Νέα έρευνα του Journal of Sexual Medicine αναφέρει ότι οι ενέσεις με ιστολυτικό κλωστρίδιο της κολλαγενάσης (CCH) μπορούν να είναι ασφαλής και αποτελεσματικός τρόπος για την αντιμετώπιση της νόσου Peyronie στην οξεία της φάση.

Η νόσος Peyronie χαρακτηρίζεται από ινώδεις πλάκες που σχηματίζονται στον ελυτροειδή χιτώνα του πέους, ακριβώς κάτω από το δέρμα του. Αυτές οι πλάκες προκαλούν να χαθεί μέρος της ελαστικότητας του πέους, οδηγώντας στην χαρακτηριστική κάμψη που προκαλεί δυσκολία κατά την συνουσία και για τους δυο συντρόφους. Μερικοί ασθενείς επίσης βιώνουν πόνο, στυτική δυσλειτουργία, κατάθλιψη και στρες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Υπάρχουν δυο κλινικά στάδια της νόσου. Κατά την οξεία φάση δημιουργούνται οι πλάκες και η κάμψη επιδεινώνεται. Οι άνδρες που αναφέρουν πόνο, συνήθως τον παρουσιάζουν σε αυτή την φάση η οποία μπορεί να διαρκέσει εως και δυο χρόνια.

Από την στιγμή που τα συμπτώματα σταθεροποιηθούν για τουλάχιστον 3 μήνες, θεωρείται πλέον ότι η νόσος έχει περάσει στην σταθερή φάση.

Οι ενέσεις CCH έχουν εγκριθεί για την θεραπεία της νόσου Peyronie κατά την σταθερή της φάση, όμως υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία για την ασφάλειά τους και την αποτελεσματικότητά τους κατά την οξεία φάση. Η παρούσα μελέτη ερευνά αυτό ακριβώς.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι μελετητές συγκέντρωσαν αναδρομικά δεδομένα από 162 άνδρες  – 36 στην οξεία φάση (1η ομάδα) και 126 στην σταθερή φάση (2η ομάδα). Κατά μέσο όρο οι άνδρες ηλικιακά ήταν 50-55 ετών και η 1η ομάδα είχε την νόσο Peyronie για 8.5 μήνες κατά μέσο όρο, ενώ η 2η ομάδα έπασχε κατα μέσο όρο για 18 μήνες.

Χρησιμοποιήθηκαν ποικίλες τεχνικές αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένης της μέτρησης της γωνίωσης του πέους, το μήκος του πέους κατά την έλξη και τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες. Για την αξιολόγηση της στυτικής λειτουργίας χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο IIEF (International Index of Erectile Function).

Η μέση γωνίωση του πέους ήταν παρόμοια και για τις δύο ομάδες – 60.6 μοίρες για την 1η ομάδα και 56.9 μοίρες για την 2η. Παρόμοια επίσης ήταν και η στυτική λειτουργία των δυο ομάδων, με βάση τα αποτελέσματα του IIEF.

Η θεραπεία με CCH που χορηγήθηκε αποτελούνταν από 2 ενδαγγειακές ενέσεις σε χαλαρό πέος με διάστημα 24-72 ώρες μεταξύ τους. Οι κύκλοι θεραπειών επαναλαμβάνονταν κάθε 6 εβδομάδες, με τους περισσότερους ασθενείς να κάνουν 4 κύκλους θεραπειών.

Μετά την αγωγή το 80.6% των ανδρών στην οξεία φάση παρουσίασαν μείωση της κάμψης, ενώ το 14% παρέμεινε σταθερό. Αντιστοίχως, το 84,1% των ανδρών που βρίσκονταν ήδη στην σταθερή φάση παρουσίασαν μείωση της κάμψης, με ποσοστό της τάξης του 15.1% να μην παρουσιάζει μεταβολές. Γενικά, οι μέση μείωση της κάμψης, τα αποτελέσματα IIEF και το μήκος πέους σε έκταση ήταν παρόμοια και στις δυο ομάδες.

Επιπλέον δεν παρατηρήθηκαν αξιοσημείωτες διαφορές στην παρουσία ανεπιθύμητων ενεργειών μεταξύ των δυο ομάδων. Σχεδόν το 90% δεν παρουσίασε καμιά παρενέργεια ενώ αιμάτωμα παρουσιάστηκε μόλις στο 5% της πρώτης ομάδας και στο 7% της δεύτερης.

Οι συγγραφείς εξηγούν ότι οι ενέσεις CCH πιθανόν αποτρέπουν την δημιουργία πλάκας, κάτι που θα μπορούσε να εξηγεί τον λόγο των πολύ καλών αποτελεσμάτων κατά την οξεία φάση. «Επεμβαίνοντας στο κολλαγόνο καθώς αυτό συσσωρεύεται στον ελυτροειδή χιτώνα, η θεραπεία με CCH μπορεί πρακτικά να προλάβει την δημιουργία πυκνών ασβεστοποιημένων πλακών που θα είναι πολύ δυσκολότερο να αντιμετωπιστούν.»

Οι ερευνητές προσθέτουν επίσης ότι τα ευρήματά τους όσον αφορά την ασφάλεια υποδεικνύουν ότι «η θεραπεία με CCH κατά την οξεία φάση πιθανότατα είναι το ίδιο ασφαλής με την τρέχουσα χρήση της κατά την σταθερή φάση» και συνέστησαν περισσότερες μελέτες προς αυτή την κατεύθυνση για την επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων.

andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης