Θυμάσαι; 

Στον δρόμο, που κάποτε πρωτοπερπατήσαμε, τώρα έχουν φυτρώσει αγριόχορτα, σβήνοντας της αγάπης τα χνάρια. Έχει γίνει κακοτράχαλος δρόμος της βαρεμάρας. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τώρα, γκρεμίζω το κουκλόσπιτο της εκείνης της αγάπης. Έμεινε ακατοίκητο, χρόνια τώρα. Καινούργιο θα χτίσω. 

Θα έχει μια σοφίτα ψηλά, χωρίς σκεπή, για να κρυφοκοιτάζω τα πεφταστέρια να πέφτουν και να χάνονται, σαν τον έρωτα που ζήσαμε. 

Στην κορφή της χαράς με πέταγες τη μια στιγμή και στα βάραθρα της θλίψης με βύθιζες, την άλλη.  

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Και μην αρχίσεις τις ξεθωριασμένες, πολυκαιρισμένες φιοριτούρες σου πάλι. 

Θαρραλέα, τώρα, δεν ποντάρω στα αλλοτινά. Αναθυμάμαι, μόνο, πως έφυγε ο καιρός, μαζί με την αγάπη… 

Αν ήξερα ποιος είσαι! 

Θα σου διηγηθώ ένα-ένα όλα τα μονοπάτια που διαβήκαμε μαζί, σαν παραμύθι μάταια ειπωμένο.  

Και θα είναι από αυτά τα μονοπάτια που θα έρθεις κάποιο αύριο. 

Κι εγώ, από το παρελθόν, θα σου μαρκονίζω σήματα, με τσακμακόπετρες για να βρεις τον μπρος-πίσω, δρόμο σου. 

Θα έρθεις, μα δεν θα είναι το ίδιο για μένα, ούτε εγώ θα είμαι η ίδια για σένα.  

Μη με ξυπνήσεις. Μη μιλάς. Θυμήσου! Κάτι που συνέβη, μπορεί να ξανασυμβεί. 

Όλ’ αυτά τα χρόνια κι άλλα τόσα, με την ανάσα κομμένη, περίμενα διχασμένη, κλαίγοντας και γελώντας να τα σκέφτομαι όλα. 

Όλα αυτά που έφυγαν, μα που και πριν δεν υπήρχαν, παρά μόνο σαν ένα μικρό συννεφάκι στον ουρανό μυαλού μου. 

Στο λυκόφως του λυκαυγούς, στην πιο σκοτεινή ώρα της ημέρας ακούγεται η κραυγή μου στον αγέρα. ΓΥΝΑΙΚΑ.

«Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος», είπες.

«Αλλοίμονο! Η ζωή μάς χώρισε!».

Σιωπηλή ευχήθηκα να μπορούσα να σε δω καλύτερα, μέσα στο ξημέρωμα, που μεγαλώνει. 
Πότε η ελπίδα μου ανθίζει, κι αμέσως πάλι μαραίνεται σαν απότιστο λουλούδι.  

Έκανα, πάντα, το καλλίτερό μου, όταν με άφηναν. 
Φροντίδες, μπελάδες, χαρές και λύπες. 
Όνειρα, που ξεθωριάζουν στο φως της μέρας. 

Και σιχαίνομαι τα μικρά, γελοία, αρσενικά σας κόλπα. 
Τόσο μικροί στα μεγάλα και μεγάλοι στα μικρά. 

Σε νόμιζα μεγάλο σε όλα. 
Δεν είσαι παρά ένα ασήμαντος. Ένα ανθρωπάκι του μέσου όρου. 

Και απεχθάνομαι, τον μέσο όρο, γιατί αθροίζει μεγάλο και μικρό σε άθροισμα μέτριο. Και κάνει τους ανθρώπους ανθρωπάκια. 

Ανάμεσα στη χλαπαταγή και τον κουρνιαχτό που σηκώνετε με το κούφιο αρσενικό σας νταηλίκι, εγώ μπορώ δω τον εαυτό μου, ανάμεσά σας, ξανά, νέα, όμορφη, αυτεξούσια…

Πετώντας στου άνεμου την πλώρη, θ’ ακούτε τ’ όνομά μου. 
Γ υ ν α ί κ α! 

Γυναίκα, ελεύθερη, κυρία του δικού μου εαυτού. 
Όχι, πια, καθρέφτισμα της δική σας εικόνας για μένα, στο μυαλό μου. 

Μονότονα, στον χωροχρόνο θα μιλάω, με τη δική μου θηλυκή φωνή, για να σωπάσω το δικό σας αρσενικό γρύλισμα μέσα στη σκέψη μου, που νόμιζα, με κάνατε να νομίζω, πως ήταν η δική μου σκέψη. 

Θ’ αρμενίζω στη δικιά μου πλατιά, μεγάλη θάλασσα, εκπληρώνοντας τις δικές μου επιθυμίες, τα δικά μου όνειρα, τους δικούς μου πόθους. 

Στο νοητάκι μου καβάλα, θα γυρίσω κόσμους άγνωρους που δε μ’ αφήσατε να γνωρίσω. Εσείς οι στενόμυαλοι, του (κ)αυλού σας οργανοπαίχτες. 

Το «Ο» της γυναίκας είναι μακρό, «ΟΟ», «Ω»(μέγα)

Να με αγαπονεροθυμάσαι, μέχρι… 
Μέχρι να ξαναγυρίσω αλλαγμένη! Και να σε βρω κι εσένα αλλαγμένον. 

Τότε, δυο Άνθρωποι, Άντρας, και Γυναίκα, ξανά αρχίζοντας απ’ την αρχή, α λ λ α γ μ έ ν ο ι  κι οι δυο, θα ξαναβρεθούμε…

Γ υ ν α ί κ α. 

Ο άλλος σου εαυτός. 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης