Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης δικηγόρος – συνταγματολόγος – συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα-νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα – νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος – ΔΣ πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων – ΔΣ ιδρύματος Μπότσαρη.

Το ημερολόγιο έδειχνε 23 Ιουλίου 2018. Σήμερα, πέντε χρόνια μετά την ανείπωτη τραγωδία, πολλά «γιατί;» παραμένουν αναπάντητα για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής, που έκοψε το νήμα της ζωής σε 104 συμπολίτες μας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Λίγες μέρες πριν από τη δίκη , έγινε γνωστό ότι κατέληξε άλλη μία εγκαυματίας από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Πρόκειται για το 104ο θύμα της πυρκαγιάς, μία γυναίκα 70 ετών η οποία ζούσε στην περιοχή και είχε υποστεί σοβαρά εγκαύματα όπως και ο αδελφός της αλλά και στενός συγγενής της. Ο εμπρησμός ήταν πλημμέλημα και με το νέο ποινικό κώδικα του 2021, κατέστη κακούργημα. 

Ο εμπρησμός δασών και εγκλήματα κατά περιβάλλοντος, με τον νέο ποινικό κώδικα του 2021:

-Τιμωρούνται με ισόβια αν υπήρξε θάνατος έστω και ενός ανθρώπου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

– Καθιερώνεται ως Κακούργημα ο εμπρησμός δάσους με ποινή 8 χρόνια κάθειρξη (μέχρι τώρα ήταν πλημμέλημα).

-Αν από τον εμπρησμό επήλθε υποβάθμιση φυσικού περιβάλλοντος, οικολογική καταστροφή , η ποινή φθάνει τα 15 χρόνια.

-Αυστηρότερες ποινές σε κάθε περίπτωση οικολογικής καταστροφής.

-Βαριές ποινές για αλόγιστη αλιεία.

Κατά πολλούς, στο Μάτι Αττικής, το 2018: η καθυστέρηση εντολής εκκένωσης, η εσφαλμένη διαχείριση της κυκλοφορίας και η ασυνεννοησία των εμπλεκομένων κρατικών φορέων, οδήγησε στην εθνική τραγωδία.

Το ελληνικό δημόσιο για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι το 2018, κατέθεσε  έφεση κατά απόφασης του διοικητικού πρωτοδικείου Αθηνών, που δικαιώνει συγγενείς θυμάτων και τους δίνει αποζημίωση,    χαρακτηρίζοντας το στην έφεση, ως «περιστατικό ανωτέρας βίας». Το Δημόσιο επικαλείται στην έφεση «αιφνίδια μεταβολή του καιρού», «σπανιότητα και ιδιαιτερότητα της τόσο ραγδαίας αύξησης της έντασης των ανέμων σε τοπικό επίπεδο», «αντικειμενική αδυναμία πτήσης των εναέριων μέσων κατά τις απογευματινές ώρες λόγω καιρικών συνθηκών»,  υποστηρίζει ότι «η πυροσβεστική υπηρεσία δεν αδράνησε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, αλλά αντιθέτως επιστράτευσε άμεσα όλη τη διαθέσιμη δύναμη για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς» και ότι «εκ μέρους του Δημοσίου υπήρξε ενημέρωση προς τους πολίτες». Επικαλείται, δηλαδή, όλα όσα τα πραγματικά δεδομένα και ο πραγματογνώμονας ακυρώνουν.                       

Η άσκηση έφεσης, απλά καθυστερεί την έκδοση δικαστικής απόφασης, χρονικά. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο είχε επιδικάσει χρηματική αποζημίωση ύψους 300.000 ευρώ λόγω ψυχικής οδύνης σε πέντε συγγενείς μιας 77χρονης γυναίκας , η οποία έχασε τη ζωή της κατά την πυρκαγιά στο Μάτι. Το δικαστήριο είχε απορρίψει τον ισχυρισμό του Δημοσίου ότι εάν η θανούσα παρέμενε στο σπίτι της το οποίο παρέμεινε αλώβητο από την πυρκαγιά, θα ήταν ασφαλής.                                                     

Η έφεση είναι αναπόδεικτη, αναιτιολόγητη και αβάσιμη.

Ως «περιστατικό ανωτέρας βίας» βλέπει το έγκλημα το Δημόσιο και επικαλείται έξι λόγους που οδήγησαν στην άσκηση έφεσης.

Αρχικά αναφέρει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημά του περί έκδοσης προδικαστικής απόφασης με σκοπό να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη επειδή, όπως αναφέρει,  προέκυψαν ζητήματα για τα οποία απαιτούνται ειδικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Φέρεται, μάλιστα, να επικαλείται «αιφνίδια μεταβολή του καιρού», «σπανιότητα και ιδιαιτερότητα της τόσο ραγδαίας αύξησης της έντασης των ανέμων σε τοπικό επίπεδο», «αντικειμενική αδυναμία πτήσης των εναέριων μέσων κατά τις απογευματινές ώρες του ένδικου δυστυχήματος λόγω καιρικών συνθηκών»,  «αντικειμενική αδυναμία κατάσβεσης του πύρινου μετώπου από τις εναέριες και επίγειες δυνάμεις λόγω της έντασης και του μεγέθους (πλάτους, ύψους) της πυρκαγιάς». Επικαλείται, δηλαδή, όλα αυτά που ο πραγματογνώμονας με στοιχεία έχει ακυρώσει κατά το πόρισμα και τις καταθέσεις του. Είναι όλα όσα είναι και αυταπόδεικτα, άλλωστε, δεδομένου ότι υπήρχαν έγκυρες μετεωρολογικές προβλέψεις για τις συνθήκες καιρού για εκείνη τη μέρα.

Το Δημόσιο στην έφεσή του αναφέρει ότι «κακώς το Πρωτοδικείο δέχθηκε τον αναπόδεικτο ισχυρισμό των αντιδίκων ότι η έλλειψη εισήγησης για εκκένωση προκάλεσε το ένδικο τραγικό αποτέλεσμα», αναφέροντας πως «από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι τυχόν εισήγηση του ΠΣ για οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση των κατοίκων θα μπορούσε χρονικά και τεχνικά να πραγματοποιηθεί και να ολοκληρωθεί πριν την έλευση του θερμικού κύματος που προηγείτο της φωτιάς, δηλαδή με ασφαλή και αίσια κατάληξη για τους κατοίκους».

Παράλληλα υποστηρίζει ότι «η πυροσβεστική υπηρεσία δεν αδράνησε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, αλλά αντιθέτως επιστράτευσε άμεσα όλη τη διαθέσιμη δύναμη για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς. Παρά ταύτα, δεδομένου του τεράστιου πλήθους των ταυτόχρονων εστιών φωτιάς που εκδηλωνόντανε σε διάφορα σημεία στην επίδικη περιοχή και λόγω της ταχύτητας εναέριας και επίγειας μεταφοράς καυτρών, δεν κατέστη δυνατή αντικειμενικά η αντιμετώπιση όλων των περιστατικών…». Αναφέρει, μάλιστα, πως ακόμα και αν το Πυροσβεστικό Σώμα είχε εισηγηθεί την εκκένωση των πολιτών δεν είναι βέβαιο ότι θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς.

Επίσης, αναφέρεται στην έφεση ότι εκ μέρους του Δημοσίου υπήρξε ενημέρωση προς τους φορείς και τους πολίτες τόσο για τον επικείμενο κίνδυνο (δελτίο τύπου ΓΓΠΠ της 22.07.2018) όσο και για τα μέτρα αντιμετώπισης του (οδηγίες δημοσιευμένες μέσω της ιστοσελίδας civilprotection και των ΜΜΕ) τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν ακολουθήθηκαν, όπως η οδηγία «μην εγκαταλείπετε το κτίριο εκτός αν η διαφυγή σας είναι πλήρως εξασφαλισμένη».

Το Δημόσιο διαχρονικά, κάνει τα αδύνατα δυνατά, προκειμένου να καθυστερήσει την έκδοση μίας δικαστικής απόφασης που επιδικάζει χρηματική αποζημίωση σε πολίτες. Ισχυρισμός που κατατέθηκε από τους πληρεξούσιους του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, από το νομικό συμβούλιο του κράτους δηλαδή, αποδίδει συνυπαιτιότητα κατά 95-99% στους κατοίκους, λόγω αμέλειάς τους να καθαρίσουν κλαδιά, χόρτα, άλλα εύφλεκτα οργανικά απορρίμματα, ό,τι είχε ξεραθεί από φυτά και την βλάστηση της φύσης.

Ακόμα κι αν αποδειχτεί ο ισχυρισμός της αμέλειας των κατοίκων για τον καθαρισμό, η συμβολή τους στην καταστροφή θα ήταν ελάχιστη γιατί ακόμη και καθαρισμένα οικόπεδα δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν τη φωτιά. Ακόμα κι αν αποδειχτεί ο ισχυρισμός, σίγουρα τα φύλλα δεν προκάλεσαν την επέκταση του ζημιογόνου αυτού αποτελέσματος σε ποσοστό 95-99%.

Μέχρι στιγμής, έχει βγει μία απορριπτική απόφαση αυτού του ισχυρισμού κι αναμένεται η τελική απόφαση.      Η δίκη για την πυρκαγιά στο Μάτι βρίσκεται σε εξέλιξη, με τις καταθέσεις του πραγματογνώμονα, αξιωματικού της Πυροσβεστικής, να συνεχίζονται. Σύμφωνα με το πόρισμά του, σε αιφνιδιασμό του κρατικού μηχανισμού εξαιτίας της γρήγορης εξέλιξης της πυρκαγιάς αποδίδεται η τραγωδία στο Μάτι που στοίχισε τη ζωή σε 104 -πλέον- ανθρώπους, ενώ επιπλέον διαπιστώνεται ότι η φωτιά θα μπορούσε να είχε σβήσει εν τη γενέσει της αν είχαν κληθεί οι υδροφόρες που περιπολούσαν στην περιοχή να συνδράμουν.

Σύμφωνα με το πόρισμά του, επίσης, υπήρξε καθυστέρηση στην εντολή για εκκένωση της περιοχής από τους κατοίκους, που τους στέρησε την έγκαιρη απομάκρυνση. Στα λάθη έρχονται να προστεθούν και η διαχείριση της κυκλοφορίας που εγκλώβισε τους κατοίκους στην περιοχή που καιγόταν αλλά και η ασυνεννοησία των εμπλεκομένων δυνάμεων.                                                                                       

Παραθέτουμε ενδεικτικά σημεία από την πρώτη κατάθεσή του.

Σύμφωνα με όσα κατέθεσε στη συνέχεια ο κ. Λιότσιος, στις 17.10 η πυρκαγιά έσπασε σε δύο μέτωπα, το ένα προς νέο Βουτζά. «Οι κ.κ Κολολούρης και Τζουβάρας επικοινωνούσαν στη συνέχεια, γνωρίζοντας πως έπρεπε να μεταβούν εκεί. 21.30 έφτασαν εκεί…».

«Στις 17.20 ο κ. Λάμπρης φτάνει στο Νταού και αναλαμβάνει εναέριος συντονιστής. επιχειρούσε ένα ελικόπτερο στις 17.30  Είχαν δοθεί εντολές για άλλα μέσα αλλά δεν έφτασαν εγκαίρως… Μετά απ’ όλα αυτά είναι λογικό ότι θα είχαμε τόσα θύματα. Η φωτιά είχε περάσει τα όρια Πεντέλης. Μιλάμε για ώρα 17.00. Αν είχαν ενεργήσει άμεσα, η φωτιά μπορεί να είχε καταστεί ελεγχόμενη. Αν επιχειρούσαν 3 εναέρια μέχρι εκείνη τη στιγμή, θα μπορούσε η φωτιά να περιοριστεί για να υπάρχει ο χρόνος για ενέργειες».                     Παραθέτουμε ενδεικτικά σημεία από τη δεύτερη κατάθεσή του.

Αναφορικά με την απουσία εναέριας επιτήρησης, ο κ. Λιότσιος απάντησε πως «τη διαταγή όφειλε να τη δώσει το ΕΣΚΕ στο κέντρο της αεροπορίας, δηλαδή ο διοικητής του ΕΣΚΕ, Ιωάννης Φωστιέρης».

Για την Αττική υπήρχαν 15 διαθέσιμα αεροσκάφη της πολεμικής αεροπορίας για εκείνη τη μέρα. Η πρόεδρος ρώτησε τι τύπου αεροσκάφη ήταν αυτά και την χωρητικότητά τους, με τον κ. Λιότσιο να τα παρουσιάζει λεπτομερώς. «Επίσης, στο έγγραφο της πολεμικής αεροπορίας υπήρχε αποκλειστικά για σκοπό εναέριας επιτήρησης ένα αεροσκάφος Πεζετέλ (PZL). Ήταν άμεσα διαθέσιμο, έτοιμο. Δε ζητήθηκε από τον διοικητή του ΕΣΚΕ. Το θέμα ήταν το αίτημα προς την πολεμική αεροπορία να σταλεί μέχρι τις 8.00». Όπως κατέθεσε από την εμπειρία του, σε ανάλογες περιπτώσεις υψηλής επικινδυνότητας πυρκαγιάς 4, “σηκώνονταν δύο αεροσκάφη και έκαναν περιπολίες σε σημεία που όριζε το ΕΣΚΕ, αν και ανάλογα τις συνθήκες κάθε φορά, το ΕΣΚΕ αποφάσιζε πόσα θα επιτηρούν και πού».

«Ο διοικητής του ΕΣΚΕ οφείλει να πάρει έγκριση από τον ανώτερό του, τον υπαρχηγό επιχειρήσεων (Ματθαιόπουλος). Αλλά φυσικά κάποιες κινήσεις τις κάνει ο διοικητής. Εκείνος όφειλε ως τις 8.00 να έχει στείλει το αίτημα. Ο ανώτερός του έπρεπε να τον ελέγξει αν έστειλε το αίτημα. Και ο αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος έχει όλη την ευθύνη του σώματος, γι’ αυτό υπάρχουν διοικητές και υπαρχηγοί που οφείλουν να τον ενημερώνουν» κατέθεσε ο κ. Λιότσιος.

Και συνέχισε, αναφορικά με τις ευθύνες του διοικητή του ΕΣΚΕ. «Κατά τη μετάβαση του περιφερειάρχη Αττικής, υποστράτηγου του Πυροσβεστικού σώματος, κ. Τζουβάρα, διέταξε γενική επιφυλακή για τη δυτική Αττική, δηλαδή όλο το προσωπικό να είναι σε ετοιμότητα πλην των αδειούχων και μερική επιφυλακή για την υπόλοιπη Αττική, δηλαδή να επανδρωθούν τα διαθέσιμα οχήματα. Όμως, ο κ. Τζουβάρας ήταν επικεφαλής της πυρκαγιάς στην Κινέτα, δεν είχε εικόνα όλης της Αττικής εκείνη τη στιγμή. Γι’ αυτό έπρεπε ο διοικητής του ΕΣΚΕ να επικοινωνήσει με τον κ. Τζουβάρα». Έπρεπε στις 13.30 να δοθεί εντολή γενικής επιφυλακής στην Αττική, έχοντας εικόνα του τι γινόταν στην Κινέτα, εκτίμησε ο ίδιος.

«Όφειλαν οι υπηρεσίες της Αττικής να έχουν επανδρώσει όλα τα οχήματα. Για παράδειγμα, θυμάμαι συγκεκριμένα δύο οχήματα της Νέας Μάκρης που δόθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση. Ενδεχομένως να μην είχαν επανδρωθεί. Όφειλαν να περιπολούν οχήματα, διάφορα πεζοπόρα τμήματα…» συμπλήρωσε.

Αεροσκάφη που μπορούσαν να συνδράμουν δεν το έκαναν. Η απάντηση στο “γιατί” είναι απλή: «δεν έλαβε εντολή από τον διοικητή του ΕΣΚΕ». Ο κ. Λιότσιος ανέφερε αναλυτικά όλα τα διαθέσιμα αεροσκάφη που μπορούσαν να επιχειρήσουν, αλλά «δεν πήραν ποτέ εντολή». Υπήρχαν και αεροσκάφη που ήταν ήδη στον αέρα και θα μπορούσε να γίνει εκτροπή να μεταβούν στο Νταού,  αλλά «δεν πήραν ποτέ εντολή».

Σε δεύτερη δίκη θα οδηγηθούν οι 21 κατηγορούμενοι για την πυρκαγιά στο Μάτι. Για την εκ νέου παραπομπή των κατηγορουμένων, είχε προηγηθεί απόφαση του δικαστηρίου, όπου εκδικάζεται η υπόθεση, που έκανε δεκτή την εισήγηση του εισαγγελέα της έδρας να διαβιβαστεί λίστα με μάρτυρες- εγκαυματίες, οι οποίοι για διάφορους λόγους δεν είχαν καταθέσει ούτε στο στάδιο της προανάκρισης για τον τραυματισμό τους.

Κατά την προκαταρκτική έρευνα που είχε διαταχθεί, είχαν καταθέσει οι εγκαυματίες και είχαν ληφθεί ανωμοτί καταθέσεις από τους 21 κατηγορουμένους, οι οποίοι δικάζονται για την κύρια υπόθεση.

Λόγω της αλλαγής της νομοθεσίας, οι κατηγορούμενοι θα καθίσουν στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων της Αθήνας, λόγω ειδικής δωσιδικίας των εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης, για να λογοδοτήσουν για το πλημμέλημα της πρόκλησης σωματικών βλαβών από αμέλεια. Οι κατηγορούμενοι στο πλαίσιο της δεύτερης δίκης θα καθίσουν στο εδώλιο για τα ίδια αδικήματα πλημμεληματικού χαρακτήρα, αλλά λόγω πρόσφατης αλλαγής της νομοθεσίας θα δικαστούν από το εμπειρότερο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων και μένει να φανεί αν οι δικαστές θα συνεκτιμήσουν την απόφαση του εν εξελίξει δικαστηρίου -απαλλακτική ή μη- ή αν θα αποφανθούν ανεξάρτητα για την ενοχή ή την αθωότητα των κατηγορουμένων.

Μέχρι τις 23 Ιουλίου 2023, οπότε και συμπληρώνεται ο χρόνος παραγραφής, πρέπει να έχει επιδοθεί η κλήση στους κατηγορουμένους, έτσι ώστε να παραταθεί παραγραφή του αδικήματος από τα πέντε στα οκτώ χρόνια.  Τέλος,  η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με την Κυπριακή κυβέρνηση για την δημιουργία έργων ανάπλασης στις  πυροπληκτες περιοχές της Ανατολικής Αττικής.  Το Μνημόνιο Συνεργασίας για την ανασυγκρότηση και την αναβάθμιση στο Μάτι, κυρώθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής, έχοντας τη στήριξη από Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Ελληνική Λύση. Το μνημόνιο συνεργασίας αφορά σε δωρεά της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία -μετά από συνεννόηση της ελληνικής κυβέρνησης με τη Λευκωσία αλλά και τους τοπικούς δήμους- θα αξιοποιηθεί για την κατασκευή κοινωνικών κατοικιών στη θέση Σκουφέικα της Ραφήνας, έκτασης 16 στρεμμάτων.

Θα οικοδομηθούν περί τα 8.000 τετραγωνικά, δηλαδή περίπου 100 κατοικίες, με μέσο όρο 80 τ.μ. η καθεμία.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης