Το μπιλιάρδο ξεκίνησε από την αρχαία Ελλάδα, μιας και τα πρώτα ευρήματα έρχονται στο φως από το 600 π.Χ. Σε μαρμάρινη σκαλιστή πλάκα, που σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, αναπαρίσταται παίκτης μπιλιάρδου, που βέβαια θυμίζει παίκτη του σημερινού χόκεϊ επί χόρτου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Υπήρξε στον Παρθενώνα ένας χώρος που τότε ονομαζόταν «σφαιρίστρα των αρρηφόρων» απ’ όπου βγήκε και τ’ όνομα σφαιριστήριο. Στην σφαιρίστρα των αρρηφόρων οι ιερείς της θεάς Αθηνάς, που ζούσαν εκεί όλο τον χρόνο και επί τρεις μήνες ύφαιναν το πέπλο της Αθηνάς, στις ελεύθερες ώρες τους ασκούνταν στην σφαίριση. Σφαιριστής για τους Αρχαίους Έλληνες ήταν ο θαυματοποιός που εκτελούσε δεξιοτεχνικές ασκήσεις με σφαιρικά αντικείμενα.

Αρρηφόρια ή Ερρηφόρια/Ερσηφόρια ονομαζόταν μια αρχαία γιορτή των Αθηναίων προς τιμήν της θεάς Αθηνάς Πολιάδας, την οποία αποκαλούσαν μεταξύ άλλων Έρση.

Η γιορτή λάμβανε χώρα κατά την 22η μέρα του μήνα Σκιροφοριώνα. Στη γιορτή λάμβαναν μέρος τέσσερα κορίτσια ηλικίας 7-11 ετών[1] από επιφανείς οικογένειες της πόλης και ονομάζονταν Αρρηφόροι, οι φέρουσες τα μυστικά. Φορούσαν λευκό χιτώνα και χρυσά κοσμήματα και κατοικούσαν στο Αρρηφόριο οίκημα στην Ακρόπολη από το τέλος του μήνα Πυανεψιώνα μέχρι την αρχή της γιορτής. Έτρωγαν ένα ιδιαίτερο είδος άρτου, τον ανάστατον, και έπαιζαν στη σφαιρίστρα των Αρρηφόρων

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η εικόνα του μπιλιάρδου μέχρι των 11ο αιώνα ήταν ακριβώς αυτή που θύμιζε το χόκεϊ, δηλαδή ένας παίκτης όρθιος ο οποίος με το ξύλο προσπαθούσε με την μία μπάλα να χτυπήσει τις υπόλοιπες που βρίσκονταν στο έδαφος και να πραγματοποιήσει μια… καραμπόλα!

Ιστορία και εξέλιξη

Μέχρι τον 11ο περίπου αιώνα, το μπιλιάρδο παραμένει ως ένα σύμβολο πολιτισμού της αρχαίας Αθήνας, Από κει και μετά, όπως και όλη η κουλτούρα της αρχαίας Ελλάδας μεταφέρθηκε στην Ρώμη και από κει στην Κωνσταντινούπολη, την άλλη έδρα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στην Κωνσταντινούπολη έγινε πολύ δημοφιλές , κυρίως στον εκκλησιαστικό κύκλο όπου παίχτηκε πολύ στα μοναστήρια και στους εκκλησιαστικούς χώρους. Το μπιλιάρδο, στην διάρκεια των αιώνων ήταν ο πατέρας πολλών αθλημάτων καθώς η αρχική του μορφή επέτρεπε διάφορες παραλλαγές οι οποίες στην συνέχεια δημιούργησαν διάφορα αθλήματα. Στην Κωνσταντινούπολη μια διαφορετική μορφή του μπιλιάρδου, επικράτησε και ονομάστηκε «Τσιγγάνιο», ή πόλο όπως το λέμε σήμερα.

Η πραγματική έξαρση του μπιλιάρδου έγινε μετά τις πρώτες σταυροφορίες, όπου οι σταυροφόροι επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους μέσω Βυζαντίου, αγάπησαν το παιχνίδι και το μετέφεραν στις χώρες τους. Εκεί παίχτηκε από τους Φράγκους, τους σημερινούς Γάλλους, αφού αυτοί ήταν ο κύριος όγκος των σταυροφοριών, ενώ συνεχίστηκε να παίζεται και από τους κληρικούς. Υπήρξαν μερικές μεγάλες αλλαγές, μέσω των οποίων το μπιλιάρδο μεταφέρθηκε σιγά – σιγά σε τραπέζι (από το πάτωμα που παιζόταν μέχρι τότε) και ο λόγος ήταν ο εξής: Εκείνες τις εποχές οι επιδημίες μάστιζαν τον κόσμο. Έτσι ενώ το μπιλιάρδο στην αρχή παιζόταν στα λιβάδια με τις μπάλες να τρέχουν χωρίς περιορισμούς προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, λόγω των επιδημιών ο κόσμος άρχισε να συνωστίζεται στις πόλεις προσπαθώντας ν’ αποφύγει κυρίως την πανώλη των ζώων. Μέσα στα κάστρα δεν υπήρχαν οι μεγάλοι χώροι της υπαίθρου, έτσι και οι μπάλες δεν μπορούσαν να τρέχουν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.

Άρχισαν λοιπόν να περιστοιχίζουν χώρους στο πάτωμα με κομμάτια από δέρμα και να παίζουν το παιχνίδι μέσα στους χώρους αυτούς. Σιγά – σιγά με την αύξηση του πληθυσμού αναγκάστηκαν να βάλουν το παιχνίδι μέσα σε δωμάτια και πάνω σε τραπέζια. Τα πρώτα τραπέζια είχαν μήκος τρία μέτρα. Το πρώτο μπιλιάρδο σε μορφή τραπεζιού παραγγέλθηκε από τον Λουδοβίκο τον 11ο. Στο μπιλιάρδο αυτό υπήρχε σχιστόλιθος, (ο σημερινός γραφίτης), ενώ ντύθηκε με ύφασμα (σημερινή τσόχα), παράλληλα δε τοποθετήθηκαν και τοιχώματα γύρω – γύρω (σημερινές σπόντες). Τα τοιχώματα αυτά ήταν δερμάτινα και παραγεμισμένα από τρίχες χαίτης αλόγου. Το μπιλιάρδο αυτό το έφτιαξε για τον Λουδοβίκο ο Χένρυ ντε βιν. Ταυτόχρονα ο απλός λαός, που είχε εθιστεί στο μπιλιάρδο εξακολουθούσε να το παίζει στο έδαφος. Αυτός ήταν και ο λόγος που το παιχνίδι έγινε η αγαπημένη ενασχόληση των αριστοκρατών αφού μόνο αυτοί μπορούσαν να διαθέσουν τα χρήματα για να αγοράσουν ή να κατασκευάσουν τραπέζι μπιλιάρδου. Το 1500 η δημοτικότητα του σπορ ξεφεύγει από τους βασιλικούς κύκλους και περνά σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Κατά την διάρκεια όλου του αιώνα εξοπλίζονται με μπιλιάρδα όλες οι ταβέρνες και τα δημόσια κέντρα.

Στην Αγγλία το πρώτο πραγματικό τραπέζι μπιλιάρδου παρουσιάζεται το 1560 από τον Robert Dandley που ήταν ο ευνοούμενος του παλατιού. Το 1587 η βασίλισσα Mary της Σκωτίας λίγο πριν απαγχονιστεί παραπονέθηκε στον αρχιεπίσκοπο της Γλασκώβης ότι οι δεσμοφύλακες δεν την άφηναν να παίζει μπιλιάρδο.

Οι πρώτοι υποτυπώδεις κανονισμοί του παιχνιδιού τυπώνονται το 1770 από τον Τσαρλς Κότον με το βιβλίο του «Ο πλήρης οδηγός των παιχνιδιών». Ο πρώτος και βασικός κανόνας (που ισχύει μέχρι και σήμερα) ήταν ο εξής: «κατά την διάρκεια της εκτέλεσης τουλάχιστον ένα πόδι του παίζοντα πρέπει ν’ ακουμπά στο έδαφος». Ο λόγος αυτού του κανονισμού ήταν απλός αλλά και αναγκαίος. Οι κατασκευές των μπιλιάρδων τότε δεν ήταν καθόλου ανθεκτικές, έτσι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αν κάποιος παίκτης ανέβαινε με τα δύο του πόδια στο μπιλιάρδο, το βάρος του να γκρέμιζε το τραπέζι. Επιπρόσθετοι κανονισμοί εκδίδονται από τον sir Χόϊλε το 1779.

Από τα ξύλα στις στέκες. Η τεχνική επανάσταση

Σε όλη αυτή την περίοδο το μπιλιάρδο παίζεται κυρίως με ξύλα. Μερικοί αριστοκράτες βέβαια είχαν την δυνατότητα να παραγγείλουν κάτι ακριβότερο, που όμως περιορίζονταν σε χρυσές επενδύσεις. Η μόνη τεχνική εξέλιξη στις τότε στέκες ήταν ότι αυτές πλέον κατασκευάζονταν με το μπροστινό μέρος να είναι λεπτότερο από το πίσω. Μέχρι τότε οι καλοί παίκτες της εποχής  μπορούσαν να χτυπήσουν την μπάλα μόνο στο κέντρο. Το σημερινό φάλτσο ήταν αδιανόητο. Χαρακτηριστικό ήταν ότι μια παρτίδα μπιλιάρδου παιζόταν στις 15 καραμπόλες (ενώ σήμερα στις 400). Ένα τυχαίο γεγονός όμως τα άλλαξε όλα αυτά. Ο Γάλλος Φρανσουά Μινγκό, Γάλλος πολιτικός κρατούμενος αρνείται να αποφυλακιστεί γιατί έκανε “έρευνες” χρησιμοποιώντας το δέρμα από το κάτω μέρος της πατερίτσας του. Έκπληκτος βλέπει την μπάλα που χτύπησε, μόλις αυτή χτύπησε μιαν άλλη να γυρίζει προς τα πίσω έχοντας πάρει φάλτσο. Έγινε εύκολα αντιληπτό ότι για το φάλτσο ευθυνόταν η ιδιαίτερη όχι πλέον “ξύλινη” επαφή της στέκας με την μπίλια. Ο κος Μινγκό λοιπόν αμέσως τυλίγει με δέρμα το κάτω μέρος της στέκας του και επιδίδεται σε χτυπήματα άγνωστα μέχρι τότε. Στην συνέχεια γράφει ένα βιβλίο με 40 καινούργιες καραμπόλες το οποίο εκδίδει μόλις αποφυλακίζεται. Το βιβλίο εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε τρεις φορές.

Μπιλιάρδο και επιστήμη

Η ανακάλυψη του Μινγκό ήταν η επανάσταση. Η αναγνώριση όμως προήλθε από τον Γάλλο Μαθηματικό Γκασπάρ Γκουστάβ Γκοργιολί. Μετά την επιτυχία του βιβλίου πολλοί μαθηματικοί έγραψαν βιβλία συνδέοντας το μπιλιάρδο με τα μαθηματικά. Ο σημαντικότερους απ’ όλους ήταν ο κος Γκοργιολί ο οποίος μέσα από μια μελέτη εκατοντάδων σελίδων το 1835 έκδωσε μελέτη με τίτλο «Μαθηματικές θεωρίες και σχέση τους με το μπιλιάρδο» δίνοντας έτσι επιστημονικό προφίλ στο μπιλιάρδο.

Η επιστροφή του μπιλιάρδου στην Ελλάδα

Το μπιλιάρδο επανέρχεται στην Ελλάδα με… τις αποσκευές του Όθωνα.

Σύντομα γίνεται τόσο δημοφιλές που διαβάζουμε λόγους του Κολοκοτρώνη να συμβουλεύει τους Έλληνες να μην ασχολούνται τόσο πολύ με το μπιλιάρδο αλλά με το καλό του κράτους. Στις αρχές του 20ου αιώνα το παιχνίδι διατηρούταν στους κύκλους της αριστοκρατίας, τους κύκλους του παλατιού και γενικότερα στους εύπορους κύκλους. Στην συνέχεια ακολούθησε τον δρόμο που είχε ακολουθήσει στην Ευρώπη τον προηγούμενο αιώνα.

Από το 1920 και μετά το μπιλιάρδο έχει πλέον αρχίσει να ξεφεύγει από τους αριστοκρατικούς κύκλους και εξαπλώνεται παντού. Η εξάπλωση του αυτή το κάνει αγαπημένο παιχνίδι όλων των κοινωνικών τάξεων ακόμα και των περιθωριακών στοιχείων. Η δύσκολη εποχή για την Ελλάδα σπρώχνει το παιχνίδι σε κακόφημους χώρους. Ταυτόχρονα ταινίες από το Χόλυγουντ (The Hustler) προωθούν τον …μάγκικο χαρακτήρα του μπιλιάρδου, χαρακτήρας που δεν αργεί να καθιερωθεί και στην Ελλάδα. Το αντιφατικό όμως είναι ότι ενώ το μπιλιάρδο πλέον θεωρείται περιθωριακό σπορ, στους χώρους που παίζεται συναντούνται προσωπικότητες (πολιτικοί κ.λ.π.) Έτσι δεν αργεί να γίνει ένα κοινωνικό πάντρεμα των φίλων του μπιλιάρδου. Για την πορεία του μπιλιάρδου στην Ελλάδα του σήμερα θα αναφερθούμε σε μελλοντικό μας δημοσίευμα

 Προς το παρόν, δείτε έναν αγώνα μπιλιάρδου “κάδρου/47/2” από το 2005, με δύο από τα μεγαλύτερα ονόματα που έχουν περάσει από την Ελλάδα, τον Νίκο Τρεμούλη και τον Γιώργο Σακκά.

 

 

Με στοιχεία από την ΕΦΟΜ και την wikipedia.

 

Επιμέλεια: Απόστολος Βουλγαρίδης

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης