Πριν από 250 χρόνια, πάνω από το ένα πέμπτο των Λονδρέζων έως 35 ετών είχε προσβληθεί από σύφιλη, σύμφωνα με τους ιστορικούς.

Τα ευρήματα της ιστορικής έρευνας δείχνουν ότι οι Λονδρέζοι που ζούσαν στο κέντρο του Λονδίνου είχαν πάνω από δύο φορές περισσότερες πιθανότητες να υποβληθούν σε θεραπεία για την ασθένεια από τους ανθρώπους οι οποίοι ζούσαν στην πολύ μικρότερη πόλη του Τσέστερ (περίπου 1775) και περίπου 25 φορές πιο πιθανό από αυτούς που ζούσαν σε περιοχές αγροτικές όπως το Cheshire και η Βορειοανατολική Ουαλία.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μια νέα μελέτη προσφέρει την πρώτη τεκμηριωμένη εκτίμηση της έκτασης της επιδημίας σύφιλης που έπληξε τον πληθυσμό του Λονδίνου προς το τα τέλη του 18ου αιώνα.

Ύστερα από χρόνια επίπονης αρχειακής έρευνας και ανάλυσης δεδομένων, οι ιστορικοί καθηγητές Simon Szreter από το Πανεπιστήμιο του Cambridge και Kevin Siena από το Πανεπιστήμιο Trent του Καναδά μόλις δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στο περιοδικό «Economic History Review».

Τα ευρήματα αυτά σήμερα ίσως θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν την κατανόησή μας για τη δομή του πληθυσμού, τις σεξουαλικές συνήθειες και τον ευρύτερο πολιτισμό μίας από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις του κόσμου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σε μια εποχή πριν από την προφύλαξη, την πρόληψη και τις αποτελεσματικές θεραπείες, το Λονδίνο ήταν μια ταχέως αναπτυσσόμενη πόλη, με συνεχή εισροή νεαρών ενηλίκων, και, κατά συνέπεια, εξαιρετικά ευάλωτο σε επιδημίες σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων. Τα  άτομα που προσβάλλονταν και βίωναν αρχικά σημάδια δυσφορίας, όπως εξάνθημα ή πόνο στην ούρηση, ήλπιζαν ότι είχαν γονόρροια αντί για σύφιλη και ξεκινούσαν φαρμακευτική αγωγή με διάφορα χάπια και φίλτρα. Αλλά για πολλούς τα συμπτώματα επιδεινώνονταν, οδηγώντας σε εξουθενωτικό πόνο και πυρετό που δεν μπορούσαν να αγνοήσουν.

Η θεραπεία με υδράργυρο θεωρήθηκε αξιόπιστη και μόνιμη θεραπεία για τη σύφιλη, αλλά ήταν εξουθενωτική και απαιτούσε τουλάχιστον πέντε εβδομάδες φροντίδας στο σπίτι. Αυτή παρεχόταν, δωρεάν, από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία του Λονδίνου, τουλάχιστον δύο εξειδικευμένα, και πολλά φτωχοκομεία, καθώς και ιδιωτικά για όσους μπορούσαν να το αντέξουν οικονομικά.

Οι ερευνητές άντλησαν επίσης μεγάλες ποσότητες δεδομένων από μητρώα εισαγωγής νοσοκομείων, εκθέσεις επιθεώρησης και άλλες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών πληρότητας κρεβατιών και της διάρκειας διαμονής στο νοσοκομείο.

Ιδιαίτερης αξίας για τους ερευνητές ήταν τα μητρώα εισαγωγής από τα τέλη της δεκαετίας του 1760 έως και το 1780 για τα Νοσοκομεία St Thomas’s και Guy’s, τα οποία στέγαζαν με συνέπεια το 20-30 τοις εκατό των ασθενών τους σε θαλάμους  που προορίζονταν για θεραπεία της ευλογιάς.

Ήταν πολύ πιθανό σύμφωνα με τους ερευνητές η πλειονότητα των ασθενών στα αρχεία αυτά να υπέφεραν από σημαντικά παρατεταμένα συμπτώματα  χαρακτηριστικά της δευτεροπαθούς σύφιλης και όχι της γονόρροιας, του μαλακού έλκους ή τα χλαμυδίων.

Με τις απαραίτητες προσαρμογές οι ερευνητές έφτασαν σε μια τελική συντηρητική εκτίμηση 2.807 εσωτερικών ασθενών που υποβάλλονται σε θεραπεία για σύφιλη ετησίως σε όλα τα ιδρύματα..

Στη συνέχεια, συγκρίνοντας αυτό με τα υπάρχοντα δεδομένα για το Τσέστερ -και κάνοντας περαιτέρω προσαρμογές ώστε να ληφθούν υπόψη οι δημογραφικές και κοινωνικές διαφορές μεταξύ των δύο πόλεων- βρήκαν ότι ενώ περίπου το 8% του πληθυσμού του Τσέστερ είχε μολυνθεί έως την ηλικία των 35 ετών, το ποσοστό για το Λονδίνο ήταν πάνω από το 20%.

Ένας σημαντικός παράγοντας είναι πιθανό να είναι η αυξανόμενη κίνηση των ανθρώπων μέσω του Λονδίνου σε αυτήν την περίοδο, ιδιαίτερα στην ηλικιακή ομάδα 15-34 ετών.  Μεταξύ των νεοαφιχθέντων ήταν πολλές νεαρές γυναίκες που συχνά βρίσκονταν σε θέσεις  οικονομικής εξάρτησης από άνδρες εργοδότες.

Οι ιστορικοί τονίζουν ότι οι σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις ήταν ιδιαίτερα συχνές μεταξύ νεαρών, φτωχών, κυρίως ανύπανδρων γυναικών, οι όποιες είτε εργάζονταν ως ιερόδουλες για να βιοποριστούν είτε δέχονταν σεξουαλικές επιθέσεις ενώ προσέφεραν οικιακές υπηρεσίες.

Ήταν επίσης συχνές ανάμεσα σε δύο ομάδες ανδρών: τους φτωχούς και τους μετανάστες, πολλοί εκ των οποίων ήταν ακόμα άγαμοι και οικονομικά περιθωριοποιημένοι. Δεν έλειπαν βέβαια και οι άνδρες με υψηλό οικονομικό και κοινωνικό στάτους  που ήταν σε θέση να πληρώσουν για νοσοκομειακή ή ιδιωτική θεραπεία.

Η σύφιλη και τα άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα μπορούν να έχουν πολύ σημαντική επίδραση στη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα και επίσης στη γονιμότητα. Έτσι, η ελλιπής γνώση της ιστορικής τους επιδημιολογίας συνιστά ένα σοβαρό κενό ιστορικής γνώσης , με σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία, στη δημογραφία και συνεπώς στην οικονομική ιστορία.  Η μελέτη αυτή λοιπόν συμβάλει στην αλλαγή αυτού του καθεστώτος

Η κατανόηση της επιδημιολογικής εξέλιξης των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων  είναι επίσης ένας κρίσιμος τρόπος για την πρόσβαση σε έναν από τους πιο ιδιωτικούς, και ως εκ τούτου ιστορικά κρυμμένους τομείς της, ανθρώπινης δραστηριότητας, που αφορά σε σεξουαλικές πρακτικές και συμπεριφορές.

www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης