Η ενέσιμη χορήγηση ιστολυτικού κλωστηριδίου της κολλαγενάσης (CCH) κατευθείαν στις πλάκες των ασθενών με νόσο Peyronie έχει εγκριθεί από τους αρμόδιους οργανισμούς φαρμάκων τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη για τη μη χειρουργική αντιμετώπιση της νόσου Peyronie. Είναι ωστόσο μικρός ο αριθμός των μελετών που έχουν συγκρίνει τις ενέσεις  CCH με  placebo ή με άλλες θεραπείες που δρουν κατευθείαν στις πλάκες.

Μια πρόσφατη μετά- ανάλυση είχε σκοπό να συγκρίνει τις θεραπευτικές επεμβάσεις που εφαρμόζονται κατευθείαν στις πλάκες των ασθενών με νόσο  Peyronie. Πιο συγκεκριμένα, αναλυθήκαν και συγκρίθηκαν τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές ως προς τη βελτίωση της κάμψης του πέους και της στυτικής λειτουργίας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι θεραπείες που συγκρίθηκαν ήταν οι ενέσεις με CCH, υαλουρονικό οξύ, βεραπαμίλη και ιντερφερόνη  α-2b. Στη μετά -ανάλυση συμπεριλήφθηκαν 8 μελέτες στις οποίες συμμετείχαν  1,050 ασθενείς με ηλικίες από  52.0 έως 58.2 έτη. Ο μέσος όρος παρακολούθησης των ασθενών ήταν 3-13 μήνες.

Αναφορικά με την κάμψη πέους, το υαλουρονικό οξύ και η βεραπαμίλη είχαν χειρότερα αποτελέσματα σε σύγκριση με το CCH και την ιντερφερόνη α-2b. Η βελτίωση της στυτικής λειτουργίας από την άλλη βρέθηκε ελαφρώς αυξημένη στους άνδρες που έλαβαν  θεραπεία με υαλουρονικό οξύ, βεραπαμίλη και ιντερφερόνη σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν  CCH. Επιπλέον η βεραπαμίλη και η ιντερφερόνη ήταν ελαφρώς λιγότερο αποτελεσματικές σε σύγκριση με το υαλουρονικό οξύ, ενώ η ιντερφερόνη ήταν λιγότερο αποτελεσματική από τη βεραπαμίλη.   

Πρόκειται για την πρώτη μετά- ανάλυση που σύγκρινε και τις 4 διαθέσιμες ενέσιμες θεραπείες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Εάν λοιπόν η προτεραιότητα ενός ασθενή είναι η διόρθωση της κάμψης του πέους, τότε το CCH και η ιντερφερόνη  α-2b φαίνεται να είναι οι πιο αποτελεσματικές επιλογές. Αντιθέτως οι άνδρες που βάζουν ως προτεραιότητα τη στυτική λειτουργία ίσως πρέπει να προκρίνουν τη θεραπεία με υαλουρονικό οξύ. 

Κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι η έλλειψη ομοιογένειας των μελετών έχει σαν συνέπεια να μην υπάρχουν επιπρόσθετες πληροφορίες όπως είναι για παράδειγμα, ο πόνος, το μέγεθος των πλακών και η ικανοποίηση των ασθενών. Τονίζεται ωστόσο ότι δεν εμφανίστηκε καμία παρενέργεια.

Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι σε κάθε περίπτωση οι ουρολόγοι θα πρέπει να συζητούν τις μη χειρουργικές θεραπείες πριν καταλήξουν στη λύση του χειρουργείου, καθώς και να καθορίζουν μαζί με τους ασθενείς το βαθμό βελτίωσης που προσδοκούν. Συστήνεται τέλος η διεξαγωγή κλικών δοκίμων με ψευδοφάρμακο για την καλύτερη τεκμηρίωση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των θεραπειών.

Πηγή: andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης