρόωρες εκλογές

Λίγα λεπτά πριν από την πυροδότηση των πυραύλων από τα αμερικανικά σκάφη και τις γαλλικές δυνάμεις χτύπησε το τηλέφωνο στην προεδρία της Δημοκρατίας στην Άγκυρα.

Μόνον τότε πληροφορήθηκε ο Ερντογάν πως αρχίζει η επίθεση κατά της Συρίας. Την ίδια στιγμή χτυπούσε το κόκκινο τηλέφωνο στο Κρεμλίνο και στο Πεκίνο. Ο Ερντογάν μέχρι εκείνη τη στιγμή βαυκαλιζόταν με την ιδέα ότι θα μπορούσε να αποτρέψει την αμερικανική επίθεση και κυρίως πως θα είχε τη δυνατότητα να διαδραματίσει ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ.

Το Σάββατο τα χαράματα ο Ερντογάν κατάλαβε πως οι Αμερικανοί τον είχαν «στην απ’ έξω» για άλλη μια φορά, αλλά και πως στο μέλλον η Ουάσινγκτον θα διατηρούσε αυτήν την αγεφύρωτη πλέον κατάσταση καχυποψίας ως προς το πρόσωπό του.

Ο Ερντογάν κατάλαβε επίσης πως ο πραγματικός στόχος των Αμερικανών και του Ισραήλ δεν είναι η Συρία, ούτε οι Ρώσοι, αλλά το Ιράν και πως από τούδε και στο εξής η ευρύτερη Εγγύς και Μέση Ανατολή θα εξελισσόταν σε ένα θέατρο πολέμου της Δύσης κατά της Τεχεράνης.

Σε αυτό το σκηνικό ο Ερντογάν δεν θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του. Θα έπρεπε να αποφασίσει με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει. Δύσκολο το δίλημμα.

Ο Ταγίπ Ερντογάν τα έβαλε κάτω. Οι σύμβουλοί του τον έχουν προειδοποιήσει πως η φούσκα της τουρκικής οικονομίας είναι ευάλωτη. Πως ο ιδιωτικός τομέας δανείζεται με επιτόκιο 13% από τις διεθνείς αγορές, ποσοστό που ξεπερνά ακόμα και αυτό του Πακιστάν.

Του είχαν πει πως οι τερατώδεις ρυθμοί ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας δεν αποτελούν εγγύηση και πως οι διεθνείς οίκοι υποχρεώθηκαν να υποβαθμίσουν την αξιοπιστία της οικονομίας της χώρας.

Η πρόσφατη νίκη στο Αφρίν προσέφερε στον Ταγίπ Ερντογάν την ευκαιρία να μετατρέψει σε πολιτικό όφελος τη δημοφιλία του, η οποία είχε φτάσει στο ζενίθ της.

Η διαχείριση της πολιτικής πραγματικότητας με τους ειδικούς νόμους που επέβαλε του επέτρεπε να ελέγχει κάθετα και οριζόντια την αντιπολίτευση. Επί της ουσίας την είχε διαλύσει.

Το κόμμα HDP των Κούρδων είναι ακέφαλο, αφού σχεδόν το σύνολο της ηγεσίας του είναι στη φυλακή. Οι Ρεπουμπλικάνοι του CHP δεν ξέρουν πού πατούν και πού βρίσκονται. Έμενε μόνο αυτή η κυρία που ξαφνικά βγήκε από τους Γκρίζους Λύκους για να στήσει το κόμμα των γυναικών στην Τουρκία και η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει δυνητική απειλή, όχι για να απειλήσει την εκλογή του Ερντογάν, αλλά για να μειώσει το ποσοστό του.

Όμως και για αυτήν υπήρχε λύση. Με μια διάταξη στον εκλογικό νόμο ο Ταγίπ Ερντογάν την κρατούσε στο χέρι, αφού κανένα κόμμα δεν έχει δυνατότητα συμμετοχής στις εκλογές αν δεν περάσουν έξι μήνες από την ίδρυσή του. Σκέφτηκε, λοιπόν, ο Ερντογάν: αφού το μέλλον είναι μάλλον σκοτεινό, η οικονομία έχει εισέλθει σε κυκλώνα και η αντιπολίτευση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, γιατί να μην κάνω τώρα εκλογές τη στιγμή μάλιστα που η δημοφιλία μου λόγω Αφρίν είναι αναμφισβήτητη;

Δεν ήθελε, ωστόσο, να φανεί πως είναι αυτός που στήνει πρόωρες κάλπες και, άρα, να δείξει πως κάτι τον φοβίζει. Βρήκε, λοιπόν, τον υπάκουο υποτακτικό του, τον αρχηγό των ακροδεξιών εθνικιστών, τον γεράκο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ο οποίος κάποτε τον έβριζε για να βγει μπροστά. Έτσι κι έγινε. Ο Μπαχτσελί πρότεινε πρόωρες εκλογές και ο Ερντογάν συμφώνησε μαζί του αλλάζοντας μόνο την ημερομηνία. Σκέφτηκε πως 70 μέρες είναι υπεραρκετές για να στηθούν οι κάλπες. Για να είναι όμως σίγουρος εξέδωσε και ένα φιρμάνι ανανέωσης του ειδικού καθεστώτος ασφαλείας που είχε επιβάλει μετά το πραξικόπημα του 2016.

Με λίγα λόγια, θα πραγματοποιηθούν εκλογές υπό καθεστώς απόλυτου ελέγχου και αδυναμίας αντίδρασης. Οι εκλογές αυτές θα διεξαχθούν με ειδικές ρυθμίσεις και προεδρικά διατάγματα.

Τι σημαίνει η επανεκλογή Ερντογάν

Οι συνταγματικές τροποποιήσεις 2017 προβλέπουν πως ο Πρόεδρος που θα εκλεγεί από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση (προβλεπόταν το 2019) θα διαθέτει πλήρεις εξουσίες. Θα καταργηθεί το αξίωμα του πρωθυπουργού της χώρας και η διοίκηση της Τουρκίας θα γίνεται απευθείας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Η θητεία του προέδρου της χώρας θα είναι στο εξής πενταετής. Με λίγα λόγια, η Τουρκία θα αποκτούσε το 2019 ένα προεδρικό σύστημα εξουσίας που πλησιάζει αυτό της Αμερικής και αγγίζει αυτό της Γαλλίας.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες ο Ερντογάν την επομένη των εκλογών της 24ης Ιουνίου 2018 θα στεφθεί απόλυτος μονάρχης μιας χώρας με ισοπεδωμένη και διαιρεμένη αντιπολίτευση και με πολλούς από τους αντιπάλους του στα κελιά των φυλακών.

Διαβάστε επίσης:

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης