Πολλοί θα μπορούσαν ευθέως να πουν: «Ποιος νοιάζεται για το Ραπάλλο τώρα;» Και είναι ξεκάθαρο ότι η ιδέα μίας νέας συνθήκης τύπου  «Rapallo», τον Απρίλιο του 2022,φαίνεται μία απόλυτη ουτοπία Αυτό είναι αλήθεια. Όμως, παρόλα αυτά, το θέμα της «διάλυσης μέσω διπλωματικής απομόνωσης» είναι τώρα πιο σχετικό από ποτέ. Και η ιστορία εκατό χρόνια αργότερα μας φέρνει πίσω σε αυτά τα ερωτήματα.

Ο Απρίλιος του 2022 σηματοδοτεί την εκατοστή επέτειο του Διπλωματικής Διάσκεψης της Γένοβας και της Συνθήκης του Ραπάλλο μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και της Γερμανίας. Στο επίσημο αφήγημα της Σοβιετικής ιστορίας, η Γένοβα και το Ραπάλλο έγιναν τα πιο σημαντικά σύμβολα μίας σημαντικής εξέλιξης στην διπλωματική απομόνωση της νέας Σοβιετικής δημοκρατίας και της πρώτης μεταπολεμικής συνθήκης ανάμεσα στην Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία (RSFSR) και μία σημαντική Δυτική χώρα. Με πολλούς τρόπους, η επίσημη Σοβιετική-Δυτική διπλωματική ιστορία ξεκίνησε με αυτά τα γεγονότα. Ναι, φυσικά, στην αυγή της ύπαρξης της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας ,η Συνθήκη Brest-Litovsk με τη Γερμανία ήταν ήδη σε ισχύ, υπήρχε Γερμανική Πρεσβεία στη Σοβιετική Μόσχα (και ο Γερμανός Πρέσβης είχε σκοτωθεί το καλοκαίρι του 1918). Ωστόσο, υπήρχε εμφύλιος πόλεμος και ξένη μεσολάβηση στη Σοβιετική Ρωσία, και η κατάσταση άλλαξε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σαν αποτέλεσμα, ο συμβολισμός της Γένοβας και του Ραπάλλο στη Σοβιετική ιστορική έννοια ήταν καθοριστικής φύσης, σε αντίθεση με τη Συνθήκη ειρήνης Brest, την οποία ο Lenin χαρακτήρισε κακή ειρήνη.
Το ενδιαφέρον που δόθηκε στη Διάσκεψη της Γένοβας στη Σοβιετική ιστοριογραφία έγινε πιο έντονο στην μετά Στάλιν εποχή. Αυτό εξηγήθηκε από το γεγονός ότι η Σοβιετική αντιπροσωπεία στη Γένοβα δεν συμπεριέλαβε στην ουσία κανέναν από την Σταλινική ομάδα «iron commissars», και κάποια από τα μέλη της αργότερα
απωθήθηκαν. Επιπλέον, η Συνθήκη Ραπάλλο έθεσε τη βάση για στενή στρατιωτική συνεργασία ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τη Γερμανία, γεγονός που ήταν γενικά ένα μυστικό, όχι ανακοινώσιμο. Αυτή η συγκεκριμένη
βοήθεια από τη Σοβιετική ένωση να αποκαταστήσει και να επαναεξοπλίσει τον τότε Γερμανικό στρατό, τον Reichswehr, θα μπορούσε, φυσικά ,να δημιουργήσει άβολα ερωτήματα στο πλαίσιο περαιτέρω εξέλιξης του Reichswehr μέσα στο Wehrmacht ήδη την εποχή του Χίτλερ. Επίσης, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Φόβου (Great Terror)του 1937, ήταν ακριβώς αυτές οι κατηγορίες για σύνδεση με Γερμανούς στρατηγούς, οι οποίες λειτούργησαν σαν επίσημη βάση για την περίπτωση Tukhachevsky και τη δίκη του κορυφαίου στρατιωτικού τον Ιούνιο του 1937.

Μετά το θάνατο του Στάλιν, την κατάρριψη της λατρείας της προσωπικότητας και την αποκατάσταση των απωθημένων προσώπων, η κατάσταση άλλαξε. Συνεπώς, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη Γένοβα εκείνη την εποχή συνδέθηκε στενά με την αλλαγή των επίσημων τόνων στην Σοβιετική ιστοριογραφία στις δραστηριότητες του «Leninist Guard», των πρώτων Μπολσεβίκων της πρώτης Σοβιετικής περιόδου. Η Διάσκεψη της Γένοβας εξυπηρετούσε αυτούς τους σκοπούς. Σαν αποτέλεσμα, το περιεχόμενό της γέμισε πλήρως με εξαιρετικά σημαντικό συμβολισμό για τη Σοβιετική ρητορική. Αυτός ο συμβολισμός της Γένοβας και του Ραπάλλο στα τέλη της Σοβιετικής περιόδου -εν μέρει- άρχισε να παίρνει μυθολογικό χαρακτήρα, φτιάχτηκαν ταινίες για τη διάσκεψη, και εμφανίστηκαν φιλολογικές περιγραφές. Συνεπώς, σε μία σειρά από
Σοβιετικές εκατονταετηρίδες επετείους που προέκυψαν από την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης το 1917, η επέτειος της Γένοβας και του Ραπάλλο κατέχει μία σημαντική θέση στο πλαίσιο της ιστορικής μνήμης
τέτοιων γεγονότων, σαν υπενθύμιση του συμβόλου της σημαντικής εξέλιξης στην διπλωματική απομόνωση.

Η Διάσκεψη της Γένοβας έλαβε χώρα από τις 10 Απριλίου μέχρι τις 19 Μαΐου το 1922. Σε αυτήν έλαβαν μέρος εκπρόσωποι περίπου 30 χωρών. Το κύριο θέμα της ήταν η συζήτηση οικονομικών θεμάτων που σχετίζονταν με την αναδόμηση και την ανάπτυξη στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο. Μία από τις συμμετέχουσες χώρες ήταν η Σοβιετική Ρωσία. Η αντιπροσωπεία της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, υπό ξεχωριστή συμφωνία, συμπεριλάμβανε εκπροσώπους και άλλων Σοβιετικών δημοκρατιών (η ΕΣΣΔ σαν κράτος δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί, αυτό έγινε το Δεκέμβριο του 1922). Ο επίσημος επικεφαλής της Σοβιετικής αντιπροσωπείας ήταν ο Vladimir Lenin, όμως δεν πήγε στη Γένοβα και ο πραγματικός ηγέτης ήταν ο Κομισάριος για Εξωτερικά θέματα Georgy Chicherin. Η αντιπροσωπεία είχε ως μέλη της και άλλους
πασίγνωστους διπλωμάτες και πολιτικές φιγούρες της πρώτης Σοβιετικής περιόδου: τους Vatslav Vorovsky, Maxim Litvinov, Jan Rudzutak, Leonid Krasin, Christian Rakovsky, Adolf Ioffe και άλλους.
Ένας από τους στόχους που επιδιώχθηκε από τις Δυτικές χώρες, όταν κάλεσαν τη Σοβιετική Ρωσία στη Διάσκεψη ,ήταν η επιθυμία να πετύχουν αναγνώριση των χρεών του Τσάρου από τη Ρωσική Σοβιετική
Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία ,καθώς επίσης και αποζημίωση για την κρατικοποιημένη ξένη ιδιοκτησία και περιουσία. Ως εκ τούτου, στην πραγματικότητα, η πολύ εξιδανικευμένη «σημαντική πρόοδος της διπλωματικής απομόνωσης» εξηγήθηκε μόνο από την αυξημένη διεθνή δύναμη της Σοβιετικής Ρωσίας, η οποία τονίστηκε στο επίσημο αφήγημα. Υπήρξαν επίσης περισσότεροι πιο κοινότοποι και όχι πάντα ευχάριστοι λόγοι. Ο εκκινητής της πρόσκλησης της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας στη Διάσκεψη ήταν ο Βρετανός Πρωθυπουργός David Lloyd George, ο οποίος πίστευε ότι η επίσημη ανάμιξη της Σοβιετικής Ρωσίας στην διπλωματική συζήτηση θα μπορούσε να είναι πιο χρήσιμη στην επίτευξη των παραπάνω στόχων αποζημίωσης. Σε αυτό το θέμα, αντιμετώπισε αρχική αντίθεση από τη Γαλλική κυβέρνηση, η οποία επέμενε στη διατήρηση της απομόνωσης και της υπεράσπισης της θέσης ότι δεν υπήρχε τίποτα να συζητήσουν σχετικά με αυτό με τους Μπολσεβίκους. Η Βρετανική θέση επικράτησε τελικά και έτσι και προσκλήθηκε . Παρόλα αυτά, αυτό το κομμάτι της Διάσκεψης της Γένοβας δεν κατέληξε πουθενά. Το θέμα της αποζημίωσης βρισκόταν στον αέρα. Και μία συγκεκριμένη αναγνώριση των χρεών του Τσάρου ήρθε αργότερα, την εποχή Yeltsin-Chernomyrdin.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αλλά στο πλαίσιο της Σοβιετικής ρητορικής, η Διάσκεψη της Γένοβας από μόνη της δεν ήταν σημαντική, αλλά πρωτίστως επειδή κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης η Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική
Δημοκρατία υπέγραψε μία χωριστή συνθήκη με τη Γερμανία. Αυτό συνέβη στις 16 Απριλίου του 1922 στην πόλη του Ραπάλλο στην Ιταλική Ριβιέρα, όχι μακριά από τη Γένοβα. Συμπτωματικά, αυτή η συμφωνία υπεγράφη στο ξενοδοχείο Imperiale, το οποίο, τουλάχιστον σύμφωνα με τη σύγχρονη διοικητική διαίρεση της Ιταλίας, δεν ανήκει στην πόλη του Ραπάλλο, αλλά στο γειτονικό θέρετρο Santa Margherita Ligure. Οι Ιταλοί καθαρολόγοι αρέσκονται στο να το τονίζουν. Όμως ο όρος «Συνθήκη του Ραπάλλο» έχει μείνει στην διπλωματική ιστορία παρά το γεγονός ότι υπήρχαν αυτές οι τοπογραφικές αποχρώσεις. Ηττημένη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία προσκλήθηκε επίσης σε σημαντική πολυμερή διπλωματική διάσκεψη για πρώτη φορά από τότε που υπογράφτηκαν οι συνθήκες ειρήνης. Οι στόχοι αυτού ήταν ξεκάθαροι: να διασφαλίσουν ότι η Γερμανία πλήρωσε αποζημιώσεις για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Lloyd George, όπως και στην περίπτωση της Σοβιετικής Ρωσίας, πίστευε ότι η ίση συμμετοχή του Βερολίνου στη Διάσκεψη θα εξυπηρετούσε αυτούς τους σκοπούς σε μεγαλύτερο βαθμό. Οι Γάλλοι δεν συμφώνησαν με αυτό αρχικά και πίστευαν ότι μία επιπλέον συζήτηση για τις Γερμανικές αποζημιώσεις υπονόμευε τα θεμέλια της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών. Ωστόσο, όπως και στην περίπτωση της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας , δεν υπήρξε ομοφωνία στο Γερμανικό θέμα στη Διάσκεψη της Γένοβας. 

Σε αυτό το πλαίσιο, η Γερμανία και η Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία ήταν στη Γένοβα σε παρόμοιες και εξαιρετικά μη ευνοϊκές θέσεις. Τα κράτη ταραξίες προσκλήθηκαν σε κοινό τραπέζι απλά και μόνο για να ζητήσουν χρήματα. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτό αντικειμενικά συνέβαλλε στην επαναπροσέγγισή τους στη Διάσκεψη. Σαν αποτέλεσμα, υπογράφηκε η Συνθήκη Ραπάλλο. Σε αυτή, τα μέρη
συμφώνησαν, πρώτα από όλα, στην απόρριψη των αμοιβαίων οικονομικών απαιτήσεων που ακολούθησαν τα αποτελέσματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της Επανάστασης στη Ρωσία. Σε αυτό το φόντο της αυστηρής εξωτερικής πίεσης και στις δύο χώρες, τα οικονομικά θέματα ήταν αρκετά κατανοητά και στην πραγματικότητα έθεσαν νέα θεμέλια για τις μεταπολεμικές διεθνείς σχέσεις, από την αρχή ,από την εγκατάλειψη των προηγούμενων νομισματικών απαιτήσεων. Επίσης στο Ραπάλλο, συμφωνήθηκε η πιο ευνοϊκή εθνική συνθήκη στο διμερές εμπόριο, και οι διπλωματικές σχέσεις αποκαταστάθηκαν πλήρως. Αμέσως μετά το Ραπάλλο, εντάθηκαν κοινές συνεργασίες ανάμεσα στις χώρες. Για παράδειγμα, μία από αυτές ήταν το Μάιο του 1922 το άνοιγμα της πρώτης διεθνούς γραμμής στη Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία μέσω διαδρομής Μόσχας- Königsberg. Οι πτήσεις πραγματοποιούνταν από τη Ρωσικό-Γερμανική εταιρία Deruluft. Η προαναφερόμενη στρατιωτική και στρατιωτική-τεχνική συνεργασία άρχισε να εξελίσσεται πιο εντατικά μετά το Ραπάλλο. Τα εργοστάσια και οι χώροι εκπαίδευσης που δημιουργήθηκαν τα επόμενα χρόνια στην περιοχή της ΕΣΣΔ έκαναν εφικτό για τη Γερμανία να επαναεξοπλίσει το στρατό της (συμπεριλαμβάνοντας και τανκς), κάτι το οποίο απαγορευόταν με τη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών. Για τη Σοβιετική  Ένωση, αυτή ήταν μία ευκαιρία να δοκιμάσει την Γερμανική βιομηχανική τεχνολογία, η οποία, σε σημαντικό βαθμό, έθεσε τη βάση για την Σοβιετική βιομηχανία άμυνας. Και το πιο σημαντικό όλων, είχε επέλθει αποφασιστική εξέλιξη στο τέλος της διπλωματικής απομόνωσης. Ακολουθώντας τη Γερμανία, τα χρόνια που ακολούθησαν η Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία και η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών αναγνωρίστηκαν επίσημα από ολοένα και περισσότερες χώρες.

Ποια είναι η ιστορική σπουδαιότητα του Ραπάλλο τώρα; Στις πολύ πρόσφατες «προ-Φεβρουαρίου» συνθήκες, θα ήταν απλά άλλη μία επέτειος, σημαντική και για τη Σοβιετική νοσταλγία και την ιστορική μνήμη μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας. Από ότι γνωρίζουμε, σχέδια του περασμένου χρόνου να οργανωθούν κοινές αναμνηστικές διασκέψεις αυτήν την ημερομηνία συζητήθηκαν μεταξύ των ιστορικών των δύο χωρών. Τώρα, φυσικά, όλα άλλαξαν. Πολλοί θα μπορούσαν ευθέως να πουν: «Ποιος νοιάζεται για το Ραπάλλο τώρα;». Και είναι ξεκάθαρο ότι η ιδέα μίας νέας συνθήκης τύπου «Rapallo», τον Απρίλιο του 2022,φαίνεται μία απόλυτη ουτοπία. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως, παρόλα αυτά ,το θέμα της «διάλυσης μέσω διπλωματικής απομόνωσης» είναι τώρα πιο σχετικό από ποτέ. Και η ιστορία εκατό χρόνια αργότερα μας φέρνει πίσω σε αυτά τα ερωτήματα. Αυτό δικαιολογεί την προσοχή η οποία δίνεται στα ιστορικά παραδείγματα σε αυτή την συγκεκριμένη κατάσταση, εξ ου και η ανάγκη ανανέωσης της μνήμης της Συνθήκης Ραπάλλο.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης