Οι ερευνητές ξεκίνησαν με την υπόθεση ότι τα διεμφυλικά άτομα που αναζητούν χειρουργικό επαναπροσδιορισμό του φύλου τους από αρσενικό σε θηλυκό ανήκουν σε δύο μεγάλες ηλικιακές υποκατηγορίες. Η πιο πρόσφατη έρευνα του Sexual Medicine συζητά τα χαρακτηριστικά που ανευρέθησαν σε κάθε κατηγορία.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η έννοια των δύο ξεχωριστών κατηγοριών είναι «αμφιλεγόμενη», γι’ αυτό και στη μελέτη τους κατηγοριοποίησαν τα άτομα βασισμένοι στην ηλικία εμφάνισης της δυσφορίας φύλου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι άνθρωποι με δυσφορία φύλου βιώνουν μια αναντιστοιχία μεταξύ του φύλου με το οποίο ταυτοποιήθηκαν κατά τη γέννησή τους και του φύλου με το οποίο οι ίδιοι ταυτίζονται. Μερικοί περιγράφουν αυτό το συναίσθημα σαν να γεννήθηκαν με το λάθος φύλο. Πολλοί αποφασίζουν να κάνουν τη μετάβαση από το φύλο τους μέσα από αλλαγές τρόπου ζωής, λήψη ορμονών και επέμβαση επαναπροσδιορισμού.

Η μελέτη περιέλαβε 40 ενήλικες που πραγματοποίησαν την πρώτη επέμβασή τους μεταξύ των ετών 2012 και 2014. Καθένας από τους συμμετέχοντες είχε προχωρήσει σε αφαίρεση πέους και όρχεων και σε αιδοιοπλαστική.

Από τους συμμετέχοντες συμπληρώθηκαν ερωτηματολόγια σχετικά με την υγεία τους, με την εικόνα που είχαν για το σώμα τους, με την κατάθλιψη, το άγχος, τη συναισθηματική κατάσταση και την αυτοπεποίθηση πριν από την επέμβαση και 12 μήνες μετά την επέμβαση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τα άτομα χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες, με βάση την ηλικία που άρχισαν να μη νιώθουν άνετα με το φύλο τους: ηλικία 17 ετών ή μικρότερη (το «νεότερο» γκρουπ αυτό απαρτίζεται από 19 άτομα) ή εμφάνιση δυσφορίας σε ηλικία μεγαλύτερη των 18 ετών (το «μεγαλύτερο» γκρουπ –  21 άτομα), με τη μέση ηλικία της εμφάνισης δυσφορίας να είναι τα 18,5 έτη.

Κατά μέσο όρο, το νεότερο γκρουπ πραγματοποιούσε την πρώτη του επέμβαση σε μικρότερη ηλικία (32,7 έτη) σε σύγκριση με το μεγαλύτερο γκρουπ (43,8 έτη). Μάλιστα. οι συμμετέχοντες της νεότερης ομάδας εμφάνιζαν συχνότερα συμπτώματα κατάθλιψης κατά την έναρξη, τα οποία έτειναν να εξαφανίζονται μετά το χειρουργείο.

Οι δύο ομάδες επίσης έδειξαν διαφορά στα αισθήματα σεξουαλικής έλξης. Αρχικά, σχεδόν το 53% της νεότερης ομάδας ελκυόταν από άνδρες. Από τη μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα το ποσοστό ήταν στο 19%. Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες ένιωθαν σεξουαλική έλξη είτε για γυναίκες, είτε για άνδρες και γυναίκες, είτε για κανένα από τα δύο.

Μετά την επέμβαση οι δείκτες αυτοί παρέμειναν σταθεροί για τη νεότερη ομάδα. Από τη μεγαλύτερη ομάδα, μόνο το 14% έδειξε έλξη για τους άνδρες, ενώ το υπόλοιπο 86% ελκυόταν από γυναίκες, γυναίκες και άνδρες ή τίποτα από τα δύο.

Οι συμμετέχοντες της νεότερης ομάδας έτειναν να είναι σεξουαλικά πιο ενεργοί και στις δύο χρονικές περιόδους (πριν από την επέμβαση και 12 μήνες μετά) σε σύγκριση με τη μεγαλύτερη ομάδα.

Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η ηλικία έναρξης των συμπτωμάτων δυσφορίας, μπορεί να μας δώσει σημαντικά στοιχεία για τις ιατρικές και συναισθηματικές ανάγκες των ατόμων.

Εν κατακλείδι, «τα ευρήματα μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην ψυχοθεραπευτική, ενδοκρινολογική και χειρουργική αντιμετώπιση και μπορούν τελικά να επηρεάσουν σημαντικά τις θεραπευτικές στρατηγικές».

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ. Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης