Του Βασίλη Τατσιόπουλου

Πληροφορίες‌

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τίτλος:‌ Cyberpunk 2077
Διαθέσιμο‌ ‌σε:‌ PC, PlayStation 4, Xbox One
Δοκιμάστηκε‌ ‌σε:‌ PlayStation 5 (έκδοση PS4)
Εταιρεία‌ ‌Ανάπτυξης:‌ CD Projekt Red
Εκδότρια‌ ‌Εταιρεία:‌ CD Projekt
Είδος:‌ Action role-playing
Ηλικίες:‌ ‌‌18+‌ ‌
Ημ/νία‌ ‌Κυκλοφορίας:‌ 10 Δεκεμβρίου 2020

 

 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 

 

Δεν ήξερα τι ακριβώς να περιμένω από το Cyberpunk 2077, ρεαλιστικά.  Ο μύθος που χτίστηκε γύρω από το όνομά του γιγαντώθηκε πολύ γρήγορα, οι προσδοκίες ήταν στα ύψη, η κυκλοφορία κάπως «ανώμαλη». Περιμέναμε πολλά, θέλαμε να δούμε καινοτομίες και στοιχεία που θα εξελίξουν το είδος και το gaming συνολικά. Περιμέναμε βέβαια και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της CD Projekt Red, κυρίως το υψηλού επιπέδου writing.
 

Το έπαιξα, το τερμάτισα, το άρχισα από την αρχή, του έδωσα 70 περίπου ώρες συνολικά. Και τι είναι, τελικά, το Cyberpunk 2077; Τι έχει, από όσα περίμενα; Πάει το gaming ένα βήμα παραπέρα; Δίνει νέα ορόσημα στο μέσο; Τι κάνει, τελικά, το πιο αναμενόμενο παιχνίδι της χρονιάς, και ίσως της δεκαετίας;
 

Μετά από δεκάδες ώρες, αποστολές, μπόλικο πιστολίδι, stealth, ψηφιακές γνωριμίες με συναρπαστικούς χαρακτήρες, έρωτες, προδοσίες, συγκίνηση, κατάλαβα ποια είναι η ουσία του Cyberpunk 2077. Είδα την ψυχή του, τα χαράματα, καθώς έμπαινα στα προάστια της Night City, οδηγώντας τη μηχανή μου στην έρημο με το ράδιο να παίζει φουτουριστικές μελωδίες. Ένιωσα τον παλμό της καρδιάς του Cyberpunk 2077, στην άκρη της πόλης, λίγο πριν το σούρουπο με μία φίλη μέσα στο αμάξι, να κοιτάμε τους τιτάνιους ουρανοξύστες στον ορίζοντα και τις πληθωρικές διαφημιστικές πινακίδες να φωτίζουν τον ουρανό.
 

Ό,τι κι αν περιμένατε από το νέο παιχνίδι της CD Projekt Red, αν από τα trailers σας τράβηξαν οι μάχες, τα σπαθιά, οι πυροβολισμοί, αν ανυπομονούσατε να ζήσετε σε αυτήν την τεράστια πόλη, να γίνετε μέρος της, ή αν ψάχνατε καινοτομίες και συστήματα role-playing με πρωτοφανές βάθος, ίσως θα χρειαστεί να μετριάσετε τις προσδοκίες σας· δεν βρίσκεται εκεί η καρδιά του Cyberpunk 2077. Βρίσκεται στις ήσυχες στιγμές, στις φιλίες που θα αναπτύξετε με τους χαρακτήρες που θα βρεθούν στον δρόμο σας. Σε έναν διάλογο κάτω από τα νέον φώτα ενός υπόγειου μπαρ. Μία κατάθεση ψυχής σε εργαζόμενη φουτουριστικού οίκου ανοχής, που σπαράζει σωθικά. Μία αγκαλιά με τη σύντροφό σας ενώ έξω από το σπίτι μαίνεται καταιγίδα.
 

 Ό,τι κι αν περιμένατε, ό,τι κι αν νομίζετε πως θα παίξετε, το Cyberpunk 2077 θα καταφέρει να σας εκπλήξει αρκετές φορές. Θα σας συγκινήσει, θα σας τρομάξει, θα σας δώσει κάποιες αξέχαστες στιγμές. Είναι όλα εκεί, όσα έχουν σημασία. Ο πυρήνας του παιχνιδιού είναι η ιστορία που θέλει να αφηγηθεί, όχι όμως η κεντρική πλοκή με τις γιγάντιες εταιρείες, τις ανατροπές και τα καταιγιστικά γεγονότα· είναι οι σχέσεις ανθρώπων που ζουν σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, και προσπαθούν να «πιαστούν» απ’ όπου βρουν, για να γίνει πιο εύκολη η ζωή τους, να σπάσει η μοναξιά, να φύγει πια ο φόβος.
 

Είναι άνθρωποι που θέλουν να μείνει κάτι πίσω τους όταν «φύγουν», να τους θυμάται κάποιος, να αφήσουν το στίγμα τους. Είναι χαρακτήρες που φοβούνται την απώλεια της ταυτότητας, της μνήμης, και αναζητούν συνεχώς τον σκοπό τους, τον προσωπικό τους προορισμό. Φοβούνται να πλησιάσουν κοντά σε άλλους, φοβούνται να ανοιχτούν, φοβούνται να πεθάνουν. Στο Cyberpunk 2077 θα περάσετε πολλές στιγμές με τέτοιους χαρακτήρες, που θα σας κρατήσουν το χέρι για να φοβάστε λιγότερο, εσείς αλλά και οι ίδιοι. Είναι όλα εκεί.
 

Κρίμα είναι που για να φτάσετε εκεί, στην καρδιά, στην ψυχή της εμπειρίας, πρέπει να αντιμετωπίσετε αρκετές στιγμές που δεν κινούνται σε εφάμιλλο επίπεδο ποιότητας, και που ανήκουν σε πολλά τμήματα του παιχνιδιού. Η βασική ιστορία του Cyberpunk 2077 είναι ενδιαφέρουσα και καλογραμμένη, αν και πατάει πολύ σε ασφαλείς δρόμους, με απεικονίσεις και αφηγηματικά εργαλεία που έχουμε δει πολλές φορές σε έργα κάθε τύπου που ανήκουν στο κυβερνοπάνκ υποείδος. Η απόδοση του setting είναι οπτικά εξαιρετική, με πανέμορφο, επιβλητικό σχεδιασμό -ιδιαίτερα στο αστικό περιβάλλον, όμως επί της ουσίας το υπόβαθρο δεν έχει πολλά να δώσει, πέρα από ό,τι προσφέρει στο κεντρικό σενάριο. Με λίγα λόγια, θα δείτε εικόνες που έχετε δει σε πάρα πολλά έργα επιστημονικής φαντασίας, όμως δεν θα απολαύσετε την εμβάθυνση στα πιο «βρόμικα» στοιχεία που παρέχει ένα cyberpunk φόντο, εκτός από όσα μένουν στο αισθητικό κομμάτι. Ωστόσο, όσα κάνει το σενάριο, πράγματι τα κάνει καλά, με γραφή σταθερά αποδοτική και δυνατά set-pieces, αλλά και ένα εκπληκτικό cast χαρακτήρων να πλαισιώνει τα γεγονότα.
 

Δυστυχώς, η κεντρική πλοκή από ένα σημείο και μετά «γκαζώνει» υπερβολικά, με αποτέλεσμα να προσπερνά στα γρήγορα περιστατικά μεγάλης αφηγηματικής σημασίας και να φέρνει ένα τέλος κάπως βιαστικό σε μία ιστορία που είχε περισσότερα να δώσει. Το σενάριο από μόνο του δεν είναι κάτι τρομερό ή καινοτόμο, όμως οι χαρακτήρες που βρίσκονται γύρω του το ζωντανεύουν και το ανεβάζουν πολλά επίπεδα ποιοτικά. Επίσης, η συμπερίληψη του Johnny Silverhand, τον οποίον ενσαρκώνει ο Keanu Reeves, με τον τρόπο που γίνεται αποτελεί αρκετά εμπνευσμένη πινελιά που βελτιώνει κατά πολύ το παιχνίδι στο σύνολό του.
 

Ο Johnny, όπως και ο πρωταγωνιστής/η πρωταγωνίστρια, αλλά και πολλοί ακόμη χαρακτήρες του κόσμου αυτού, είναι εξαιρετικά καλογραμμένοι, έχουν έντονες προσωπικότητες, και απόλυτα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Οι περισσότεροι βασικοί χαρακτήρες παρουσιάζονται μέσα από τις παράπλευρες αποστολές, που είναι από τα πολύ δυνατά χαρακτηριστικά του Cyberpunk 2077. Οι βασικές αποστολές τελειώνουν σχετικά γρήγορα, σε 20 περίπου ώρες, και συμπληρώνονται από τις side missions, αλλά και πολλές απλούστερες αποστολές που αποτελούν «γέμισμα».

Συνολικά, το πακέτο είναι ικανοποιητικό, όμως δεν είναι το επίπεδο εξίσου ποιοτικό σε κάθε σημείο. Κάποιες αποστολές είναι πραγματικά τρομερές, ενδεικτικές του ταλέντου των συντελεστών, άλλες όμως είναι εντελώς βασικού τύπου και υπάρχουν μόνο για να μας δίνουν συνεχώς κάτι να κάνουμε και για να αυξήσουν τις ώρες παιχνιδιού. Ως αποτέλεσμα, και επειδή οι αποστολές δίνονται συνήθως μέσω τηλεφώνου, καταλήγουμε να έχουμε μία τεράστια λίστα με quests, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι αδιάφορα, και τα δυνατά πολλές φορές χάνονται στο πλήθος.
 

Επίσης, οι επιλογές που δίνονται στον παίκτη για να επηρεάσει την έκβαση του σεναρίου δεν είναι απόλυτα ικανοποιητικές για RPG και ειδικά τέτοιου βεληνεκούς, αφού οι αλλαγές που μπορεί να προκαλέσει είναι σχετικά περιορισμένες και εμφανίζονται σε συγκεκριμένα σημεία, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης στον κόσμο και την κατάσταση που επικρατεί. Πρόκειται για μία πιο προσωπική ιστορία, με τον/τη V στο επίκεντρο, και τριγύρω τους χαρακτήρες που συναντά, ενώ και ο πρωταγωνιστικός ρόλος δεν είναι “tabula rasa”, και δεν μπορούμε να χτίσουμε πάνω του όπως εμείς επιθυμούμε. Πράγματι, θα μας δοθεί η ευκαιρία να αντιδράσουμε ποικιλοτρόπως σε αρκετές καταστάσεις, όμως πάντα στα όρια που στήνει η προσωπικότητα του/της V, που ευτυχώς είναι τρομερή.

Ο character creator, δυστυχώς, παρότι μας δίνει τη δυνατότητα να φτιάξουμε έναν χαρακτήρα που μας αντιπροσωπεύει όσο επιθυμούμε σε κάποια χαρακτηριστικά του, έχει ελλείψεις σε άλλα. Αρχικά, παρόλο που δίνονται αρκετές επιλογές όσον αφορά τα γεννητικά όργανα του χαρακτήρα μας, περισσότερες από όσο συνηθίζεται, είναι κρίμα που δεν γίνεται το παραπάνω βήμα και δεν αντιστοιχίζεται επαρκώς το φύλο, με μοναδικές επιλογές το αρσενικό και θηλυκό, που αποφασίζεται μάλιστα αποκλειστικά από τη φωνή του χαρακτήρα. Παράξενη, ελλιπής επιλογή που φέρει και άλλες ελλείψεις στη συνέχεια, όταν μπαίνουμε στο σύστημα του romance. Επίσης, λείπουν οι δυνατότητες για παραμετροποίηση της εμφάνισης σε βάθος, και ιδίως για αξιοποίηση των μηχανικών μελών που συνηθίζονται σε τέτοιο setting. 
 

Το άλλο μεγάλο χαρακτηριστικό του Cyberpunk 2077, ο άλλος κεντρικός χαρακτήρας, είναι η ίδια η πόλη, η τιτάνια Night City. Παίζοντας με τον ρυθμό που προσπαθεί να επιβάλλει ο τίτλος, περνώντας φευγαλέα από τα σοκάκια και τις λεωφόρους, η πόλη φαίνεται ως ένα τεράστιο επίτευγμα. Επίτευγμα για το immersion, για τον σχεδιασμό αστικών περιβαλλόντων σε video games, για τη μεταφορά της ατμόσφαιρας που χαρακτηρίζει το είδους του κυβερνοπάνκ.
 

Οι βόλτες στη Night City, αλλά και εκτός, στην έρημο τριγύρω, κερδίζουν τις εντυπώσεις σε μία σύντομη ανάγνωση, αλλά η ψευδαίσθηση σπάει σε χίλια κομμάτια αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούν είναι εντελώς άψυχοι, δεν αντιδρούν στον περίγυρό τους και δεν έχουν πραγματικές ρουτίνες συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα απλώς να περιφέρονται άσκοπα και να συμπεριφέρονται παράταιρα σε κάθε σχεδόν περίπτωση. Τελικά, η πόλη δεν είναι ζωντανός κόσμος που αναπνέει, αλλά ένα πανέμορφο υπόβαθρο πάνω στο οποίο στήνονται οι αποστολές. Δεν υπάρχουν δυνατότητες αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον και τους κατοίκους εκτός των quests, και είναι πολύ κρίμα γιατί οι βασικοί χαρακτήρες, ειδικά, δεν αναπτύσσονται όσο πρέπει. Έτσι, ενώ θα νιώσετε πως κάνατε φίλους στον in-game αυτόν κόσμο, η δομή θα σας φέρει βίαια στην πραγματικότητα, αφαιρώντας από τους χαρακτήρες αυτούς τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης επί της ουσίας, μόλις τελειώσετε τις αποστολές τους.
 

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει πάντως το πώς επιτυγχάνεται η σύνδεση του βασικού, κεντρικού σεναρίου με τα παράπλευρα, ακόμα και με τα πλέον ασήμαντα γεγονότα, μέσω ενός έξυπνου και άριστα υλοποιημένου τρικ, που διατηρεί συνεχώς την αίσθηση ότι παίζουμε μία ενιαία ιστορία και όχι ξεχωριστά αποσπάσματα.
 

Τα RPG συστήματα, εκτός από όσα αφορούν στο σενάριο και τους διαλόγους, επιχειρούν να δώσουν στον παίκτη τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα στατιστικά του πρωταγωνιστή ή της πρωταγωνίστριάς του όπως επιθυμεί, για να εκμεταλλευτεί τους διάφορους μηχανισμούς του παιχνιδιού διαφορετικά. Μπορείτε να στήσετε χαρακτήρα που εξειδικεύεται στο stealth, στο χακάρισμα, στις μάχες σώμα με σώμα ή με πυροβόλα όπλα, μεταξύ άλλων. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι πράγματι σχεδιασμένες με βάση την ευελιξία, ώστε να μπορούν να προσεγγιστούν με διάφορες μεθόδους, ενώ υπάρχουν και πιο αυστηρά συστήματα ρόλων, που μας επιτρέπουν να ανοίξουμε κλειδωμένες πόρτες αξιοποιώντας συγκεκριμένα στατιστικά του χαρακτήρα, για παράδειγμα.
 

Το όλο σύστημα είναι ικανοποιητικό, χωρίς να περιλαμβάνει καινοτομίες ή να χαράσσει τον δρόμο για το είδος, αλλά, δυστυχώς, αν το σπάσουμε σε επιμέρους τμήματα του gameplay υπάρχουν ποιοτικές διακυμάνσεις. Αν παίζουμε με πυροβόλα όπλα θα διασκεδάσουμε αρκετά, καθώς το σύστημα είναι αξιόλογο, με όπλα που έχουν αίσθηση βάρους και κλωτσάνε ευχάριστα και χαρακτηριστικά του είδους τους, αλλά και με έναν μηχανισμό κάλυψης που λειτουργεί άψογα και είναι εύστοχος. Υπάρχει και μία τεράστια ποικιλία όπλων και αναβαθμίσεών τους, από shotgun μέχρι katana, για να καλύψει όλα τα γούστα.
 

Ως shooter, το Cyberpunk 2077 είναι ικανοποιητικό, και είναι θετικό το γεγονός ότι δεν είναι αμιγώς shooter, αφού οι εχθροί δεν σκοτώνονται με μία σφαίρα στο κεφάλι, αλλά η ζημιά που προκαλούν οι ριπές βασίζεται στο πώς έχει χτιστεί ο χαρακτήρας –τι φοράει, τι όπλα έχει, πού έχει επενδύσει τους πόντους που παίρνει με κάθε level. Ναι, το Cyberpunk 2077 είναι πράγματι RPG, ευτυχώς, σε κάθε του πτυχή, απλώς δεν πρόκειται για ένα από εκείνα τα παιχνίδια του είδους που παρέχουν ελευθερία χωρίς όρια και βασίζονται κυρίως στις καταστάσεις και τις αλλαγές που μπορεί να φέρουν οι επιλογές του παίκτη.
 

Τα εργαλεία που μας δίνει το παιχνίδι, ενώ είναι αρκετά, δεν αποκτώνται με ιδανικό ρυθμό και έτσι αργούμε πολύ να αναβαθμιστούμε και να εξοπλιστούμε επαρκώς ώστε να αξιοποιηθούν όλα τα συστήματα, ενώ και η –σχετικά- μικρή διάρκεια δεν μας επιτρέπει να τα απολαύσουμε όσο θα θέλαμε όταν πλέον ξεκλειδωθούν.
 

Στο Cyberpunk 2077 ένα μεγάλο μέρος των επιλογών σε διαλόγους και του replayability είναι πλασματικού τύπου, αφού στην ουσία δεν αλλάζει κάτι, ό,τι κι αν αποφασίσετε να κάνετε. Για παράδειγμα, τα τρία lifepaths που σας δίνει το παιχνίδι για να ξεκινήσετε, τα οποία λειτουργούν ως υπόβαθρο για τον χαρακτήρα σας, επηρεάζουν μόνο την εισαγωγή που θα δείτε και σας δίνουν κάποιες, συγκεκριμένες απαντήσεις για κάθε υπόβαθρο, σε ορισμένους διαλόγους –αλλά όχι σε σημαντικά σημεία, μόνο για ενίσχυση της ατμόσφαιρας.
 

Έτσι, το replayability είναι σχεδόν ανύπαρκτο, αφού αν παίξετε μία φορά και ασχοληθείτε με αρκετές αποστολές και δραστηριότητες, το επόμενο playthrough δεν θα έχει πολλές και επαρκείς διαφοροποιήσεις, και οι τερματισμοί μάλιστα βασίζονται κυρίως σε επιλογές που θα κάνετε στο τελείωμα. Υπάρχουν και κάποια στοιχεία των τερματισμών που ξεκλειδώνουν μέσω των side quests, όμως αν παίξετε δύο φορές τις αποστολές αυτές, δεν θα δείτε μεγάλες διαφορές, εκτός από το romance, που είναι επίσης ελλιπές, με μία επιλογή για κάθε φύλο και σεξουαλικότητα. Γενικά, δεν θα κάνετε επιλογές που θα επηρεάσουν σε βάθος και μακροπρόθεσμα τον κόσμο, αν αυτό περιμένατε.
 

Τώρα, στα του gameplay, αν επιλέξετε να είστε ένα «φάντασμα», να κρύβεστε στις σκιές και να σκοτώνετε τους εχθρούς κρυφά, ή να χακάρετε από μακριά τα διάφορα προσθετικά μέλη τους αλλά και στοιχεία του περιβάλλοντος, τα πράγματα δεν είναι εξίσου ρόδινα. Το hacking είναι διασκεδαστικό και έχει πολλές προοπτικές αν ασχοληθείτε μαζί του, ενώ σε προχωρημένο στάδιο πράγματι θα νιώσετε σαν κυβερνοπάνκ χάκερ που ελέγχει και καταστρέφει τον περίγυρό του μέσω του διαδικτύου. Μπορείτε να «κλείσετε», για παράδειγμα, τα προσθετικά μάτια ενός εχθρού, και να περάσετε απαρατήρητοι.
 

Το stealth, όμως, είναι το βασικότερο ελάττωμα του τίτλου, με απλοϊκή ΑΙ για τους εχθρούς και εντελώς βασικά και παρωχημένα συστήματα απόκρυψης, που έχουν ήδη ξεπεραστεί εδώ και χρόνια. Μπορείτε ας πούμε να σκοτώνετε ή να ακινητοποιείτε εχθρούς χωρίς να σας εντοπίσουν, να τους κρύβετε και όλα τα σχετικά, όμως δεν υπάρχουν εξεζητημένοι μηχανισμοί, και μάλιστα κάποιοι είναι απαρχαιωμένοι, όπως για παράδειγμα οι «κώνοι όρασης» στο radar. Αν παίζετε με βάση το stealth, το gameplay δεν είναι επαρκώς ικανοποιητικό και πιθανότατα γρήγορα θα γυρίσετε πάλι στο πιστολίδι που είναι πολύ ανώτερο.
 

Το θετικό είναι ότι μπορούμε να συνδυάσουμε τα διάφορα αυτά στιλ παιξίματος, και να τα χρησιμοποιούμε ανάλογα με την περίσταση, χωρίς βέβαια να αναβαθμίσουμε κάποιο σε τεράστιο βαθμό. Το σύστημα της αναβάθμισης του χαρακτήρα επιτρέπει την επένδυση σε όποιο χαρακτηριστικό του θέλουμε, χωρίς περιορισμούς, και έτσι μπορούμε να χτίσουμε με βάση τις επιθυμίες μας και το πώς θα παίζουμε. Τα μενού της αναβάθμισης αυτής, όπως και τα υπόλοιπα, είναι κατώτερα των προσδοκιών και των απαιτήσεων, αφού καλούνται να διαχειριστούν μεγάλο όγκο πληροφοριών και αποτυγχάνουν σχεδόν παταγωδώς.
 

Το level up είναι απλό, δεν κάνει μεγάλη αίσθηση και διαφορά άμεσα, όμως έχει αρκετές δυνατότητες παραμετροποίησης, ιδίως αν συμπεριλάβουμε τα cyberware, τα μηχανικά μέρη που μπορούμε να φορέσουμε για να αποκτήσουμε ξεχωριστές ικανότητες. Τα συστήματα αυτά δένουν μεταξύ τους και προσφέρουν ένα διασκεδαστικό σύνολο, παρά τις ελλείψεις του, που όμως δεν είναι αρκετό για να κοντράρει το βασικότερο κομμάτι, που είναι η αφήγηση. Το μόνο σύστημα που είναι περιττό και κακοστημένο είναι το εντελώς αχρείαστο crafting, που φαίνεται να μπήκε επειδή «έπρεπε» να μπει, ή για να δικαιολογήσει την αναζήτηση του –αμέτρητου- loot που βρίσκεται πραγματικά παντού και κουράζει ενίοτε.  Το αποτέλεσμα αυτών; Πολλές φορές ανυπομονούσα να τελειώσει ένα τμήμα gameplay, για να πάω πάλι σε διαλόγους, που ένιωθα πως μου πρόσφεραν πολύ περισσότερα.
 

Οι διάλογοι αυτοί είναι συνεχώς κορυφαίας ποιότητας, καλογραμμένοι, συναισθηματικά φορτισμένοι όπου πρέπει, αστείοι αλλού και πάντοτε δοσμένοι μέσω πρωτοκλασάτων ερμηνειών από το τρομερό καστ. Ο βασικός ρόλος, είτε επιλέξετε αρσενικό ή θηλυκή V, αποδίδεται με εξαιρετική δουλειά και καταφέρνει να αποδώσει τα διάφορα συναισθήματα με μαεστρία, χωρίς υπερβολές. Η θηλυκή V ειδικά, είναι πολύ εύκολο να μπει στη λίστα με τους αγαπημένους σας χαρακτήρες από video game, ενώ θα βάλετε σίγουρα και μερικούς NPC εκεί. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί δεν πάνε πίσω και, κάποιοι χαρακτήρες ειδικά, θα σας κλέψουν την καρδιά με άνεση. Η επιλογή που αποδεικνύεται πιο προβληματική, πάντως, είναι ο Keanu Reeves, ένα από τα βασικά κομμάτια του μάρκετινγκ. Δεν είναι πως η ερμηνεία του είναι ενοχλητική ή κακή, αλλά ότι είναι υποδεέστερη των άλλων και δεν καταφέρνει πάντα να πετύχει τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων και ιδίως την οργή του Silverhand.
 

Εκτός από τη δράση, το stealth και τα παρελκόμενα, υπάρχουν και κάποια ακόμα πιο ντετεκτιβικά κομμάτια που είναι πανέμορφα και έχει γίνει η απαραίτητη προσπάθεια ένταξής τους στο σενάριο, όμως τελικά είναι κάπως απογοητευτικά εξαιτίας της απόλυτης και απαρέγκλιτης γραμμικότητάς τους, που στην ουσία δεν δίνει καμία ελευθερία στον παίκτη και απλώς τον βάζει σε ένα «τρενάκι» για να δει την παρουσίαση που έστησε η εταιρεία, χωρίς να συμμετέχει ενεργά. Μάλιστα, μαζί με το ατσούμπαλο σύστημα της οδήγησης, οι σκηνές αυτές της αναζήτησης στοιχείων είναι οι μόνες που μας βγάζουν από το first-person.
 

Η επιλογή της εταιρείας να κάνει το Cyberpunk 2077 αποκλειστικά first-person, πάντως, τελικά δικαιώνεται αφού όλο το παιχνίδι έχει σκηνοθετηθεί με βάση την οπτική αυτή και καταφέρνει να κάνει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα με το immersion, που είναι πολύ υψηλό σε γενικές γραμμές. Βλέποντας τα πάντα μέσα από τα μάτια του χαρακτήρα σας, και με τη βοήθεια διαφόρων σκηνοθετικών κόλπων, ο χαρακτήρας αυτός αποκτά υπόσταση και ουσία, σε σημείο που σπάνια συναντάμε στα παιχνίδια πρώτου προσώπου.
 

Η πόλη, όπως φαίνεται μέσα από τα μάτια μας, εντυπωσιάζει με το μέγεθός της, αφού πρόκειται για πραγματικής έκτασης περιοχή και όχι γνωστή παιχνιδίστικη κλίμακα. Είναι ένα από τα πιο χορταστικά setting που έχουμε δει ποτέ και απόλυτα πιστό αισθητικά στις καταβολές του, ωστόσο από περιεχόμενο είναι τελείως άδειο. Οι περισσότερες δραστηριότητες προκύπτουν μέσω κλήσεων στο τηλέφωνο, και τα γεγονότα του ανοιχτού κόσμου περιορίζονται σε άψυχες μονομαχίες αστυνομικών με παραβάτες, στις οποίες μπορείτε να λάβετε μέρος, αλλά δεν παρουσιάζονται αρκετοί λόγοι για αυτό. Υπάρχουν και κάποιες πιο ενδιαφέρουσες καταστάσεις, όμως σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για τύπου sandbox ή sandbox-like τίτλο. Το lore της πόλης είναι εξαιρετικό, αν και σε κάποια σημεία δεν υπάρχει καμία εμβάθυνση και ολόκληρες περιοχές και συμμορίες μένουν σε απλές περιγραφές.
 

Η απόδοση του Cyberpunk στοιχείου είναι τρομερή αισθητικά, όμως επί της ουσίας δεν πρόκειται για ιδιαίτερα βαθιά προσέγγιση, αφού αγγίζει επιδερμικά τα διάφορα στοιχεία που βρίσκονται στον πυρήνα του είδους. Οι ευκαιρίες είναι εκεί, αλλά δεν τις εκμεταλλεύεται πάντα και έτσι έχουμε μία ελαφρώς επιφανειακή περίπτωση, ενδιαφέρουσα και καλογραμμένη, αλλά καθόλου ριψοκίνδυνη. Εικαστικά αλλά και σεναριακά, το Cyberpunk 2077 πατάει σε πολύ κλασικά και ασφαλή εργαλεία, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται κλισέ εικονοποιήσεις και μερικά παρωχημένα αφηγηματικά σχήματα. Δεν πρόκειται για το πιο βαθύ Cyberpunk έργο, ούτε εκμεταλλεύεται στο έπακρο το είδος και το υλικό στο οποίο βασίζεται, όμως αποτελεί ενσάρκωση των ονείρων κάθε λάτρη του κυβερνοπάνκ, δίνοντας πνοή σε έναν κόσμο που έχει κάτι από όλα τα έργα που έχουμε αγαπήσει. Οι βόλτες στη Night City, αν και κενές σε ουσία, είναι πράγματι ανεπανάληπτες σε στιλ.
 

Εξαιρετική βοήθεια φυσικά αποτελεί το εκπληκτικό soundtrack που περιλαμβάνει μελωδίες από διάφορα μουσικά είδη, όμως πάντοτε απόλυτα ταιριαστές στο ύφος και το setting. Είτε μιλάμε για μουσική που ντύνει σκηνές δράσης, είτε για τα τραγούδια του ραδιοφώνου σε ένα όχημα, πρόκειται για κορυφαίο soundtrack που κερδίζει τις εντυπώσεις και ενισχύει την ατμόσφαιρα έντονα.
 

Το Cyberpunk 2077, λοιπόν, δεν είναι ένα τέλειο παιχνίδι. Έχει πολλά ελαττώματα, που δεν το αφήνουν να λάμψει σε όλους τους τομείς, και κυρίως μας κερδίζει με το σενάριο και την υπέροχη πόλη. Ωστόσο, υπάρχει και το επίμαχο σημείο του τεχνικού τομέα, σε κονσόλες τουλάχιστον, που πράγματι πλήττει ακόμα περισσότερο την εμπειρία. Αν δεν έχετε μεγάλες απαιτήσεις και παίξετε σε PS5, και αν δεν έχετε δει ποτέ πώς τρέχει το παιχνίδι σε PC, ίσως δεν έχετε ιδιαίτερο πρόβλημα. Όμως, η κατάσταση έχει ως εξής: παίζοντας σε PS5, η έκδοση του PS4 δεν μοιάζει με το αίσχος που περιγράφει πολύς κόσμος, αλλά δεν πρόκειται να σας ρίξει τα σαγόνια σε καμία περίπτωση.
 

Η δυναμική ανάλυση που φτάνει ως τα 1188p, σε συνδυασμό με την πληθωρική χρήση εφέ καπνού, ογκομετρικής ομίχλης και φωτισμού, συνθέτουν ένα θολό σύνολο, κατώτερο των προσδοκιών, όμως όχι unplayable. Είναι δυνατό να το απολαύσετε σε αυτήν του την έκδοση, αν και δεν είναι στην ιδανική του μορφή. Το frame rate είναι στα 60 καρέ το δευτερόλεπτο, με πτώσεις εδώ κι εκεί, όμως σε γενικές γραμμές κι εδώ μιλάμε για αποτέλεσμα που δεν εντυπωσιάζει, ούτε όμως φτάνει σε σημείο να μην παίζεται ή να μην είναι διασκεδαστικό.
 

Αν παίξετε σε κονσόλες προηγούμενης γενιάς, κάτι που εγώ δεν είχα την ευκαιρία να κάνω, θα δείτε, δυστυχώς, μεγάλη πτώση στην ποιότητα. Τα frames σε αυτήν την περίπτωση πέφτουν σε ανεπίτρεπτους αριθμούς, ενώ η ανάλυση κοντά στα 720p. Δεν είναι μόνο αυτά, όμως, τα στοιχεία που αλλάζουν. Καταρχάς, αλλάζουν βασικά χαρακτηριστικά της πόλης, από έκδοση σε έκδοση, όπως η πυκνότητα των ανθρώπων και αυτοκινήτων που συναντάμε στους δρόμους –και κατά συνέπεια το immersion και η αληθοφάνεια, το draw
distance, η ταχύτητα με την οποία φορτώνουν τα assets.
 

Στο PC τα πάντα κινούνται σε υψηλότερα επίπεδα, με δεδομένο ότι έχετε το κατάλληλο μηχάνημα. Στο PS5, είναι όλα επαρκή. Η εικόνα που θα πάρετε δεν θα σας συγκλονίσει, αλλά μαζί με την εξαίσια καλλιτεχνική επιμέλεια και τον τρομερό σχεδιασμό των κτηρίων, των περιβαλλόντων γενικά και των χαρακτήρων, το σύνολο είναι ικανοποιητικό, αρκετά ώστε να μην μας βγάζει εκτός κόσμου, ούτε να ενοχλεί στο μάτι. Σε προηγούμενη γενιά, δυστυχώς, υπάρχουν προβλήματα και εδώ, με textures που καθυστερούν σοβαρά, για παράδειγμα, να σακατεύουν το immersion.
 

Το άλλο επίμαχο σημείο, είναι φυσικά τα τεχνικά προβλήματα, τα bugs και τα glitches. Ναι, το Cyberpunk 2077 έχει πολλά από αυτά. Όχι, δεν είναι αρκετά για να καταστρέψουν το παιχνίδι και να πνίξουν τα θετικά του στοιχεία. Το βασικότερο και πιο ενοχλητικό πρόβλημα είναι τα συχνά crashes, και τα υπόλοιπα που εμφανίζονται συνήθως είναι περισσότερο ενοχλήσεις που πλήττουν την ψευδαίσθηση της αληθοφάνειας, παρά σοβαρά προβλήματα που χτυπούν την εμπειρία στον πυρήνα της. Θα δείτε χαρακτήρες να περνούν μέσα από τοίχους, αντικείμενα να αιωρούνται, αυτοκίνητα να πέφτουν από τον ουρανό και πολλά άλλα παρόμοιας φύσεως, αλλά κατά πάσα πιθανότητα τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσετε θα περιοριστούν σε τέτοιου είδους δυσλειτουργίες.
 

Στο πρώτο μου playthrough, που συνέπεσε με την κυκλοφορία του τίτλου περίπου, είδα πιο σοβαρά θέματα, που δυσκόλευαν το gameplay άμεσα, όπως εξαφανίσεις εχθρών, αλλά πλέον φαίνεται πως έχουν περιοριστεί τα πιο σημαντικά αυτά ζητήματα. Μπορεί να μην υπάρχουν, πάντως, πολλά ανεπίτρεπτα τεχνικά θέματα, όμως το να κολλάνε οι χαρακτήρες σε παράξενες στάσεις εν μέσω ενός συγκινητικού διαλόγου, είναι κάτι που αφαιρεί πολλά από την εμπειρία, δυστυχώς, αλλά δεν είναι κάτι που συμβαίνει συνεχώς για να μιλήσουμε για απαράδεκτο αποτέλεσμα.
 

Συμπέρασμα

Όταν, όμως, δεν κολλάει τίποτα, όταν δεν υπάρχουν τεχνικά προβλήματα –τα οποία ξέρουμε πως πιθανότατα θα εξαλειφθούν στο μέλλον- το Cyberpunk 2077 τα καταφέρνει. Δεν τα καταφέρνει παντού εξίσου, αν και πουθενά δεν αποτυγχάνει παταγωδώς, αλλά στο σύνολό του, μπορεί να θεωρηθεί ως επιτυχία. Μπορεί να είναι κατώτερο των προσδοκιών, ίσως μπορούσε να είναι κάτι ακόμα καλύτερο και σημαντικότερο, όμως οι μεγάλες προσδοκίες φέρνουν και τεράστια προβλήματα, συχνά. Για να φτάσουμε να έχουμε τόσες προσδοκίες, το παιχνίδι υποσχέθηκε πολλά, πάρα πολλά, και δεν μας έδωσε τα πάντα. Όσα όμως έδωσε είναι αρκετά για να μας κερδίσουν, αρκούν για να θέλουμε να χαθούμε στον κόσμο του με τις ώρες.
 

Αν θέλετε βαθιά συστήματα ρόλων, στιβαρό stealth, επιλογές με δραματικές επιπτώσεις ή sandbox δραστηριότητες σε αχανείς κόσμους, υπάρχουν άλλα παιχνίδια για εσάς. Αν όμως επιθυμείτε να γνωρίσετε μερικούς από τους πιο αξιομνημόνευτους χαρακτήρες που μας έδωσε το μέσο πρόσφατα, να ζήσετε κάποιες εξαιρετικές ιστορίες από πρώτο χέρι, να δείτε ένα ηλιοβασίλεμα πάνω από τους ατσάλινους πύργους της Night City, πλησιάστε ελεύθερα, απλώς δώστε προσοχή στην έκδοση που θα αγοράσετε. Το Cyberpunk 2077 είναι, τελικά, οι ιστορίες του. Και οι ιστορίες του είναι πανέμορφες.
 

Βαθμολογία:   8/10

Το παιχνίδι μάς παραχωρήθηκε από την εκδότρια εταιρεία για τις ανάγκες του review.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης