Ερόλ Ουζέρ 

Οι καινούργιες οδηγίες για την πολιτική κυρώσεων των Ηνωμένων Πολιτειών συμπεριλαμβάνουν την ανάπτυξη στοχευμένων κυρώσεων, μία πιο σοβαρή ανάλυση του οικονομικού κόστους για τις αμερικανικές επιχειρήσεις, καθώς επίσης και τις επιχειρήσεις από χώρες συμμάχους και , τελικά , πιο στενή συνεργασία με τους συμμάχους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στις Ηνωμένες Πολιτείες , η αναθεώρηση της πολιτικής κυρώσεων βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Η διοίκηση τους προσπαθεί να κάνει τα όργανα των κυρώσεων πιο αποτελεσματικά σε ότι αφορά την επίτευξη των πολιτικών στόχων και,  ταυτόχρονα, τη μείωση του πολιτικού και οικονομικού κόστους . Η συνεργασία με τους συμμάχους σχετικά με την επιβολή περιοριστικών μέτρων αντιμετωπίζεται ως ένα πολύ σημαντικό έργο. Ο Μπάιντεν προσεκτικά, αλλά με μεγάλη συνέπεια, εγκαταλείπει τον τρόπο επιβολής κυρώσεων με τον οποίο επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ.

Η πολιτική κυρώσεων υπό την προεδρία του Τραμπ χαρακτηρίστηκε από πολλά στοιχεία. Πρωτίστως ,η Ουάσινγκτον τις εφάρμοσε αρκετά σκληρά. Σε όλες τις σημαντικές περιοχές (Κίνα, Ιράν, Ρωσία, Βενεζουέλα) οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν οικονομικούς περιορισμούς χωρίς κανένα δισταγμό και, μερικές φορές σε έναν άνευ προηγουμένου βαθμό. Φυσικά, η διοίκηση του Τραμπ ενήργησε λογικά και η αυστηρότητα δεν ήταν αυτοσκοπός. Σε πολλές περιπτώσεις , οι αμερικανικές αρχές ενήργησαν με σύνεση (για παράδειγμα, σχετικά με τις κυρώσεις για το ρωσικό κρατικό χρέος το 2019). Τα στελέχη, κατευθυνόμενα από τον Τραμπ κατέπνιξαν τον υπερβολικό ενθουσιασμό για τις «δρακόντειες κυρώσεις» κατά της Ρωσίας ακόμα και κάποιες πρωτοβουλίες κατά της Κίνας. Όμως η σκληρότητα των υπολοίπων μέτρων κάποιες φορές σόκαραν τους συμμάχους και τους αντιπάλους αντίστοιχα. Αυτά τα μέτρα συμπεριλαμβάνουν τις κυρώσεις κατά μίας ομάδας Ρώσων επιχειρηματιών και των περιουσιακών τους στοιχείων στις 6 Απριλίου του 2014 ή απαγορεύσεις που επιβλήθηκαν σε κάποιες Κινέζικες υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών στις Ηνωμένες Πολιτείες ή κυρώσεις που δυσχέραιναν το έργο του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (International Criminal  Court).

Δεύτερον, ο Τραμπ ξεκάθαρα αγνόησε τις απόψεις των συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών. Η μονόπλευρη απόσυρση από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν το 2018 ανάγκασε τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να εγκαταλείψουν το Ιράν, δημιουργώντας απώλειες.  Ακόμη και κάποιοι από τους πιο στενούς συμμάχους του έθνους ενοχλήθηκαν. Ένα άλλο ενοχλητικό στοιχείο ήταν η επιμονή με την οποία ο Τραμπ (με την στήριξη του Κογκρέσου) φρέναρε το έργο του αγωγού Nord  Stream 2. Παρά τις περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στη Μόσχα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δεύτεροι υπερασπίστηκαν το δικαίωμα της Μόσχας να αποφασίσει ανεξάρτητα τι ήταν προς όφελός της και τι όχι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τρίτον, έντονες ανησυχίες σχετικά με τις κυρώσεις ξέσπασαν ανάμεσα στις Αμερικανικές επιχειρήσεις . Οι φόβοι στους οικονομικούς κύκλους ότι η υπερβολική χρήση κυρώσεων θα προκαλέσει περιττή πολιτικοποίηση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος έγιναν πιο έντονοι . Βραχυπρόθεσμα, μία ριζική πτώση στον παγκόσμιο ρόλο του δολαρίου είναι σχεδόν απίθανη.

Αλλά τα πολιτικά ρίσκα αναγκάζουν πολλές κυβερνήσεις να το σκέφτονται πολύ σοβαρά. Και οι δύο ανταγωνιστές (Μόσχα και Πεκίνο)και οι σύμμαχοι (Βρυξέλλες) έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν αντίστοιχα πλάνα. Οι εμπορικές κυρώσεις κατά της Κίνας έχουν επηρεάσει έναν αριθμό αμερικανικών εταιριών στους τομείς των τηλεπικοινωνιών και της υψηλής τεχνολογίας. Τελικά, σε κάποια θέματα ,η διοίκηση του Τραμπ ήταν ασυνεπής ή απλά έκανε λάθη. Για παράδειγμα, ο Τραμπ με ενθουσιασμό κατέκρινε την Κίνα για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υποστηρίζοντας σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες.  Όμως, ταυτόχρονα ,σχεδόν έκλεισε τα μάτια του στα γεγονότα στη Λευκορωσία το 2020. Το Κογκρέσο ήταν επίσης τρομερά ενοχλημένο με την καθυστέρηση αντίδρασης στο θέμα Navalny στη Ρωσία.  Σε ότι αφορά λάθη, η προηγούμενη διοίκηση έχασε τη στιγμή για εξαιρέσεις κρατών από την επιβολή κυρώσεων για ανθρωπιστικούς λόγους εξαιτίας της επιδημίας Covid-19. Ακόμη και μία υποκριτική συμπεριφορά θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ της «επιεικούς δύναμης» των Ηνωμένων Πολιτειών. Αντί αυτού, το Ταμείο του Κράτους δημοσίευσε μία λίστα εξαιρέσεων οι οποίες προϋπήρχαν.

Οι προϋποθέσεις για αναθεώρηση της πολιτικής επιβολής κυρώσεων προκύπτει πριν έρθει στην εξουσία ο Μπάιντεν. Πρώτα από όλα, πολλή ανάλυση έγινε από το Αμερικανικό σώμα ειδικών που παρέχει συμβουλές σε συγκεκριμένα πολιτικά ή οικονομικά προβλήματα -μη κυβερνητικά κέντρα. Παρείχαν μία πλήρως αντικειμενική και αμερόληπτη ανάλυση και επιτευγμάτων και λαθών. Επιπλέον,το G.A.O (Government  Accountability  Office ) έχει κάνει σοβαρή δουλειά. Το 2019 προετοίμασε δύο αναφορές για το Κογκρέσο σχετικά με τους θεσμούς που αποφασίζουν για τον τρόπο επιβολής κυρώσεων. Όμως η νίκη του Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές επιτάχυνε σε μεγάλο βαθμό την αναθεώρηση αυτών των οργάνων. Και οι ιδεολογικές προτιμήσεις των Δημοκρατικών (για παράδειγμα, η έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα ) και η πολιτική εμπειρία του ίδιου του Μπάιντεν έπαιξαν έναν σημαντικό ρόλο.

 Οι νέες οδηγίες για τον τρόπο επιβολής κυρώσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής συνοψίζονται παρακάτω: Πρώτον, στην ανάπτυξη στοχευμένων κυρώσεων και σε μία πιο σοβαρή ανάλυση του οικονομικού κόστους για τις Αμερικανικές επιχειρήσεις , καθώς επίσης και τις επιχειρήσεις κρατών τα οποία είναι σύμμαχοι και συνεργάτες. Δεύτερον, πιο στενή συνεργασία με τους συμμάχους.  Εδώ ο Μπάιντεν έχει ήδη στείλει ενθαρρυντικά μηνύματα εφαρμόζοντας προσωρινές εξαιρέσεις επιβολής κυρώσεων για το έργο Nord Stream 2. Αν και αρκετοί Ρωσικοί οργανισμοί και πλοία βρίσκονταν στην Αμερικανική λίστα κυρώσεων, το Nord Stream 2 το ίδιο και η ηγεσία του δεν επλήγησαν. Τρίτον, μιλάμε για περισσότερη προσοχή και σεβασμό στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Μπάιντεν έχει ήδη απαντήσει με κυρώσεις και στο θέμα του Navalny και στην κατάσταση στη Λευκορωσία. Τέταρτον, η διοίκηση δουλεύει για να ανατρέψει τις πιο αμφιλεγόμενες αποφάσεις του Τραμπ. Τα διατάγματα για τις Κινεζικές τηλεπικοινωνίες το 2020 έχουν ακυρωθεί, το διάταγμα για επιβολή κυρώσεων εναντίον του Διεθνούς Δικαστηρίου ακυρώθηκε, το διάταγμα για τις Κινέζικες στρατιωτικοβιομηχανικές εταιρίες τροποποιήθηκε. Επίσης διαπραγματεύσεις με το Ιράν βρίσκονται σε εξέλιξη.

Το Ταμείο του Κράτους , ένας από τους πιο σημαντικούς φορείς στην επιβολή κυρώσεων, θα υποστεί και αυτό κάποιες μεταρρυθμίσεις. Η Ελίζαμπεθ Ρόζενμπεργκ, μία εξέχουσα ειδικός στην επιβολή κυρώσεων, η οποία προηγουμένως εργάστηκε στο Center for a New American Security, ίσως αναλάβει την θέση της βοηθού γραμματέως του Ταμείου του Κράτους. Θα παραβλέψει το θέμα των κυρώσεων. Με αυτόν τον τρόπο, η αρχή των «περιστρεφόμενων πορτών», η οποία είναι οικεία στους Αμερικανούς, θα τεθεί σε εφαρμογή, όταν η κρατική υπηρεσία θα ανανεωθεί με προσωπικό από τους κύκλους ειδικών και επιχειρήσεων, οι οποίοι μετά θα επιστραφούν εκεί από όπου προήλθαν. Ταυτόχρονα, αυτή η αναθεώρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί επανάσταση. Οι θεσμοί θα παραμείνουν ίδιοι. Είναι ένας συνδυασμός λειτουργιών πολλών τμημάτων -του Ταμείου του Κράτους , του Τμήματος του Εμπορίου, της Δικαιοσύνης και πολλών άλλων. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων συσσωρεύτηκε εμπειρία σχετικά με τη συνεργασία αυτών των τομέων.

Το σύστημα δούλεψε χωρίς ψεγάδι και υπό την προεδρία του Τραμπ και των προκατόχων του. Περισσότερο θα αλλάξει τις πολιτικές ντιρεκτίβες. Για τη Ρωσία αυτή η αναθεώρηση δεν θα φέρει ριζικές αλλαγές. Μία απόσυρση από το «βομβαρδισμό» των ρωσικών επιχειρήσεων, όπως το συμβάν στις 6 Απριλίου του 2018, δείχνει ότι καλά νέα μπορούν να θεωρηθούν μία πιθανότητα. Όμως οι νόμιμοι μηχανισμοί επιβολής κυρώσεων κατά της Ρωσίας θα εξακολουθούν να υφίστανται. Η έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα θα οδηγήσει σε αύξηση κυρώσεων κατά κυβερνητικών δομών. Με αυτό το φόντο, είναι πιθανές τακτικές πολιτικές κρίσεις ανάμεσα στις δύο χώρες.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης