Η διαταραχή της υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας είναι η επίμονη έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας που εμφανίζεται στις γυναίκες και προκαλεί υποκειμενική δυσφορία.
Ακριβώς επειδή υπάρχουν διάφορες καταστάσεις και προβλήματα υγείας που μπορεί να συνεισφέρουν στην εμφάνιση χαμηλής libido, ένα από τα πρώτα βήματα της διάγνωσης είναι ένας ολοκληρωμένος ιατρικός έλεγχος. Εάν ο ιατρός καταφέρει να εντοπίσει την αιτία, η οποία μπορεί να είναι η παρενέργεια μιας αγωγής, ένα προηγούμενο σεξουαλικό τραύμα, οι ορμονικές αλλαγές κατά την εμμηνόπαυση ή ο θηλασμός, τότε η αντιμετώπισή της μπορεί να είναι αρκετή.
Πολύ βασικό στοιχείο για τη διάγνωση είναι η υποκειμενική δυσφορία της γυναίκας. Η σεξουαλική ορμή διαφέρει από γυναίκα σε γυναίκα και αυτό που μπορεί να προξενεί δυσφορία στη μία μπορεί να μην ενοχλεί την άλλη. Επίσης, η αιτία της μειωμένης επιθυμίας δεν είναι πάντα ξεκάθαρη. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που εμπλέκονται.
Ένα εξειδικευμένο διαγνωστικό εργαλείο για τη διαταραχή της υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας είναι το DSDS (Decreased Sexual Desire Screener), ένα ερωτηματολόγιο που αποτελείται από πέντε ερωτήσεις και είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε ακόμα και οι επαγγελματίες υγείας που δεν είναι εξειδικευμένοι στις σεξουαλικές διαταραχές να μπορούν με ακρίβεια να διαγνώσουν τη διαταραχή μέσα σε λίγα μόνο λεπτά.
Το DSDS χρησιμοποιείται για τη διάγνωση της επίκτητης διαταραχής υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας.
Οι γυναίκες με επίκτητη διαταραχή υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας χάνουν το ενδιαφέρον τους για όλους τους ερωτικούς συντρόφους και όλους τους τύπους σεξουαλικού ερεθισμού έπειτα από μία περίοδο φυσιολογικής σεξουαλικής λειτουργίας.
Το DSDS ξεκινά με τις ακόλουθες τέσσερις ερωτήσεις:

1. Στο παρελθόν το επίπεδο σεξουαλικής επιθυμίας/σεξουαλικού ενδιαφέροντος ήταν καλό και ικανοποιητικό για εσάς;
2. Έχει σημειωθεί μείωση στο επίπεδο σεξουαλικής επιθυμίας/σεξουαλικού ενδιαφέροντος;
3. Σας προξενεί δυσφορία το μειωμένο επίπεδο σεξουαλικής επιθυμίας/σεξουαλικού ενδιαφέροντος;
4. Θα θέλατε το επίπεδο σεξουαλικής επιθυμίας/σεξουαλικού ενδιαφέροντος να αυξηθεί;

Εάν μια γυναίκα απαντήσει «όχι» σε οποιαδήποτε από αυτές τις ερωτήσεις, δεν τίθεται η διάγνωση της διαταραχής υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας.
Στην πέμπτη ερώτηση η γυναίκα καλείται να αναγνωρίσει τους παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν στην απώλεια της σεξουαλικής της επιθυμίας. Αυτοί μπορεί να είναι:

• Ένα χειρουργείο, κατάθλιψη, τραυματισμοί, άλλα ιατρικά προβλήματα
• Φάρμακα που λαμβάνει στην τρέχουσα φάση, χρήση ουσιών, κατανάλωση αλκοόλ
• Εγκυμοσύνη, πρόσφατος τοκετός, συμπτώματα εμμηνόπαυσης
• Αλλά σεξουαλικά προβλήματα, όπως είναι ο πόνος κατά τη σεξουαλική πράξη, η μειωμένη διέγερση και οι διαταραχές του οργασμού
• Σεξουαλικά προβλήματα του συντρόφου
• Μη ικανοποίηση από τη σχέση με τον σύντροφο

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
• Στρες ή κόπωση.
Εάν μια γυναίκα απαντήσει «ναι» σε όλες τις ερωτήσεις 1-4 και «όχι» σε όλα τα στοιχεία της ερώτησης 5, μπορεί να διαγνωστεί με διαταραχή υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας. Εάν μια γυναίκα απαντήσει «ναι» στις ερωτήσεις 1-4 και «ναι» σε κάποια από τα στοιχεία της 5, τότε ο ιατρός είναι αυτός που θα αποφασίσει εάν η διάγνωση μπορεί να τεθεί.
Ακριβώς επειδή είναι πολλοί οι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση της εν λόγω διαταραχής, η θεραπεία της συνιστά πρόκληση για τους ειδικούς. Συνήθως οι ιατροί αναζητούν πιθανά αίτια και κατευθύνουν ανάλογα τη θεραπεία.

Για παράδειγμα, εάν το πρόβλημα προκαλείται από τη φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει μια γυναίκα, ο ιατρός της μπορεί να προτείνει μια τροποποίηση της δόσης ή ακόμα και αλλαγή φαρμάκου.

Εάν η γυναίκα δεν είναι ικανοποιημένη από τη σχέση της με τον σύντροφο ή εάν έχει υπάρξει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, μπορεί να ωφεληθεί από ψυχοθεραπεία ή τη θεραπεία σεξουαλικών διαταραχών είτε μονή της είτε μαζί με τον σύντροφό της.
Εάν η κούραση από τον πυρετώδη ρυθμό της καθημερινότητας επηρεάζει τη σεξουαλική επιθυμία της γυναίκας, τότε είναι σημαντικό να προσαρμόσει το πρόγραμμά της και να ζητήσει βοήθεια αναθέτοντας μέρος των ευθυνών της. Τέλος, εάν πάσχει από διαβήτη ή από κάποιο άλλο πρόβλημα υγείας με αρνητικές συνέπειες στη σεξουαλική επιθυμία, η θεραπεία θα κατευθυνθεί προς την αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας. Σε κάποιες περιπτώσεις οι γυναίκες μπορεί να χρειαστεί να δοκιμάσουν διαφορετικές εναλλακτικές πριν καταφέρουν να δουν βελτίωση.
Κάποιες γυναίκες σε εμμηνόπαυση μπορεί να ωφεληθούν λαμβάνοντας ορμονοθεραπεία με οιστρογόνα σε μορφή χαπιού, επιθέματος ή τζελ. Τα οιστρογόνα είναι σημαντικά για τη σεξουαλική υγεία συμπεριλαμβανομένης και της libido, αλλά κατά την εμμηνόπαυση η παραγωγή τους μειώνεται σημαντικά. Η συστημική θεραπεία με οιστρογόνα που στοχεύει σε όλο το σώμα μπορεί να βοηθήσει τη διαδικασία της σεξουαλικής επιθυμίας σε εγκεφαλικό επίπεδο. Η τοπική θεραπεία με οιστρογόνα, από την άλλη, εφαρμόζεται απευθείας στον κόλπο και βοηθάει τη ροή του αίματος στα γεννητικά όργανα για καλύτερη διέγερση και λίπανση.
Μια άλλη επιλογή είναι ένα φάρμακο που ονομάζεται φλιμπανσερίνη, η κυκλοφορία του οποίου όμως δεν έχει εγκριθεί σε όλες τις χώρες. Το φάρμακο αυτό επιδρά σε τρεις νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου. Οι δύο από αυτούς, η ντοπαμίνη και η νορεπινεφρίνη, βοηθούν τη σεξουαλική διέγερση, αλλά ο τρίτος, η σεροτονίνη, μπορεί να την εμποδίσει. Η φλιμπανσερίνη προάγει την ισορροπία των χημικών αυτών ουσιών στον εγκέφαλο κι έτσι βελτιώνεται η επιθυμία. Υπάρχουν, ωστόσο, παρενέργειες και κίνδυνοι που σχετίζονται με τη χρήση της, γι’ αυτό οι γυναίκες που τη λαμβάνουν πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά από ιατρό.

www.andrologia.gr

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης