Μία φωτογραφική περιήγηση στην περιοχή της Πλάκας, ειδικότερα στον οικισμό των Αναφιώτικων, θα πείσει και τον πιο δύσπιστο της ελληνικής ιστορίας για το γεγονός ότι σήμερα φαίνεται να στέκεται ως νησίδα πολιτιστικού τουρισμού καλύτερα κι από άλλες περιοχές. Τα λεγόμενα “Αναφιώτικα” έχουν πολυφωτογραφηθεί περισσότερο από κάθε άλλο οικισμό και γειτονιά. Αλλά, γιατί; Το παράδοξο της ιστορίας έχει λειτουργήσει και σε αυτήν την περίπτωση. Λίγο – πολύ, η ιστορία είναι γνωστή. 

Η χαρτογράφηση των ορίων του οικισμού, όπου σε αναζήτηση αυτής, τα αποτελέσματα ήταν μηδαμινά για ευνόητους λόγους. Συνεπώς, οδηγηθήκαμε σε μία υπόθεση εργασίας κατά την πεζή περιήγησή μας: από την οδό Τριπόδων και επάνω από αυτήν κοιτάζοντας τον Ιερό Βράχο, ίσως να συμβολίζει το όριο με την Πλάκα – Αναφιώτικα. Στο τέρμα της οδού Τριπόδων προς την περιοχή Μοναστηράκι, τερματίζεται το όριο από τη δεξιά πλευρά με την οδό Τριπόδων, να αλλάζει σε Λυσίου, οδός – δρόμος “καπνιστών”. Από την αριστερή πλευρά, το όριο ίσως να βρίσκεται πάλι κατά μήκος της Τριπόδων προς το μετρό “Ακρόπολη” και κοιτώντας προς τον Βράχο όπου απο το Ηρώδειο και μετά αρχίζουν τα όρια του Θησείου.    

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Εκείνο που δεν είναι γνωστό λόγω μη εκτίμησης της ιστορίας του οικισμού, είναι το μεράκι για τη δημιουργία μιας συγκεκριμένης τακτικής που σκοπό είχε την επικράτηση, με την θετική έννοια, αισθητικής του χώρου που εν τέλει, βοήθησε τόσο τα ίδια τα άτομα να υπερασπιστούν τα ήθη και τα έθιμα τους, να συγκροτήσουν τις αναμνήσεις τους, όσο και την ίδια την κοινωνία μακροπρόθεσμα, εκ των υστέρων, ως πόλος έλξης αστικού τουρισμού. Με λίγα λόγια, το “παράνομο” της οικοδόμησης κτιρίων στα Αναφιώτικα συνέφερε εκ του αποτελέσματος αρκετούς τομείς της ελληνικής κοινωνίας.

Τα “παράνομα” Αναφιώτικα ή αλλιώς τα “παράνομα” κτίρια, τα σπίτια, σηματοδοτούν και συμβολίζουν την ελληνική νοοτροπία της εκμετάλλευσης από πλευράς κυβερνώντων ανά χρονικές περιόδους: προσφυγικών πληθυσμών και παράλληλα της θετικής ανάδειξης ταλαντούχων ατόμων από αυτούς τους πληθυσμούς χωρίς θεσμική αναγνώριση. Ως αποτέλεσμα αυτής της νοοτροπίας, ομιλούμε για έναν οικισμό, οι κάτοικοι του οποίου, αγωνίστηκαν ως άτομα και ως μέρη της πόλης της Αθήνας για να διατηρήσουν την ταυτότητά τους όχι μόνο σε προσωπικό αλλά και σε πολιτιστικό επίπεδο. Αυτό, διότι το 1950, ένα τμήμα του οικισμού τους κατεδαφίστηκε στο πλαίσιο αρχαιολογικών ανασκαφών και το 1970 πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες απαλλοτριώσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού. 

Έτσι, βάσει αυτής της μεθόδου που ακολουθήθηκε και, μεταξύ άλλων, με το εργαλείο του Διαδικτύου, εντοπίσαμε, σχετικά με το θέμα μας, μοναδικά – σωζόμενα ντοκυμαντέρ μικρού μήκους, τα οποία, εκτός από την ανάδειξη της ομορφιάς του οικισμού, παρουσιάζουν και μαρτυρίες κατοίκων. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η όλο και πιο συχνή επιλογή του ντοκυμαντέρ ως εργαλείου αποτύπωσης αληθινών κοινωνικών καταστάσεων από τους σύγχρονους ερευνητές, βρίσκει την προέλευσή της στους παλαιότερους κοινωνικούς επιστήμονες που χρησιμοποιούσαν τα οπτικοακουστικά μέσα για την καταγραφή των ηθών και των εθίμων μιας περιοχής, μιας χώρας.      

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Δείτε φωτογραφίες:

Ένα από αυτά τα ντοκυμαντέρ μικρού μήκους έχει τίτλο «Αναφιώτικα» και πραγματοποιήθηκε από τους μαθητές της Α΄ Λυκείου της Σχολής Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου στο πλαίσιο των ερευνητικών εργασιών για το σχολικό έτος 2011 – 2012 με τον γενικό τίτλο – “Αρχαιολογικά – ιστορικά μνημεία: θραύσματα του παρελθόντος ή συστατικά στοιχεία του παρόντος; (το παράδειγμα Αναφιώτικων)”. Βάσει των μαρτυριών των κατοίκων (με τη λήψη συνέντευξης από πόρτα σε πόρτα), τα Αναφιώτικα από το 1900 – 1930 πέρασαν την χρονική περίοδο της ακμής τους. Κατόπιν, το 1960 – 1970 ξεκίνησε η υποβάθμιση της περιοχής με την έννοια της πολιτειακής εγκατάλειψης σχετικά με τη φροντίδα της εφόσον ήδη θεωρούνταν τα κτίρια “αυθαίρετα”. Έτσι, η εγκληματικότητα βρήκε τόπο εύκολα προσβάσιμο να ανθίσει με όλα, σχεδόν, τα αδικήματα κατά προσώπου να τελούνται στο επάνω μέρος της Ακρόπολης, στον Ιερό Βράχο. 

Σήμερα, η κατάσταση αυτή, σαφώς, συνεχίζει να επικρατεί, όχι, όμως, στον βαθμό που συνέβαινε καθότι, όπως προαναφέρθηκε, τα ποσοστά – στατιστικά του αστικού τουρισμού στο κέντρο της Αθήνας συμπεριλαμβανομένης του οικισμού των Αναφιώτικων λόγω των αρχαιολογικών χώρων, των ιστορικών σημείων και μνημείων, τον πόλο έλξης των κινηματογραφιστών, είναι αρκετά αυξημένα, ειδικά απο το 2015 και μετά, αν και υποστηρίζεται πως, ούτως ή άλλως, “ο τουρισμός πόλεων (city tourism) αναδεικνύεται σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80”. Στην αύξηση επισκεψιμότητας συντέλεσε, φυσικά, η τοποθεσία: η ευρύτερη περιοχή που είναι η Πλάκα με το εκσυγχρονισμένο -πια- Μουσείο της Ακρόπολης, το γλυπτό της διεθνούς ηθοποιού και πολιτικού Μελίνας Μερκούρη να δεσπόζει στα γεωγραφικά όρια της Πλάκας ως “εισόδου” σε αυτήν, το “καφέ της Μελίνας” στην οδό Λυσίου (μη τυχαία εγκατάσταση τοποθεσίας του καφέ λόγω του ότι πριν το χτίσιμο αυτού, είχε γυριστεί η περιβόητη κινηματογραφική σκηνή της “Στέλλας” – μιας ταινίας που έμελλε να σημαδέψει την περιοχή διεθνώς), το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης, το Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού κ.ο.κ.

Η διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας των Αναφιωτών, ως μία μικρή κοινωνία της εποχής, πραγματοποιήθηκε σταδιακά. Όπως διατυπώνεται, “ως πρώτοι οικιστές αναφέρονται ένας ξυλουργός (Γ. Δαμίγος) και ένας κτίστης (Μ. Σιγάλας) από την Ανάφη, ενώ το παράδειγμά τους ακολούθησαν αργότερα κι άλλοι συμπατριώτες τους, οικοδομώντας με τη σειρά τους τα σπίτια τους εκεί, λαθραία μεν αλλά με την ανοχή προφανώς των αρχών, κυρίως κατά την περίοδο της έξωσης του Όθωνα και της μεσοβασιλείας”. Οι άνθρωποι από την Ανάφη, λοιπόν, κατοικούσαν σχεδόν μόνοι τους στα Αναφιώτικα μέχρι το 1922, ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν Μικρασιάτες πρόσφυγες και έτσι στη σύνθεση των αναμνήσεων που παρήγαγαν οι πρώτοι αναμείχθηκαν και οι εικόνες του ξεριζωμού, της ξενιτιάς, των τραγουδιών των δεύτερων. 

Οι κάτοικοι με χρήματα από εράνους απέκτησαν δύο εκκλησίες τον Άγιο Γεώργιο ανατολικά του οικισμού και τον Άγιο Συμεών δυτικά του οικισμού. Οι δύο ναοί σήμερα είναι παρεκκλήσια του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά που βρίσκεται πάνω από την οδό Τριπόδων, εκκλησία, η οποία έλαβε το όνομά της από τον Μιχαήλ Ραγκαβά που ήταν γόνος αυτοκράτορα από την Κωνσταντινούπολη μεγάλης αστικής οικογένειας. Στην εκκλησία του Αγίου Συμεών, οι Αναφαίοι των Αναφιώτικων έχουν τοποθετήσει και ένα αντίγραφο της εικόνας της Παναγίας της Καλαμιώτισσας του νησιού τους. Η αναφορά των εκκλησιών σχετίζεται άμεσα με την πολιτισμική ταυτότητα καθώς μετέπειτα θεωρήθηκαν σημείο αναφοράς του ελληνικού έθνους με το αμφισβητούμενο γεγονός του Κωνσταντίνου Κουκίδη στις 24/4/1941, την ημέρα της έλευσης των Γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα. 

Ο Κωνσταντίνος Κουκίδης ήταν φρουρός της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη και αρνούμενος να κατεβάσει την εθνική σημαία από τον Ιερό Βράχο της, καθώς τα γερμανικά στρατεύματα επιθυμούσαν να ανεβάσουν τη σημαία με τη σβάστιγκα, έπεσε από τον Ιερό Βράχο τυλιγμένος μέσα της. Προς τιμήν του, ο Δήμος Αθηναίων με την κίνηση “Ενωμένη Εθνική Αντίσταση” στα δεξιά της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου τοποθέτησε το 2000 αναμνηστική ενεπίγραφη πλάκα όπου σε αυτήν αναγράφεται: “ […] ο Κωνσταντίνος Κουκίδης φρουρός της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη αρνούμενος να την παραδώσει έπεσε από τον ιερό βράχο τυλιγμένος σε αυτή πρωτοπόρος του αντιστασιακού αγώνα”. Το σημείο τοποθέτησης της πλάκας δεν ήταν καθόλου τυχαία επιλογή λόγω του οτι φημολογούνταν εκείνη την εποχή πως στη θανατηφόρα προσγείωσή του, το σώμα του βρέθηκε εντός της εκκλησίας. 

Ακόμη ένα γεγονός που έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στη θεμελίωση της πίστης των κατοίκων και ευρύτερα στη χριστιανική θρησκεία ήταν και είναι το χτίσιμο του ναού των Αγίων Αναργύρων που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Ερεχθέως και Πρυτανείου, το οποίο είναι συνδεδεμένο με τον εορτασμό της Ανάστασης, καθώς εδώ φθάνει πρώτα στην Ελλάδα κάθε χρόνο το Άγιο Φως από τα Ιεροσόλυμα. Όπως αναφέρει η πηγή, “ο ναός οικοδομήθηκε τον 17ο αιώνα, σε θέση όπου κατά την αρχαιότητα υπήρχε ναός της θεάς Αφροδίτης. Αποτελούσε το καθολικό μονής που ιδρύθηκε το 1651 από τον ιερέα Δημήτριο Κολοκύνθη, γόνο γνωστής αθηναϊκής οικογένειας, στον οποίο ανήκε η έκταση. Με την πολιορκία της Ακρόπολης από τον ιταλό ναύαρχο Μοροζίνι, το 1687, το μοναστήρι ερημώθηκε. Το 1760 αγοράστηκε από τον τότε έξαρχο του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα αρχιμανδρίτη Ιάκωβο και έγινε μετόχιο του Παναγίου Τάφου. Στον χώρο της μονής υπήρχαν και οι τάφοι μελών της ελληνικής αυτοκρατορικής οικογένειας των Παλαιολόγων”.  

Εκτός από τη θρησκεία, ως ένα άλλο στοιχείο που καθορίζει την πολιτισμική συγκρότηση και την ταυτότητα με τη θετική έννοια της διαφορετικότητας ενός οικισμού, μιας περιοχής με κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό αντίκτυπο, αποτέλεσε η γεωγραφική επιλογή, εντός των ορίων των Αναφιώτικων, της ίδρυσης του πρώτου Πανεπιστημίου της Ελλάδας (Παλιό ή Οθώνειο Πανεπιστήμιο) επί της οδού Θόλου ως “Οικία Κλεάνθη – Σάουμπερτ” αρχικά, καθότι ήταν οι κάτοικοι και οι αρχιτέκτονές του που τότε είχαν βοηθήσει στην ανέγερση νέων κτιρίων της Αθήνας ως οι πρώτοι πολεοδόμοι της (λειτουργία χώρου ως Πανεπιστημίου: 1837 – 1842). Η συνέχεια του κτιρίου όσον αφορά τον τίτλο κτήσης του, ήταν παρόμοια με εκείνη του οικισμού: χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση προσφύγων, απαλλοτριώθηκε απο την Αρχαιολογική Υπηρεσία το 1963 και απο το 1967 ανήκει στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Τομείς όπως Θρησκεία, Εκπαίδευση, λοιπόν, έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην πολιτισμική ταυτότητα των κατοίκων δημιουργώντας εικόνες νοσταλγίας και πόνου. Γι’ αυτόν το λόγο, ο τομέας της Τέχνης έφτασε να συμπληρώσει τα Αναφιώτικα με την ανάδειξή τους, σε κυρίαρχες μορφές της, τη Μουσική και τον Κινηματογράφο, προκειμένου να προσελκύσει το ενδιαφέρον των τοπικών Αρχών και της Αυτοδιοίκησης τόσο για την καθαριότητα, την εγκληματικότητα, το αυθαίρετο της υπόθεσης όσο και για την μοναδική ομορφιά που μπορεί να προσφέρει μεταφορικά ως ένα νησί μέσα στην πόλη χωρίς θάλασσα. 

Δεν ήταν λίγα τα γυρίσματα του άλλοτε “λαϊκού” – εμπορικού, παλαιού, ελληνικού κινηματογράφου σε σημεία που μπόρεσαν τελικά να δείξουν τον αρχιτεκτονικό πλούτο, τον τρόπο ελληνικής διασκέδασης, την ενίσχυση των τοπικών εμπόρων των Αναφιώτικων έστω σε ασπρόμαυρη εικόνα. Για παράδειγμα, τα πλάνα που λήφθηκαν για το τραγούδι “Υπομονή” της Αλίκης Βουγιουκλάκη και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ για την ταινία “Διπλοπενιές”, γυρίστηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ενώ στην οδό Τριπόδων βρίσκεται το σπίτι όπου διέμεναν οι πρωταγωνιστές στην ταινία αυτή – απέναντι ακριβώς από το σπίτι ενός άλλου αξιομνημόνευτου κινηματογραφικού πρωταγωνιστικού ζευγαριού της ταινίας “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα”. 

Όσον αφορά τη Μουσική, τα Αναφιώτικα έχουν να διηγηθούν μία ιστορία, η οποία κι αυτή αμφισβητείται από πολλούς, όμως, σίγουρα κρατά ζωντανό τον αστικό μύθο και την συνεχόμενη επίσκεψη των τουριστών στο σημείο. Πρόκειται για τον τραγουδιστή Jim Morrison από το συγκρότημα Doors που φημολογείται έντονα απο το 2016 και έπειτα οτι κάποια στιγμή, λίγο πριν φύγει για το Παρίσι της Γαλλίας και φτάσει στο τέλος του, είχε επισκεπτεί την Ελλάδα και λόγω της ησυχίας και της θέας που έχουν τα σπίτια στα Αναφιώτικα, αγόρασε / νοίκιασε ένα σπίτι όπου και έμεινε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες προκειμένου να ασχοληθεί μόνο με την ποίηση. Το σπίτι σήμερα, υπάρχει, αν και εγκαταλελειμμένο και πλήρως διαλυμένο εσωτερικά. 

Τέλος, οφείλουμε να τονίσουμε και να κλείσουμε με τους δύο αρχαιολογικούς χώρους – μνημεία που φαίνεται να εκπροσωπούν και να εκπροσωπούνται (από) τον οικισμό, απο τα Αναφιώτικα, ως προς την ιστορική ταυτότητά τους: είναι ο Άρειος Πάγος και φυσικά, ο Ιερός Βράχος της Ακρόπολης. Ο πρώτος “βρίσκεται βορειοδυτικά προ της εισόδου της Ακροπόλεως και σε κοντινή απόσταση από αυτήν. Σύμφωνα με τον Παυσανία [ … ] μονιμότερο χαρακτήρα έλαβε μόλις από τα χρόνια του Σόλωνος, οπότε μεταβλήθηκε σε ειδικό και μόνιμο οργανισμό (αρχές 6ου αι. π.Χ.), ενώ αργότερα (περί τα μέσα του 5ου αι. π.Χ.), όταν στην Αθήνα είχε εγκαθιδρυθεί πλέον δημοκρατικό καθεστώς, ο Άρειος Πάγος διατηρήθηκε ως δικαστήριο που εκδίκαζε αποκλειστικά υποθέσεις φόνων”. 

Και τα δύο μνημεία, δυστυχώς, δεν διακρίνονται για την μνημειακότητά τους και αυτό διότι και στον έναν χώρο και στον άλλο, ο βαθμός καθαριότητας εκλείπει, η προστασία τους κινδυνεύει ανά πάσα ώρα και στιγμή καθώς εύκολα μπορούν να “βανδαλιστούν” σε ανεπανόρθωτο βαθμό και το κυριότερο, δεν αντιμετωπίζονται γενικώς ως μνημεία αλλά ως βράχια που συναντά κανείς σε έναν οποιονδήποτε λόφο. H πολιτισμική κληρονομιά μας έχει αφεθεί α – σχέτως σε οποιαδήποτε χέρια αλλά δεδομένων των συνθηκών που πέρασε η Ελλάδα, παραμένει γεγονός πως οι κάτοικοί της δεν την άφησαν. Ένδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός οτι ζουν ακόμη άνθρωποι στα Αναφιώτικα όπου με συλλογική προσπάθεια κρατούν ζωντανή την παράδοση των παλαιότερων Αναφαίων. Η δράση των ατόμων δημιουργεί και επαναπροσδιορίζει πολιτικές γραμμές με βάση, εκτός των άλλων, την ταυτότητα μιας πολυπολιτισμικής πραγματικότητας.  

Πηγή: http://eoephotos.org

Κείμενο/Φωτογραφίες, Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου / Konstantina Konstantinou Κοινωνιολόγος, ΜΔΕ Εγκληματολογίας

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης