Εισαγωγή

Πριν αποπειραθούμε να ανατρέξουμε στο παρελθόν, σχετικώς με την εξέλιξη της στάσεως της βρετανικής κυβερνήσεως όσον αφορά τα –κατά την άποψή της-κυρίαρχα βρετανικά εδάφη επί της Κύπρου (στάση που, σύμφωνα με ορισμένους διεθνείς νομικούς[1], είναι μοναδική όσο και ασυνεπής), θα ήταν ίσως χρήσιμο να δώσουμε μια θεωρητική βάση για μία ιστοριογραφική προσέγγιση του θέματος, όσο και αν κάτι τέτοιο ενδέχεται να ξεφεύγει από το συνήθη ορυμαγδό στείρων κλισέ που αρθρώνουν ορισμένοι πολιτικοί, δημοσιογράφοι και δημόσιοι λειτουργοί, οι οποίοι συχνά δέχονται πιέσεις μάλλον για να πράττουν, παρά για να σκέπτονται. Ο Γκουιτσαρντίνι έλεγε ότι το παρελθόν φωτίζει το παρόν, ότι ο κόσμος ήταν ανέκαθεν ίδιος και ότι τα ίδια πράγματα επιστρέφουν με διαφορετικά χρώματα κάθε φορά. Η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση στα ως άνω αξιώματα, έχοντας πολλάκις υποστεί εισβολές και έχοντας αποτελέσει μήλον της έριδος για πανίσχυρες χώρες επί αιώνες. Είναι εύκολο να δεχθεί κανείς την Κύπρο ως αντικείμενο, όμηρο και θύμα των αταβιστικών πολιτικών ισχύος μεγάλων δυνάμεων οι οποίες τρώνε τα νύχια της γεωστρατηγικής τους φιλοδοξίας. Πριν περάσουμε σε συγκεκριμένα παραδείγματα από τα βρετανικά αρχεία, προκειμένου να ιχνηλατήσουμε τις εξελίξεις, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι συνθήκες ιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του όλου ζητήματος των Κυριάρχων Περιοχών Βάσεων (ΚΠΒ) –και των σχετικών δικαιωμάτων τα οποία διεκδικεί η βρετανική κυβέρνηση- και, κατ’ αυτήν την έννοια, η διασφάλιση της ‘αγιότητος’ των ΚΠΒ προηγήθηκε της εγκαθιδρύσεως ενός βιωσίμου κράτους, σε τέτοιο βαθμό που οι συνθήκες του 1960 θα μπορούσαν να περιγραφούν έως και κρατοκτόνες[2]. Πράγματι, πάνω από το μισό κείμενο της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως (από την οποία εξαρτάται το Σύνταγμα, αντί να ισχύει το αντίστροφο) είναι αφιερωμένο στη χρήση, εκ μέρους της Βρετανίας, των στρατιωτικών εγκαταστάσεων και υποδομών αντικατασκοπείας. Η δήλωση ενός Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας (ΥΕΚ) τον Φεβρουάριο του 1971 περιγράφει με δηκτικό τρόπο την ευαίσθητη και αμυντική στάση της Βρετανίας όσον αφορά τη σχέση μεταξύ βάσεων και Συνθηκών:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η εγκατάλειψη της θέσεώς μας επί της Συνθήκης Εγγυήσεως θα υπέσκαπτε τη θέση μας στην υπόλοιπη διευθέτηση του 1960. Συγκεκριμένα, μπορεί κάποια μέρα να καταλήξουμε στο ότι προκατέλαβε εξ’ίσου τη θέση μας και επί της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως […] επιπροσθέτως, οτιδήποτε αμφισβητούσε τη διευθέτηση του 1960 στο σύνολό της θα μας εξέθετε σε πιέσεις σχετικά με το ηθικό (σε αντιδιαστολή προς το νομικό) μας δικαίωμα να διατηρήσουμε τις περιοχές αυτές [η πλαγιογράμμιση είναι του συγγραφέως][3].

Η Ρωσική Εμμονή

Αφήνοντας κατά μέρος αυτές τις εκ των υστέρων νομικίστικες πιρουέττες, ας στραφούμε προς τα πλέον συνεπή χαρακτηριστικά του «ελγινισμού» της Βρετανίας, ήτοι του ρωσικού (και αργότερα σοβιετικού) παράγοντος. Στην περίπτωση της Κύπρου, ήταν αυτή η εμμονή της Βρετανίας να αντιμάχεται τη ρωσική επιρροή στην Μεσόγειο και τη συνακόλουθη υποστήριξή της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (ιδίως επί Ντισραέλι) που την προκάλεσε να «αποκτήσει» την Κύπρο στην Διάσκεψη του Βερολίνου το 1978 (προς εκνευρισμό των Γάλλων)[4], προς χρήσιν ως «πεδίο τελετών» και προκειμένου να επιτηρεί μια ασταθή Ανατολία[5]. Φυσικά, ο «ρωσικός παράγων φόβου» μετουσιώθηκε σε παράγοντα Ψυχρού Πολέμου, με την Βρετανία να επιμένει ότι χρειαζόταν την Κύπρο προκειμένου να πολεμήσει τον κομμουνισμό, εις πείσμα της Χάρτας του Ατλαντικού, της Οικουμενικής Διακηρύξεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, του αποαποικισμού της Δυτικής Όχθης, των Ινδιών, της Βιρμανίας και της Κεϋλάνης, καθώς και της αποδόσεως των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τα ψυχροπολεμικά επιχειρήματα για τη διατήρηση της Κύπρου, όμως, είναι ανακόλουθα: το 1955, οι Επιτελάρχες έγραφαν ότι «η Βρετανική επιρροή και το κύρος στην Μέση Ανατολή στο σύνολό της δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν χωρίς διατήρηση της Κύπρου, η οποία –ως εκ τούτου- ήταν κεφαλαιώδους στρατηγικής σημασίας»[6]· το Φόρεϊν Όφις είχε συμφωνήσει ότι ενώ μία πρώιμη παραχώρηση της Κύπρου θα μπορούσε να αποτελέσει μία σοφή πολιτική επιλογή, αιτιολογούμενη όχι μόνο από πλευράς δικαιοσύνης αλλά και από πλευράς ταχύτητος αντιδράσεως, οι παρούσες συνθήκες δεν ήσαν φυσιολογικές[7]. Παρά ταύτα, άλλες ισχυρές φωνές υπεστήριζαν ότι η παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα θα ενίσχυε την ελληνική κυβέρνηση στον αγώνα της εναντίον των (τότε) Κομμουνιστικών δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ[8]. Η ανακολουθία των επιχειρημάτων βρισκόταν στην ημερησία διάταξη. Ο «φόβος του Κομμουνισμού» ως επιχείρημα επίσης φαντάζει κάπως λυσιτελής, από τότε που (από τον Ιούνιο του 1944 ακόμα) ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών σε επιστολή του προς το Υπουργείο Πολέμου έγραψε ότι η σοβιετική κυβέρνηση «είχε συμφωνήσει να μας αφήσει να πάρουμε το προβάδισμα στην Ελλάδα». Παρ’ όλα αυτά, τελικώς ήταν ο προφανής φόβος της σοβιετικής επιρροής ο οποίος έδωσε στην Βρετανία τη δικαιολογία που χρειαζόταν για να γαντζωθεί από την Κύπρο. Η επίσκεψη του Μακαρίου στην Μόσχα το 1971 ανησύχησε τη βρετανική κυβέρνηση –πολλώ δε μάλλον την Αμερικανική, ιδίως στο πρόσωπο του Κίσινγκερ, ο οποίος αποκτούσε ολοένα και περισσότερη εξουσία.

Το «επιχείρημα του Ψυχρού Πολέμου», ενισχυμένο από την επιρροή των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή ως αποτέλεσμα της πανωλεθρίας του Σουέζ, ήταν τόσο εξαιρετικό προκειμένου να διατηρηθούν οι βάσεις, που από το 1964 οι ΗΠΑ και η Βρετανία θα είχαν παραβλέψει μια τουρκική εισβολή στο νησί, κάτι που συνέβη δέκα χρόνια αργότερα[9]. Το μόνο που σταμάτησε την εισβολή το 1964 ήταν οι σοβιετικές απειλές.

Ο σοβιετικός παράγων χρησιμοποιήθηκε εκ νέου, αυτήν τη φορά από τον Κίσινγκερ, το 1974, όταν σύμφωνα με το ΥΕΚ είπε ακριβώς πριν την τουρκική εισβολή ότι το να υποστηριχθεί ο Μακάριος ζητώντας την απόσυρση των Ελλήνων αξιωματικών από την Εθνική Φρουρά θα ισοδυναμούσε με ενίσχυση των κομμουνιστών[10]. Αντιθέτως, οι Βρετανοί πίστευαν ότι «ένας εκτός Κύπρου Μακάριος ενδεχομένως να προσέγγιζε την Σοβιετική Ένωση»[11].

Ακόμα και σήμερα, η Ρωσία αποτελεί εν τινι μέτρω το λύκο ανάμεσα στα πρόβατα στο πλαίσιο της αγγλοαμερικανικής στρατηγικής ελέγχου της Κύπρου, όπως καταδεικνύεται από την αρνησικυρία που προέβαλε στην απέλπιδα απόφασή της τελευταίας στιγμής του αγγλοαμερικανικού Συμβουλίου Ασφαλείας για την ενίσχυση του άμοιρου Σχεδίου Αννάν. Αυτό ήταν το τέλος για τότε του ρωσικού μπαμπούλα, ο οποίος εξακολουθεί να ασκεί επιρροή στις αταβιστικές γεωπολιτικές νοοτροπίες ορισμένων διαμορφωτών πολιτικής, παρά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Και τι γίνεται με το επιχείρημα της Ενώσεως για τη διατήρηση των βρετανικών βάσεων κ.α.;

Ένωση

Μπορεί να μοιάζει οξύμωρο αλλά μόλις μερικά χρόνια μετά τη βιαία αντίθεση της Βρετανίας στην ένωση με την Ελλάδα, η πρώτη την ξανασκεφτόταν σοβαρά, απλώς και μόνο προκειμένου να κρατήσει τις βάσεις. Η άποψη του Βρετανού Υπάτου Αρμοστού στην Κύπρο βγήκε στον αέρα κατά τη διάρκεια της Επιτροπής Πολιτικής Αμύνης και Υπερποντίων Υποθέσεων τον Απρίλιο του 1964:

Από αμυντικής απόψεως, η Ένωση, πέραν των προφανών της δυσκολιών, έχει ορισμένα πλεονεκτήματα έναντι του ενιαίου κράτους […] ο κίνδυνος να βρεθεί η Κύπρος υπό την επιρροή της Ρωσίας ή της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας ουσιαστικώς θα εξαλείφετο και η διατήρηση των Κυριάρχων Περιοχών Βάσεών μας θα ήταν ίσως ευκολότερη με την Κύπρο να αποτελεί επαρχία συμμάχου χώρας του ΝΑΤΟ απ’ ό,τι με μια Κύπρο σε πειρασμό να εξαργυρώσει τα οφέλη της ουδετερότητος […][12].

Η Ένωση ήταν κάτι το οποίο βρισκόταν υπό συζήτηση στα υψηλά κλιμάκια του Φόρεϊν Όφις αλλά ακόμη και το 1964, η Βρετανία ήθελε να «εκμαιεύσει την άποψη των Αμερικανών και να τους αφήσει να δώσουν από νωρίς το ρυθμό». Μολαταύτα, οι Βρετανοί ανησυχούσαν για το κόστος και για το αν οι Αμερικανοί ήσαν διατεθειμένοι να μοιραστούν τη λυπητερή. Σκέπτονταν επίσης ότι οι Έλληνες ίσως να έπρεπε να πληρώσουν «μέσω ανταλλαγής πληθυσμού και εδαφών»[13].

Αν και η σοβιετική πίεση για ενιαίο κράτος και η τουρκική άρνηση συνεισέφεραν αναμφιβόλως στην απόρριψη της Ενώσεως, ο ρόλος των ΗΠΑ ήταν ολοένα και πιο κρίσιμος, όπως παρεδέχθη και το Υπουργείο Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας μερικά χρόνια αργότερα (1973):

[…] η δική μας πολιτική επιρροή σε στιγμές κρίσεων όπως το 1964 και το 1967 υπήρξε αισθητά μικρότερη από εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών[14].

Φυσικά, η ακριβολογία αυτού του σχήματος λιτότητος υπογραμμίστηκε κατά την τουρκική εισβολή τον επόμενο χρόνο, όταν –αφού αρχικώς προέβαλε αντίσταση- η κυβέρνηση Ουίλσον υπέκυψε γρήγορα στον Κίσινγκερ και επέτρεψε στους Τούρκους να καταλάβουν το 38% της Κύπρου[15].

Η Συνθήκη Εγγυήσεως, η Κοινοπολιτεία και τα Ηνωμένα Έθνη

Πιθανώς κάποια από τα πλέον ανακόλουθα δείγματα βρετανικής διαμορφώσεως πολιτικής απαντώνται στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις επί της Συνθήκης Εγγυήσεως για την οποία υπενθυμίζουμε ότι η Τουρκία είχε επιμείνει περισσότερο απ’όλους και η οποία ενίσχυσε προς όφελός της το διαβόητο Άρθρο IV. Η Βρετανία ουδέποτε είδε σοβαρά μια στρατιωτική επέμβαση διασώσεως της Κύπρου. Πριν αναλύσουμε τις απόπειρες της Βρετανίας να δικαιολογήσει την απραξία της σε σχέση με το Άρθρο IV, υπήρχε (και εξακολουθεί να υπάρχει) το ζήτημα των βρετανικών υποχρεώσεων στο πλαίσιο της Κοινοπολιτείας. Εν έτει 1965, το Γραφείο Σχέσεων Κοινοπολιτείας σε επιστολή του προς το Υπουργικό Συμβούλιο έγραψε ότι εάν η Αυστραλία και/ή η Νέα Ζηλανδία υφίσταντο απειλή «η εμπλοκή μας θα ήταν άμεση»[16]. Με την Κύπρο, όμως, δεν έγινε έτσι. Ένα εσωτερικό μνημόνιο του Υπουργικού Συμβουλίου τον Ιανουάριο του 1966 πραγματευόταν λεπτομερώς τους όρους «υποχρέωση» και «δέσμευση», υπογραμμίζοντας ότι η έκφραση «υποχρέωση» (καίτοι νομικώς πιο συγκεκριμένη) ήταν ακόμη χρησιμοποιήσιμη, αφού ακόμη και η διάταξη της συνθήκης του ΝΑΤΟ ότι επίθεση εναντίον ενός κράτους-μέλους του θα πρέπει να θεωρείται ως επίθεση εναντίον όλων, δεν δεσμεύει αυτομάτως τα κράτη-μέλη στην χρήση ενόπλων δυνάμεων[17]. Τότε, το Υπουργικό Συμβούλιο απέστειλε επιστολή στο Γραφείο Σχέσεων Κοινοπολιτείας, αναλύοντας εξονυχιστικώς τη διαφορά μεταξύ της χρήσεως των επιθέτων «ηθικός» και «πολιτικός» προκειμένου να αμφισβητήσει τον όρο «υποχρέωση»[18]. Αυτό απέσπασε την απάντηση ότι ίσως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η φράση «γενικές υποχρεώσεις απορρέουσες από την κοινή συμμετοχή στην Κοινοπολιτεία»[19]. Το αξιόλογο σ’ αυτήν τη μπερδεμένη αλληλογραφία είναι ότι δείχνει πώς η Βρετανία πάσχιζε να αποφύγει τυχόν ειλημμένες υποχρεώσεις, μετά από μια υποτιθέμενη συμφωνία για την Κύπρο η οποία θα την αποδέσμευε από τις αμυντικές της υποχρεώσεις. Αυτό είναι αξιοπερίεργο, δεδομένου ότι μόλις πέντε χρόνια αργότερα, το ΥΕΚ υπεστήριζε ότι «τυχόν παραίτηση της Βρετανίας από την Συνθήκη Εγγυήσεως θα υπονόμευε την θέση της στην υπόλοιπη διευθέτηση του 1960» (βλ. ανωτέρω)[20]. Δεν δημιουργεί έκπληξη που ο βρετανικός διπλωματικός πραγματισμός ισούται για μερικούς με μέσο εξυπηρετήσεως σκοπιμοτήτων.

Αφήνοντας κατά μέρος τις σημασιολογικές περιστροφές περί Κοινοπολιτείας, αν κανείς επικεντρώσει στην Συνθήκη Εγγυήσεως, θα διαπιστώσει μια εντόνως αμυντική στάση και πλήθος ανακολουθιών. Ένας αξιωματούχος του Φόρεϊν Όφις έγραψε σε μνημόνιό του σχετικό με τις ΚΠΒ το Νοέμβριο του 1964 τα εξής:

Τα ερωτήματα, όμως, επί του Άρθρου 103 του Χάρτη [των Ηνωμένων Εθνών] είναι πολύ δύσκολα και η απάντηση δεν είναι πάντα ευνοϊκή για μας. Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε από τις διπλωματικές μας αποστολές να χειριστούν με επιτυχία ένα επιχείρημα επί των ερωτημάτων αυτών […][21].

Για την ιστορία, το Άρθρο 103 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών αναφέρει:

Σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ των υποχρεώσεων των κρατών-μελών των Ηνωμένων Εθνών υπό τον παρόντα Χάρτη και των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από άλλες διεθνείς συμφωνίες, οι υποχρεώσεις τους υπό τον παρόντα Χάρτη θα κατισχύουν.

Τρία χρόνια αργότερα, οι νομικοί σύμβουλοι του Φόρεϊν Όφις ακολουθούσαν την ίδια γραμμή, ήτοι της παραδοχής πως ο ισχυρισμός της κυπριακής κυβερνήσεως ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως είχε αγνοηθεί πλήρως από το Άρθρο 103 δεν ήταν αστήρικτη[22]. Επί πλέον, τα ίδια έγραφαν και για τον ισχυρισμό ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως παραβαίνει το Άρθρο 2.4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο αναφέρει ότι:

Άπαντα τα μέλη θα απέχουν στο πλαίσιο των διεθνών τους σχέσεων από την απειλή ή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητος ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οιουδήποτε κράτους, ή καθ’οιονδήποτε τρόπο ασυμβίβαστο προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών.

Έχουμε δει τον τρόπο με τον οποίο η Βρετανία, παρά την έντονη δυσπιστία του Φόρεϊν Όφις για την Συνθήκη Εγγυήσεως και την ανεπίσημη απροθυμία του να την τιμήσει, αρνήθηκε δημοσίως να συζητήσει οιαδήποτε των συνθηκών. Ακόμα και όταν, τον Φεβρουάριο του 1971, ο Κύπριος Πρωθυπουργός ισχυρίσθηκε ότι ο Βρετανός ομόλογός του είχε συμφωνήσει να συζητήσει τις συνθήκες, το ΥΕΚ πρότεινε την αποφυγή του ζητήματος[23].

Μόλις δύο χρόνια αργότερα, όμως, ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής στην Κύπρο έγραφε τα εξής:

Θα είμαστε προετοιμασμένοι να συζητήσουμε το μέλλον της Συνθήκης Εγγυήσεως με τις άλλες εγγυήτριες δυνάμεις, εάν αυτό αποτελεί γενική τους επιθυμία[24].

Παρ’ όλα αυτά, το ΥΕΚ «καπέλωσε» τον Ύπατο Αρμοστή, γράφοντας ότι μόνο μια συνταγματική διευθέτηση θα μπορούσε να παράσχει ένα πλαίσιο για την αναθεώρηση ή ανανέωση της Συνθήκης Εγγυήσεως[25]. Επιδεικνύοντας και πάλι ασυνέπεια, το ΥΕΚ έγραψε επίσης ότι η βρετανική κυριαρχία επί των ΚΠΒ «δεν εξηρτάτο από οιαδήποτε των Συνθηκών του 1960»[26]. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπονόμευε την άποψη των νομικών συμβούλων του ΥΕΚ δύο χρόνια νωρίτερα, σύμφωνα με την οποία «τυχόν εγκατάλειψη της θέσεώς μας επί της Συνθήκης Εγγυήσεως θα υπονόμευε την θέση μας στην υπόλοιπη διευθέτηση του 1960»[27]. Πάνε, λοιπόν, και τα έγγραφα (πολλά εκ των οποίων είχαν υποστεί εκτεταμένη λογοκρισία) τα οποία δημοσιοποίησε το ΥΕΚ. Πριν ολοκληρώσουμε, ας ρίξουμε μια ματιά σε ένα ηχηρό σύνολο παραγόντων οι οποίοι θα φωτίσουν περισσότερο τον «ελγινισμό» της βρετανικής κυβερνήσεως έναντι των ΚΠΒ.

Το ΝΑΤΟ και ο Ντε Γκωλ

Η Βρετανία αντετίθετο στην εισδοχή της Κύπρου στο ΝΑΤΟ εξ’ αρχής της δημιουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, κυρίως επειδή φοβόταν ότι η Κύπρος θα αποκτούσε πρόσβαση σε απόρρητα του ΝΑΤΟ (άλλοις λόγοις οι Κύπριοι δεν ήσαν αξιόπιστοι) και επειδή τυχόν μελλοντικά προβλήματα μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας ή Βρετανίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από την Σοβιετική Ένωση. Περιέργως, ο Υπουργός Αμύνης ισχυρίσθηκε ότι «οι Βρετανικές δυνάμεις στην Κύπρο ουδεμία πρόθεση είχαν να υποστηρίξουν τη στρατηγική του ΝΑΤΟ»[28]. Όμως δέκα χρόνια αργότερα, το ΥΕΚ έγραφε ότι η ελεύθερη χρήση των Κυριάρχων Περιοχών Βάσεων ήταν στρατηγικώς και μονομερώς σημαντική για την Δυτική Συμμαχία[29]. Αν λέγοντας «Δυτική Συμμαχία» δεν εννοούσε το ΝΑΤΟ, εμένα να μη με λένε Ουίλλιαμ.

Ο Γαλλικός Σύνδεσμος παίζει επίσης κάποιο ρόλο στη στάση της Βρετανίας, δεδομένου ότι το Φόρεϊν Όφις γνώριζε ότι ο Πρόεδρος Ντε Γκωλ πίστευε πως η Κύπρος δεν ήταν κανονικό κράτος και ότι θα έπρεπε να επιστραφεί στην Ελλάδα[30]. Αυτό έρχεται και δένει με τον εκνευρισμό των Βρετανών κατά την εγκατάσταση στην Κύπρο ενός Γαλλικού «ραδιοφωνικού σταθμού» κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’70· με τους φόβους των Βρετανών ότι η Ελλάδα μπορεί να υιοθετήσει «υφάκι Ντε Γκωλ» και να βάλει στο παιχνίδι γαλλικούς εξοπλισμούς· και με τον εκνευρισμό των Γάλλων για την Βρετανική επιφυλακτικότητα να συμβουλευθούν τους Γάλλους λίγο πριν την τουρκική εισβολή του 1974.

Καλή Θέληση, Συμπαιγνία και Αμηχανία

Λέγοντας καλή θέληση, εννοούμε εδώ την Κυπριακή καλή θέληση: το 1970, το ΥΕΚ έγραψε σε ένα σημαντικό (για σήμερα) μνημόνιο:

Στην πράξη βασιζόμαστε στη συνεργασία της Κυπριακής Κυβερνήσεως για την συνεχιζόμενη αποτελεσματική χρήση των Βάσεων και των διατηρηθέντων στρατοπέδων και εγκαταστάσεων εντός της Δημοκρατίας. Στη χειρίστη των περιπτώσεων και ανεξαρτήτως νομικής καταστάσεως, η γεωγραφική τοποθεσία των Βάσεων (πολλώ δε μάλλον των στρατοπέδων και εγκαταστάσεων εντός της Δημοκρατίας) τις καθιστούν ομήρους της Κυπριακής καλής θελήσεως[31].

Λέγοντας συμπαιγνία, εννοούμε την υφισταμένη μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας εν σχέσει προς τις ΚΠΒ. Το 1971, μια αναφορά συναντήσεως του ΥΕΚ επί των Αγγλοελληνικών σχέσεων περιελάμβανε την εξής δήλωση:

Θα μπορούσε, όμως, να προκύψει κατάσταση απειλητική για σημαντικά βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή και ιδίως για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των Βάσεών μας (λ.χ. Ελληνοτουρκική συμπαιγνία σε μια προσπάθεια να διαμοιρασθεί το νησί)[32].

Λέγοντας αμηχανία, εννοούμε εκείνη των Βρετανών για την κατοχή των ΚΠΒ: ένα καθοδηγητικό υπόμνημα του ΥΕΚ που συνετάγη τον Σεπτέμβριο του 1974 για μια συνάντηση μεταξύ του Υπουργού Εξωτερικών και του Κίσινγκερ ανέφερε:

Ο Υπουργός των Εξωτερικών απεφάσισε να μην θίξει το θέμα της διατηρήσεως εκ μέρους της Βρετανίας των Κυριάρχων Περιοχών Βάσεων. Αν το εγείρει ο Δρ. Κίσινγκερ, προτίθεται να είναι επιφυλακτικός. Αν παραστεί ανάγκη, θα μπορούσε να πει ότι, κατά τη διάρκεια της προσφάτου κρίσεως [εισβολής;!], η παρουσία μας στις Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων μας έφερε σε δύσκολη θέση [η πλαγιογράμμιση είναι του συγγραφέως]. Αν πιεσθεί να αναφέρει τι είδους συμπέρασμα εξάγει από αυτό, θα μπορούσε να πει ότι το μέλλον των Βάσεων πιθανότατα θα συζητηθεί στο πλαίσιο της Αμυντικής Ανασκοπήσεως αλλά κάθε δράση επί του θέματος έχει φυσικά ανασταλεί έως μετά την εκλογή. Όπως γνωρίζει ο Δρ. Κίσινγκερ, θα θέλουμε να μιλήσουμε με τους Αμερικανούς επί σχεδίων παγκοσμίου εμβελείας προτού μιλήσουμε με οποιονδήποτε άλλον[33].

Αυτή η ασυνήθιστη δήλωση, δεδομένου του ορισμού που έχουμε δώσει στον «ελγινισμό» της Βρετανίας, υπογραμμίζει το πόσο κοντά μπορεί να έφθασε η Βρετανία στο να παραιτηθεί των 99 τετραγωνικών μιλίων τα οποία είχε –εκ των πραγμάτων- προσαρτήσει από την Κύπρο το 1960· καταδεικνύει επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι εκείνες που αποφασίζουν και ότι η Βρετανία κρύβεται κάτω από την ουρά της ρεντιγκότας της και η διπλωματία της ακολουθεί τα «απόνερα» των ΗΠΑ.

Συμπεράσματα

Η σύντομη αυτή περιγραφή καταδεικνύει κατ’εξοχήν την ψυχρή, υπολογιστική κλινική πραγματικότητα των σχέσεων μεταξύ κρατών (ή διεθνών πολιτικών). Όροι όπως «δεοντολογικός» ή «ηθικός» δεν είναι παρά απλά σημασιολογικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται για να μασκαρέψουν επουσιώδεις απόψεις. Το να σκεφτεί κανείς, στην περίπτωση της Βρετανίας, ότι η ευημερία του λαού μιας μακρινής χώρας αποτελεί κύριο γνώμονα πολιτικής, είναι αφελές: Έχουμε το παράδειγμα του Καστελόριζου, του οποίου οι κάτοικοι εξαναγκάστηκαν να αποχωρήσουν (το μικρό νησάκι είχε τότε υποστεί σφοδρό βομβαρδισμό), καθώς και, πιο προσφάτως, του Ντιέγκο Γκαρσία, όπου και πάλι οι κάτοικοι εξαναγκάστηκαν να φύγουν· αμφότερες οι υποθέσεις αποτελούν περιπτώσεις «στρατιωτικής στρατηγικής». Για να περιπλέξει τα πράγματα, η τρέχουσα βρετανική «ηθική εξωτερική πολιτική» περιλαμβάνει κραυγαλέα ανεντιμότητα και φθάνει μέχρι το ψεύδος (όρα. κ. Μπλερ και Ιράκ).

Επιστρέφοντας στις σκέψεις του Γκουιτσαρντίνι, τις οποίες εκθέσαμε στην αρχή του κειμένου, γίνεται ξεκάθαρο ότι οι λόγοι (ή δικαιολογίες, αναλόγως του πώς το βλέπει κανείς) για τους οποίους η Βρετανία επιμένει, είναι στρατηγικοί. Και όμως είδαμε πως, αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ένωση θα είχε ενισχύσει τη μάχη εναντίον του κομμουνισμού. Και εδώ παρεισφρέει η ατυχής σκέψη ότι η βρετανική κυβέρνηση ήξερε καλύτερα και ότι δεν θα μπορούσε να εμπιστευθεί τους λαούς της Ελλάδος και της Κύπρου να πειθαρχήσουν στους βρετανικούς κανόνες, παρά την επιστροφή της Κρήτης στην Ελλάδα, μόλις τρεις δεκαετίες νωρίτερα.

Παρά τον υποβιβασμό της σε «μεσαία» δύναμη, η Βρετανία εξακολουθεί (όπου και όπως μπορεί) να συμπεριφέρεται ελαφρώς ως αυτοκρατορία. Χρησιμοποιώντας πρώτα τη ρωσική απειλή, ύστερα την κομμουνιστική, έως και την ανάγκη ελέγχου της Μέσης Ανατολής, η Βρετανία αποτελεί τώρα ενιαίο και αναπόσπαστο μέρος της μεσανατολικής στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών –αν και θα προτιμούσε να περιγράφει εαυτόν (όλως παραδόξως) ως ισότιμο εταίρο.

Η στρατηγική της Βρετανίας έναντι της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εν ολίγοις να καταστρέψει οποιαδήποτε μορφή σοβαρής πολιτικής και αμυντικής ολοκληρώσεως, σχετίζεται άμεσα με την Κύπρο, δεδομένου ότι όσο πιο ανεξάρτητη γίνεται η Κύπρος για τους δικούς της αμυντικούς λόγους (έστω και μόνο το ελεύθερο τμήμα της), τόσο περισσότερο αποκλίνει από τα βρετανικά σχέδια να ανατρέψει το στρατηγικό ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στην ανατολική Μεσόγειο. Εξ’ ου και η επιθυμία της να παραμείνει η Κύπρος εκτός ΝΑΤΟ (κάτι που αποτελεί μόνο τακτική, και όχι ειλικρινή επιθυμία της κυπριακής κυβερνήσεως), δεδομένου ότι κάτι τέτοιο, όπως και η συμμετοχή της στην άμυνα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, θα καθιστούσε τις βάσεις λιγότερο απαραίτητες[34]. Σε αυτά προστίθεται ο φόβος της Βρετανίας ότι εάν παραιτηθεί των βάσεων θα εξανεμισθούν οι ελπίδες της να κρατηθεί στο Γιβραλτάρ. Μια προφανής χαλάρωση της (δημοσίας) αδιαλλαξίας της στάσεώς της παρετηρήθη όταν –προκειμένου να χρυσώσει το χάπι του σχεδίου Αννάν- προσέφερε περί το ήμισυ των ΚΠΒ στην Κύπρο, υπό την προϋπόθεση οι Κύπριοι να αποδεχθούν το σχέδιο. Αντιθέτως, το 1964, ο Υπουργός Αμύνης έγραφε στον Υπουργό Εξωτερικών:

[…] ελπίζω ότι θα βγάλετε τον Γκάλο Πλάζα [το διαμεσολαβητή των Ηνωμένων Εθνών] από την πλάνη του […] ότι η προθυμία της βρετανικής κυβερνήσεως να βοηθήσει, φθάνει μέχρι το να παραχωρήσει βάσεις ή τμήματα αυτών στο ΝΑΤΟ [η πλαγιογράμμιση είναι του συγγραφέως][35].

Τα πάντα επιστρέφουν με άλλα χρώματα: το 1878 η Βρετανία απέκτησε την Κύπρο προκειμένου να επιτηρεί την ασταθή Ανατολία και να ελέγχει τις κινήσεις της Ρωσίας. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, αν και παρασκηνιακώς. Φυσικά, στο παιχνίδι έχουν μπει κι άλλοι παράγοντες, ιδίως ο αμερικανικός: το 1957, ο Κίσινγκερ έγραψε ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να είναι σε θέση να υπολογίζουν στην Κύπρο (ή την Λιβύη!) ως προκεχωρημένο φυλάκιο για την Μέση Ανατολή[36]. Το ίδιο συμβαίνει ακόμη, ιδίως δεδομένων των σταθμών παρακολουθήσεως των ΗΠΑ στα κατεχόμενα. Τώρα, φυσικά, η κατάσταση είναι αρκετά πιο περίπλοκη, αφού υπάρχουν και νέοι παράγοντες: η στρατιωτική συμφωνία Τουρκίας-Ισραήλ, η κατοχή του Ιράκ, ο παράγων ΕΕ (πιθανότατα η μοναδική σανίδα σωτηρίας για την κυπριακή κυβέρνηση, πέραν της Μόσχας), η άμυνα του Ισραήλ και, γενικότερα, ο «πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας», μια τρομοκρατία η οποία έχει ενισχυθεί και ενδυναμωθεί από τις αμερικανικές και βρετανικές στρατηγικές φιλοδοξίες στη Μέση Ανατολή.

Ας κλείσουμε αυτήν την κριτική ματιά στον «ελγινισμό» της Βρετανίας με μια αναφορά στα γραφόμενα του επικεφαλής τμήματος Νοτίου Ευρώπης του ΥΕΚ, τον Απρίλιο του 1973:

Οι συνταγματικές ρυθμίσεις του 1960 για την Κύπρο ήσαν, φυσικά ασυνήθιστες: ένα σκληρό Σύνταγμα, ρόλος για εξωτερικές δυνάμεις, Συνθήκες Εγκαθιδρύσεως και Εγγυήσεως, καθώς και εγγυήσεις για την συνταγματική τάξη. Τα γραπτά συντάγματα έχουν το μειονέκτημα να είναι άκαμπτα. Τα κυπριακά συντάγματα έπαψαν να λειτουργούν σωστά στα τέλη του 1963[37].

©Δρ. Ουίλλιαμ Μάλλινσον

Αθήνα, 9 Οκτωβρίου 2005

Μετάφραση: Θοδωρής Μπουχέλος

Αθήνα, Φεβρουάριος 2006

Ο Ουίλλιαμ Μάλλινσον υπήρξε διπλωμάτης, διδάσκει στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και είναι επικεφαλής του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων και Καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στο New York College Αθηνών. Απέκτησε το διδακτορικό του τίτλο στην Διεθνή Ιστορία από το London School of Economics and Political Science. Έχει συγγράψει το βιβλίο Κύπρος: Μια Ιστορική Προοπτική, Παπαζήσης, 2005 και I.B. Tauris (στην Αγγλική) 2005.

Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η Πρόσφατη Ιστορία της Κύπρου, οι Αγγλοελληνικές Διπλωματικές Σχέσεις, η Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστορία, οι Σχέσεις Ολλανδίας-Γερμανίας κατά τη διάρκεια των αρχών του Ψυχρού Πολέμου και η Γεωπολιτική των Βαλκανίων.

Υστερόγραφο

Από 1ης Ιανουαρίου 2005, η Βρετανία διαθέτει «Νόμο περί Ελευθερίας της Πληροφορήσεως». Παρά το γεγονός ότι κατόρθωσα να αποκτήσω δι’αλληλογραφίας κάποια μη αποδεσμευθέντα αρχεία (αρκετά εκ των οποίων λογοκεκριμένα), εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικότατα κενά. Επί παραδείγματι, το Αρχείο PRO FCO 9/1895-W561/10, Part F εξακολουθεί να παρακρατείται από την «Ομάδα Διαχειρίσεως Πληροφοριών» –που θυμίζει εντόνως Όργουελ- υπό το πρόσχημα ότι περιέχει πληροφορίες σχετικές με την Κύπρο τις οποίες παρέσχε η κυβέρνηση των ΗΠΑ εμπιστευτικώς και η δημοσιοποίησή τους θα μπορούσε να βλάψει τις σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κύπρο. Ο εν λόγω φάκελος έχει τον τίτλο «Στρατιωτικό Πραξικόπημα» και καλύπτει μέρος της αλληλογραφίας εναντίον του Μακαρίου κατά την περίοδο του πραξικοπήματος. Σε άλλη περίπτωση φακέλου ο οποίος έχει δοθεί στη δημοσιότητα, έχουν παρακρατηθεί φύλλα ενώ από δημοσιοποιημένα φύλλα έχουν διαγραφεί ολόκληρα κείμενα. Είναι σαφώς δύσκολο να σχηματίσει κανείς ξεκάθαρη εικόνα και η Βρετανία πρέπει να έχει αρκετούς σκελετούς στην κυπριακή της ντουλάπα, όπως –φυσικά- πρέπει να έχουν και η Ελλάδα, οι ΗΠΑ, η Τουρκία και η Κύπρος.

Η ελληνική κυβέρνηση είναι ακόμα πιο… άτακτη: με νόμο ο οποίος πέρασε επί ΠΑΣΟΚ, απαγορεύεται η δημοσιοποίηση εγγράφων του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών (κάτι που προσεπάθησα). Αυτό μπορεί να συμβαίνει λόγω ελληνικών σκελετών και πιθανώς αγγλοαμερικανικών πιέσεων να μην αποκαλυφθούν και πολλά.

Το θέμα είναι ότι έτσι, η δουλειά του ιστορικού γίνεται εξαιρετικώς επίπονη!


[1] Chrysostomides,Kypros, The Republic of Cyprus, A Study in International Law. Martinus Nijhoff, the Hague, Boston and London, 2000.

[2] Τον όρο δημιούργησε ο Μάριος Ευρυβιάδης.

[3] Στηλ (Νομικοί Σύμβουλοι, ΥΕΚ) προς Φαιρν, 10 Φεβρουαρίου 1971, Πρακτικά, PRO FCO 9/1374/WSC3/548/5, στο Mallinson, William, Cyprus: A Modern History, I. B. Tauris, London and New York, 2005, σ. 93.

[4] Toynbee, Arnold J., “Cyprus, the British Empire and Greece,” στο Survey of International Affairs, Oxford University Press, Μέρος III, 1932, σσ. 354-394, στο Coughlan, Reed, Volume XI, Enosis and the British: British Official Documents 1878-1950, στο Wallace, Paul W. and Orphanides, Andreas G. (eds.), Sources for the History of Cyprus, Greece and Cyprus Research Centre, New York, 2004, σ. 178.

[5] Taylor, A. J. P., The Struggle for the Mastery of Europe, 1848-1918, Oxford University Press, 1971, σ. 60.

[6] Υπουργείο Αμύνης προς G. H. Q. MELF (MAIN), 28 Ιουνίου 1955, επιστολή, PRO FO371/117640.

[7] Mallinson, William, “A Partitioned Cyprus 40 Years After Qualified Sovereignty-Reality vs Morality,” Defensor Pacis, Τεύχος 7, Ιανουάριος 2001, σ. 31; PRO FCO 371/67084, R13462/G.

[8] Βλ. επίσης ό.π., Mallinson, William, Cyprus: A Modern History, σσ. 15-19.

[9] Ομοίως, σ. 37.

[10] Mallinson, William, “US Interest, British Acquiescence and the Invasion of Cyprus,” Defensor Pacis, Τεύχος 16, Ιανουάριος 2005, σ. 167, PRO FCO9/1915, WSC1/10, μέρος C, τηλεγράφημα 2414 της 17ης Ιουλίου 1974.

[11] Ομοίως, σ. 165, Κίλλικ προς Γκούντισον, 17 Ιουλίου 1974, Πρακτικά.

[12] Ομοίως, Mallinson, William, Cyprus: A Modern History, σ. 38, PRO FO371/29840, Επιστολή του Μόττερσχεντ προς τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, 27 Απριλίου 1964.

[13] Αλληλογραφία μεταξύ αξιωματούχων του Φόρεϊν Όφις και του Υπουργού Εξωτερικών, 18-27 Απριλίου 1964, PRO FO 371/174750, C1015/1361.

[14] Γκούντισον προς Ντέϋ, Επιστολή της 27ης Απριλίου 1973,PROFCO9/1684, WSC3/548/6.

[15] Ό.π., Mallinson,William, “US Interests, British Acquiescence and the Invasion of Cyprus.”

[16] Pritchard to Rogers, Επιστολή της 30ης Δεκεμβρίου 1965, PRO CAB164/1043.

[17] Ομοίως, Λάσκυ προς Ρότζερς, Πρακτικό της 3ης Ιανουαρίου 1966.

[18] Ομοίως, Ρότζερς προς Πρίτσαρντ, Επιστολή της 4ης Ιανουαρίου 1966.

[19] Ομοίως, Πρίτσαρντ προς Ρότζερς, Επιστολή της 25ης Ιανουαρίου 1966.

[20] Ό.π., Στηλ προς Φαίρν, στο Mallinson, William, Cyprus: A Modern History.

[21] Ντάργουιν προς Πάρσονς, Πρακτικό της 28ης Φεβρουαρίου 1964, PRO FO371/174762, C1193/39.

[22] Βλ. Mallinson, William, “Turkish Invasions, Britain, Cyprus and the Treaty of Guarantee,” Synthesis, Review of Modern Greek Studies, London School of Economics and Political Science, Τόμος 3, No. 1, 1999.

[23] Γκράχαμ προς Μουν, Επιστολή της 17ης Φεβρουαρίου 1971, PRO FCO9/1374, WSC3/548/5.

[24] Ντέϋ προς Γκούντισον, Επιστολή της 8 Φεβρουαρίου 1973, PRO FCO9/1684, WSC3/548/6.

[25] Ομοίως, Γκούντισον προς Ντέϋ, Επιστολή της 27 Φεβρουαρίου 1973.

[26] Ομοίως.

[27] Ό.π., Στηλ προς Φαίρν, στο Mallinson, William, Cyprus: A Modern History.

[28] Υπουργός Αμύνης, Συνοπτική Έκθεση CY (M) (60)1 της 1ης Ιανουαρίου 1960, PRO DEFE 13/99, MO5/1/5.

[29] Secondé προς Μπένταλλ, Μπράιμλοου και Ντωντ, Πρακτικό της 23ης Σεπτεμβρίου 1970, PRO FCO 9/1178, WSC 10/14.

[30] Butler προς Dodson, Επιστολή της 4 Μαΐου 1964, PRO FCO 371/174750, C1015/1400.

31 Ό.π., Secondé προς Μπένταλλ, Μπράιμλοου και Ντωντ.

[32] Αρχείο του ΥΕΚ Συνάντηση, 6 Ιανουαρίου 1972, PROFCO9/1527-WSG3/548/3.

[33] Καθοδηγητικό Σημείωμα του ΥΕΚ για τις συνομιλίες του Υπουργού Εξωτερικών με τον Δρ. Κίσινγκερ στην Νέα Υόρκη, 24 Σεπτεμβρίου 1974, PRO FCO 82/446, AMU 3/548/8, Part B.

[34] Το 1959, οι κυβερνήσεις της Ελλάδος και της Τουρκίας προσυπέγραψαν συμφωνία προβλέπουσα ότι αμφότερες οι χώρες θα υπεστήριζαν αίτηση προσχωρήσεως της Κύπρου στο ΝΑΤΟ.

[35] Ο Υπουργός Αμύνης προς τον Υπουργό των Εξωτερικών, Επιστολή της 25ης Νοεμβρίου 1964, PRO FO371/174762, C1193/39. Η επιστολή βρίθει διαγεγραμμένων προτάσεων.

[36] Kissinger, Henry A., Nuclear Weapons and Foreign Policy, δημοσιευθέν για λογαριασμό του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων από τον εκδοτικό οίκο Harper Brothers, Νέα Υόρκη, 1957, σ. 165.

[37] Ό.π., Γκούντισον προς Ντέϋ, 27 Απριλίου 1973.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης