Το σαρωτικό «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα που διεξήχθη στην ΠΓΔΜ έφτασε σε ποσοστό που θυμίζει τα σταλινικά πρότυπα που έχουμε καιρό να δούμε σε αναλόγου τύπου ψηφοφορίες. Η συμμετοχή, ωστόσο, δεν θύμιζε σε τίποτα τις οργανωμένες εκλογές και δημοψηφίσματα σταλινικού τύπου του παρελθόντος.

Στην ΠΓΔΜ κάτι λιγότερο από το 37% των πολιτών προσήλθε στις κάλπες και αν κάποιος παρατηρήσει με προσοχή τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων στις εκλογικές περιφέρειες, θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως η συμμετοχή των πολιτών αλβανικής καταγωγής ήταν σαφώς μεγαλύτερη από εκείνων σλαβικής. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πέρα από αυτήν την εθνοτική εικόνα διχασμού, το συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να είναι πως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, ενδεχομένως η πλειοψηφία των σλαβικής καταγωγής πολιτών, αρνήθηκε να νομιμοποιήσει διά της παρουσίας του τη διαδικασία του δημοψηφίσματος και άρα εμμέσως πλην σαφώς κατέθεσε ένα μεγάλο «ΟΧΙ» στη συμφωνία των Πρεσπών. 

Το δέλεαρ ήταν σημαντικό. Η είσοδος της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ ή στην Ε.Ε. θα αποτελούσε ένα ισχυρό αντίδωρο για μία κοινωνία η οποία συγκαταλέγεται στις φτωχότερες της Ευρώπης και άρα στις φτωχότερες των Βαλκανίων, που σημαίνει πως είναι στις τελευταίες θέσεις του πίνακα που καταγράφει το βιοτικό επίπεδο των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Παρ’ όλα αυτά, οι πολίτες αρνήθηκαν να δεχθούν πως η συμφωνία των Πρεσπών θα μπορούσε να τους διασφαλίσει αυτά που υποσχέθηκαν οι Ευρωπαίοι κι οι Αμερικανοί. Το σφυροκόπημα της κοινής γνώμης επί εβδομάδες ήταν τερατώδες. Οι μηχανισμοί της Δύσης ξέθαψαν ακόμα και τον ξεχασμένο George Bush προκειμένου να προστεθεί ακόμη μία δήλωση στον ορυμαγδό παρεμβάσεων από τις ευρωπαϊκές χώρες, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με μία εξαιρετικά δύσκολη προοπτική. Να προωθήσει τη συμφωνία των Πρεσπών στο κοινοβούλιο της χώρας του με δεδομένη την απόρριψη της συμφωνίας αυτής από ένα μεγάλο πλειοψηφικό κομμάτι της κοινωνίας, επιχειρώντας να δελεάσει με όλους τους δυνατούς τρόπους έναν αριθμό βουλευτών της αντιπολίτευσης, προκειμένου να υπερψηφίσουν με μία ενισχυμένη πλειοψηφία των 2/3 τη συμφωνία καθώς και τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που συνεπάγεται.

Πρόκειται για μία δύσκολη πολιτική άλγεβρα, αλλά στα Βαλκάνια τα πάντα μπορούν να συμβούν. Ήδη, και πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, είχε γίνει γνωστό πως τουλάχιστον 11 βουλευτές της αντιπολίτευσης, εννέα σλαβικής και δύο αλβανικής καταγωγής, είναι έτοιμοι να συνδράμουν τον Ζόραν Ζάεφ στο κοινοβούλιο. Οι παρατηρητές στα Σκόπια επέμεναν πως η αλλαγή προσανατολισμού των 11 αυτών βουλευτών οφείλεται στο «αμφιλεγόμενο παρελθόν τους», υπονοώντας πως πρόκειται για άτομα τα οποία βαρύνονται με υποψίες, αποχρώσες ενδείξεις και στοιχεία για κολάσιμες οικονομικές δραστηριότητες. 

Ο συνολικός αριθμός των βουλευτών ανέρχεται σε 120, άρα η ενισχυμένη πλειοψηφία των 2/3 σημαίνει πως ο Ζόραν Ζάεφ θα πρέπει να συγκεντρώσει 80 ψήφους στη Βουλή. Οι δικοί του βουλευτές καθώς και εκείνοι των δύο αλβανικών κομμάτων με τα οποία συνεργάζεται και επιπροσθέτως οι 11 επιπλέον βουλευτές της αντιπολίτευσης ενδεχομένως να συνθέτουν, στιγμιαία έστω, μία ικανή πλειοψηφία. Όμως, αυτό είναι το καλύτερο δυνατό σενάριο για τον Ζόραν Ζάεφ και εκείνους στη Δύση οι οποίοι έχουν επενδύσει επάνω του.

Υπάρχει ωστόσο και το κακό σενάριο. Εκείνο που δείχνει πως ο Ζόραν Ζάεφ περί τα τέλη Οκτωβρίου θα είναι υποχρεωμένος να κηρύξει πρόωρες εκλογές. Εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν. Ο σημερινός πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ είναι υποχρεωμένος να εφεύρει ένα νέο πολιτικό αφήγημα, ώστε να πείσει μία κοινή γνώμη η οποία ήδη έχει απορρίψει το προηγούμενο αφήγημά του, που δεν είναι άλλο από τη συμφωνία των Πρεσπών. Με ποιο αφήγημα, άραγε, ο Ζόραν Ζάεφ θα μπορούσε να δελεάσει την εκλογική του πελατεία, ώστε μετά τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών να διαθέτει εγγυημένα μια ξεκάθαρη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο; Μέχρι στιγμής τέτοιο αφήγημα δεν υφίσταται, διότι τουλάχιστον η πλειοψηφία των σλαβικής καταγωγής πολιτών της ΠΓΔΜ έχει απορρίψει την πολιτική ακολουθία «συμφωνία Πρεσπών – ΝΑΤΟ – Ε.Ε.». 

Από την άλλη πλευρά των συνόρων, στην Ελλάδα, τα πράγματα μπορεί να φαίνονται διαφορετικά, αλλά δεν είναι. Δεν διεξήχθη δημοψήφισμα και, άρα, δεν υπάρχει μία βάση πολιτική, ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα όπως αυτά που εξήχθησαν στη γειτονική χώρα, αλλά υπάρχουν οι δημοσκοπήσεις. Πάρα πολλές δημοσκοπήσεις, συμβατικές ή όχι, οι οποίες καταμέτρησαν τις προθέσεις της κοινής γνώμης έναντι της συμφωνίας τους τελευταίους έξι μήνες. Ανεξάρτητα από δημοσκοπικές εταιρείες και μοντέλα, και ανεξάρτητα από δημοσκοπικές τεχνικές, η σαρωτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών δεν επιθυμεί η γειτονική χώρα να φέρει το όνομα «Μακεδονία» και αντιτάσσεται στη συμφωνία των Πρεσπών. Στην ΠΓΔΜ, όπως φαίνεται, η σαρωτική πλειοψηφία των σλαβικής καταγωγής κατοίκων δεν επιθυμεί η χώρα τους να αλλάξει όνομα και αντιθέτως επιμένει να διατηρηθεί η μέχρι σήμερα ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Είναι προφανές πως εδώ στα δυτικά Βαλκάνια υφίσταται ένα ξεκάθαρο αδιέξοδο. 

Στις σοβαρές δημοκρατίες που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη μετά την επανάσταση του Κρόμγουελ στην Αγγλία και τη Γαλλική Επανάσταση, τα δημοψηφίσματα διεξάγονται για να είναι σεβαστά κι όχι για να ερμηνεύονται. Ακόμη και στην Ιταλία του Γκαριμπάλντι οι συνταγματικές επιταγές είναι σαφείς. Αυτή η αλχημεία η οποία βασίζεται στην εντύπωση πως υπάρχουν δημοψηφίσματα αποφασιστικά και συμβουλευτικά είναι εφεύρημα υποανάπτυκτων δημοκρατιών και ανασφαλών πολιτικών συστημάτων.

Ένα παράδειγμα: Το δημοψήφισμα για το Brexit στη Μεγάλη Βρετανία έγινε σεβαστό από όλους, κόμματα και θεσμούς, έστω κι αν εκ των υστέρων υπάρχουν φωνές, και μάλιστα πολλές, οι οποίες αναγνωρίζουν ότι οι Βρετανοί ψηφοφόροι έσφαλαν. Σε εκατοντάδες χιλιάδες μετριούνται οι Εγγλέζοι «κοψοχέρηδες», αλλά, παρ’ όλα αυτά, ούτε η συμπολίτευση ούτε και η αντιπολίτευση στη Μεγάλη Βρετανία θέτουν θέμα διεξαγωγής νέου δημοψηφίσματος. 

Στην Ελλάδα πριν από δύο χρόνια διεξήχθη ένα δημοψήφισμα, που κατέληξε σε ένα ηχηρό «ΟΧΙ» και το οποίο μισή ώρα μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος μετατράπηκε σε ένα ηχηρό «ΝΑΙ». Περιέργως, το ίδιο συνέβη και στην ΠΓΔΜ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ αλλά και ο ίδιος ο Ζόραν Ζάεφ, θεωρώντας το δημοψήφισμα ως συμβουλευτικό, υιοθέτησαν μόνο το σταλινικού τύπου 91% που έλαβε το ΝΑΙ κι όχι το 63% της αποχής, το οποίο εμμέσως υποδηλώνει «ΟΧΙ». 

Διερωτάται ο αφελής πολίτης των δυτικών και κεντρικών Βαλκανίων αν και κατά πόσο η κάθε πολιτική ηγεσία μπορεί νομίμως να ερμηνεύει ένα δημοψήφισμα, αλλά και το κατά πόσο διεθνείς παράγοντες εκτός της κάθε χώρας, όπως η ΠΓΔΜ, μπορούν όχι απλώς να ερμηνεύουν αλλά να υιοθετούν εκδοχές ερμηνείας του αποτελέσματος ενός δημοψηφίσματος. Η απάντηση είναι προφανώς αυτονόητη. Παρ’ όλα αυτά όμως, επειδή ζούμε σε συνθήκες παγκόσμιας επικοινωνιακής κινητικότητας όπου τα σύνορα δεν υφίστανται επί της ουσίας και όλα διεξάγονται μέσω του αποκαλούμενου παγκόσμιου ιστού, δηλαδή του διαδικτύου, ο διεθνής παράγων, είτε λέγεται αμερικανικός, είτε ευρωπαϊκός, είτε ρωσικός, είτε τουρκικός, είναι σε θέση να μετατοπίζει το κέντρο ενδιαφέροντος, αλλά και να μεταμφιέζει την πραγματικότητα. 

Ωστόσο, οι κοινωνίες ακόμη διαθέτουν τη δική τους δυναμική, η οποία πάρα πολλές φορές συγκρούεται με τα κελεύσματα του… παγκοσμίου ιστού. Δηλαδή, δεν τρολάρεται εύκολα. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι πολιτικές εξελίξεις προσλαμβάνουν χαοτικό χαρακτήρα. Ας θυμίσουμε κάτι που έχει ήδη ξεχαστεί.

Πριν από πολλά χρόνια, όταν την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης την είχε η Ελλάδα, προετοιμάστηκε το πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού συντάγματος με στόχο την πολιτική πια ενοποίηση της Ευρώπης.

Επικεφαλής της ομάδας αυτής που κατήρτισε τις αρχές του ευρωπαϊκού συντάγματος ήταν ο Ζισκάρ Ντεστέν, ο οποίος είχε διατελέσει και πρόεδρος της Γαλλίας. Τότε διεξήχθησαν δύο δημοψηφίσματα. Ένα στη Γαλλία και ένα στην Πολωνία. Και οι δύο κοινωνίες απέρριψαν το προτεινόμενο πλαίσιο ευρωπαϊκού συντάγματος. Η Ευρώπη πάγωσε και το project της πολιτικής ενοποίησης διεκόπη.

Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους μιας πολιτικής πορείας του ευρωπαϊκού project. Τα δύο αυτά δημοψηφίσματα πυροδότησαν νέες εξελίξεις με ενισχυόμενες εσωτερικές αντιφάσεις στην Ευρώπη, ακόμα και εκρηκτικές καταστάσεις. Αυτές οι εξελίξεις έχουν προκαλέσει τα ορατά αδιέξοδα τα οποία αντιμετωπίζει πλέον το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Η αναδρομή αυτή στο πρόσφατο παρελθόν της ευρωπαϊκής ιστορίας γίνεται για να επισημανθεί πως οι κοινωνίες, έστω κι αν οι ηγεσίες τους και οι υπερεθνικοί θεσμοί έχουν αντίθετη γνώμη, λειτουργούν με μία αυτονομία. Η αυτονομία αυτή ονομάζεται ενίοτε και μοτέρ της ιστορίας. Αυτό συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στα δυτικά Βαλκάνια. Και δεν συμβαίνει μόνο στην ΠΓΔΜ. Συμβαίνει νοτίως της Σλοβενίας και της Κροατίας, σε όλες τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων, όπου οι κοινωνίες ακολουθούν «ειδικές διαδρομές». Το αλβανικό στοιχείο επιχειρεί τη διαβαλκανική ενοποίησή του (Αλβανία – Κόσοβο – Τέτοβο), η Βοσνία η οποία δεν βλέπει ορατό μέλλον, η Σερβία η οποία επιθυμεί ανταλλαγή εδαφών με τους Αλβανούς του Κοσόβου έτσι ώστε να επιτρέψει στους Σέρβους της Βοσνίας να προσκολληθούν με αυτή και λοιπά. 

Βεβαίως, η ομπρέλα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να διασφαλίσει αναχώματα σε αυτές τις κεντρόφυγες προθέσεις των χωρών της περιοχής. Όμως, τα προτεινόμενα αυτά αναχώματα δεν φαίνεται να πείθουν τις κοινωνίες οι οποίες είναι περισσότερο προσκολλημένες στο παρελθόν και στις παραδόσεις τους παρά στο μέλλον και στις οικονομικές επιδόσεις. 

Το δημοψήφισμα που διεξήχθη την Κυριακή που μας πέρασε στην ΠΓΔΜ είναι ένα παράδειγμα του πώς ένα κόκκος άμμου μπορεί να μπλοκάρει ένα τεράστιο γρανάζι. Το ζήτημα είναι αν αυτό το γρανάζι θα μπλοκάρει κι άλλα γρανάζια του μηχανισμού, ένα εκ των οποίων είναι και η Ελλάδα.

Είναι σαφές ότι από το βράδυ της Κυριακής και η Ελλάδα, δηλαδή το πολιτικό της σύστημα, βρίσκεται μπροστά σε νέες εξελίξεις. Αναντίρρητα οι εξελίξεις αυτές θα προκαλέσουν ανακατατάξεις, ενδεχομένως και των πολιτικών συσχετισμών, όχι μόνο στην επιφάνεια του πολιτικού συστήματος, αλλά και εντός των κομμάτων και των κέντρων λήψης αποφάσεων. Οι τερατώδεις μηχανισμοί άσκησης πιέσεων που έχουν διαμορφωθεί ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού δεν φαίνεται να είναι τόσο αποτελεσματικοί όσο θα επιθυμούσαν τα κέντρα τα οποία τους δημιούργησαν.

Επειδή, λοιπόν, η περιοχή των δυτικών Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου βρίσκεται σε κατάσταση επικίνδυνης ρευστότητας με άγνωστες διαστάσεις ως προς τις εξελίξεις, οι πολιτικοί Ταγοί είναι υποχρεωμένοι να αναλογιστούν το εάν και κατά πόσον οι επιλογές τους γίνονται αποδεκτές, καλύτερα αν υιοθετούνται και νομιμοποιούνται, από τις κοινωνίες οι οποίες τους έχουν αναδείξει. 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης