Σε κλίμα ενθουσιασμού πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα της Μποέμ του Πουτσίνι στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, την Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017. Με την Μποέμ ξεκινά το αφιέρωμα της ΕΛΣ στον Στέφανο Λαζαρίδη.

Η σύγχρονη, αιχμηρή ματιά του σπουδαίου Βρετανού σκηνοθέτη Γκρέιαμ Βικ, πάνω στο αριστούργημα του Πουτσίνι προκάλεσε συγκίνηση αλλά και ενθουσιασμό στο κοινό που χειροκρότησε θερμά όλους τους συντελεστές.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Βικ μετέφερε τη δράση του έργου από το Παρίσι του 19ου αιώνα στην Αθήνα του 21ου, δημιουργώντας μια υψηλής έντασης παράσταση. Στο ιδιαίτερο αποτέλεσμα συνέβαλαν τα σκηνικά και τα κοστούμια του Ρίτσαρντ Χάντσον και οι φωτισμοί του Τζουζέππε ντι Ιόριο.

Η Μυρτώ Παπαθανασίου στο ντεμπούτο της στον ρόλο της Μιμής ξεχώρισε με τη σκηνική και τη φωνητική της ερμηνεία. Οι πρωταγωνιστές Γιάννης Χριστόπουλος, Διονύσης Σούρμπης, Ευμορφία Μεταξάκη, Γιάννης Σελητσανιώτης, Όλεγκ Μπουνταράτσκι εντυπωσίασαν με την ευαισθησία και τη δύναμη της ερμηνείας τους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μαζί τους, σε εξαιρετική φόρμα, η Χορωδία της ΕΛΣ, υπό τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο, η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ υπό την Κωνσταντίνα Πιτσιάκου και φυσικά η Ορχήστρα της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Ηλία Βουδούρη.

Επόμενες παραστάσεις: 8, 13, 17, 20, 24, 27, 30/12 & 3, 5/01



Η Μποέμ με μια ματιά

Ο συνθέτης / Ο Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της Τοσκάνης στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Δεν ήταν μόνον το πέμπτο από επτά αδέλφια, αλλά και ο πέμπτος κατά σειρά μουσικός μιας οικογένειας απ’ όπου κατάγονταν οργανιστές του καθεδρικού ναού της πόλης, αρχιμουσικοί και συνθέτες κυρίως εκκλησιαστικής μουσικής. Μέχρι σήμερα ο Πουτσίνι παραμένει ένας από τους επιτυχέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα έργα του βρίσκονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική του γλώσσα διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη του όπερα, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα του, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Τζουζέππε Βέρντι. Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του απάντησαν με επιτυχία στα αιτήματα της εποχής. Πέθανε το 1924, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την τελευταία του όπερα, Τουραντότ (1926).

Το έργο / Η Μποέμ, λυρικές σκηνές σε τέσσερις εικόνες, βασίζεται στη νουβέλα Σκηνές απ’ την μποέμικη ζωή (1845/8, 1851) του Ανρύ Μυρζέρ και στο θεατρικό H μποέμικη ζωή (1849), το οποίο εμπνεύστηκε από αυτήν ο Τεοντόρ Μπαρριέρ. Το ποιητικό κείμενο είναι των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα. Η υπόθεση αφορά τον έρωτα ανάμεσα στον ποιητή Ροντόλφο και στη ράφτρα Μιμή, από τη στιγμή που συναντιούνται έως τον άτυχο θάνατο της κοπέλας από φυματίωση.

Σύνοψη του πρωτοτύπου

Εικόνα 1η / Παρίσι, παραμονή Χριστουγέννων. Ο ποιητής Ροντόλφο και ο ζωγράφος Μαρτσέλλο, φτωχοί καλλιτέχνες, εργάζονται στην κρύα σοφίτα τους. Τους επισκέπτονται δυο φίλοι, ο φιλόσοφος Κολλίνε και ο μουσικός Σωνάρ. Η παρέα αποφασίζει να περάσει το βράδυ στο καφέ Μομύς. Και οι τέσσερις αποφεύγουν το σπιτονοικοκύρη, που εμφανίζεται αναπάντεχα, και ξεκινούν. Μόνον ο Ροντόλφο μένει για λίγο πίσω, προκειμένου να ολοκληρώσει το γραπτό του. Κάποιος χτυπά την πόρτα. Εμφανίζεται η Μιμή, μια ράφτρα, που ζητά φωτιά για να ανάψει το κερί της, που έχει σβήσει. Η φλόγα που της προσφέρει ο Ροντόλφο πυροδοτεί κι έναν κεραυνοβόλο έρωτα, που διακόπτεται από τις φωνές των συντρόφων του, που τον καλούν να τους ακολουθήσει.

Εικόνα 2η / Ο Ροντόλφο και η Μιμή συναντούν την παρέα στο καφέ Μομύς, στη γεμάτη ζωή παρισινή γειτονιά Καρτιέ Λατέν. Μικρή ταραχή προκαλεί η είσοδος της Μουζέττας, πρώην ερωμένης του Μαρτσέλλο, που συνοδεύεται από καινούριο, εύπορο θαυμαστή. Δεν αργεί να ξεφορτωθεί τον πλούσιο άντρα, για να πέσει ξανά στην αγκαλιά του Μαρτσέλλο. Όταν φτάνει ο λογαριασμός για όσα έχουν καταναλώσει, η ανέμελη συντροφιά το σκάει και αφήνει τον εύπορο θαυμαστή της Μουζέττας να πληρώσει.

Εικόνα 3η / Ξημερώματα, ένα κρύο πρωινό του Φεβρουαρίου έξω από μια ταβέρνα στα όρια της πόλης. Η Μιμή εισέρχεται αναζητώντας τον Μαρτσέλλο. Βήχει αφόρητα και του αφηγείται ότι ο Ροντόλφο ζηλεύει παθολογικά. Βλέποντάς τον να πλησιάζει, η Μιμή αποτραβιέται θέλοντας να αποφύγει μια σύγκρουση μαζί του. Τον ακούει να εξηγεί στον Μαρτσέλλο πως οι σκηνές ζηλοτυπίας δεν κρύβουν παρά την ανησυχία του για την κατάσταση της υγείας της. Ο έντονος βήχας προδίδει την κρυμμένη Μιμή, ενώ το γέλιο της Μουζέττας παρασύρει τον Μαρτσέλλο πάλι μέσα στην ταβέρνα. εξομολογούμενοι μία ακόμη φορά τον έρωτά τους, η Μιμή και ο Ροντόλφο αποφασίζουν να μείνουν μαζί έως την άνοιξη, ενώ η Μουζέττα και ο Μαρτσέλλο βγαίνουν από την ταβέρνα καβγαδίζοντας έντονα.

Εικόνα 4η / Στη σοφίτα της μποέμικης συντροφιάς, ο Ροντόλφο και ο Μαρτσέλλο συζητούν για τη Μιμή και τη Μουζέττα. Καταφτάνουν ο Κολλίνε και ο Σωνάρ. Οι τέσσερις φίλοι αρχίζουν τα παιχνίδια και τους αστεϊσμούς, ώσπου εισέρχεται έντρομη η Μουζέττα. Τους αναγγέλλει ότι η Μιμή είναι βαριά άρρωστη. Τη βοηθούν να περάσει μέσα και αποφασίζουν να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους ώστε να εξοικονομήσουν χρήματα και να καλέσουν ένα γιατρό. Μόνοι, ο Ροντόλφο και η Μιμή θυμούνται την πρώτη τους συνάντηση. Όταν επιστρέφουν οι υπόλοιποι, η Μιμή λιποθυμά. Ο Σωνάρ διαπιστώνει ότι δεν πρόκειται να ξυπνήσει από το γαλήνιο ύπνο της και ο Ροντόλφο ξεσπά.

– Αφιέρωμα στον Στέφανο Λαζαρίδη

Μποέμ, Τόσκα, Έκθεση αφιερωμένη στον Στέφανο Λαζαρίδη
Κατά την καλλιτεχνική περίοδο 2017/18 πραγματοποιείται αφιέρωμα στον αείμνηστο σκηνοθέτη, σκηνογράφο και πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή της ΕΛΣ Στέφανο Λαζαρίδη με τις παραγωγές Μποέμ και Τόσκα, καθώς και μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στο έργο του σε Ελλάδα και εξωτερικό, σε συνεργασία με το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας. Η έκθεση θα πραγματοποιηθεί στο αίθριο του 4ου ορόφου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στο ΚΠΙΣΝ και αποτελεί μια συμπαραγωγή της ΕΛΣ, της ΕΒΕ, της ΚΠΙΣΝ Α.Ε. και του ΜΙΕΤ.

O Στέφανος Λαζαρίδης, ένα σπουδαίο κεφάλαιο για την ευρωπαϊκή όπερα, θεωρείται διεθνώς από τους πλέον εμβληματικούς και επιδραστικούς αναμορφωτές του είδους. Ο Λαζαρίδης, ένας «ρομαντικός κυνικός», όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται, ξεκινούσε πάντα από μια ιδέα, με βάση την οποία δημιουργούσε ένα ολόκληρο σκηνικό σύμπαν. Η φιλοσοφία του συνοψιζόταν στην έκφραση με την οποία περιέγραφε την προσέγγισή του στην όπερα: «distorted traditionalism», κάτι σαν «δημιουργικός επαναπροσδιορισμός της παράδοσης».

 Στα τριάντα χρόνια που εργάστηκε στην Εθνική Όπερα της Αγγλίας στο Λονδίνο, πρότεινε στο βρετανικό αλλά και στο παγκόσμιο κοινό παραγωγές που σήμερα θεωρούνται ιστορικές. Η στενή του συνεργασία με τον σπουδαίο Ντέιβιντ Πάουντνυ, εκτός από τις παραγωγές στο Λονδίνο, είχε ως αποτέλεσμα τρεις εμβληματικές παραγωγές στο Φεστιβάλ του Μπρέγκεντς. Δεν του άρεσαν τα μεγάλα θέατρα (Κόβεντ Γκάρντεν, Βιέννη κλπ.) διότι τα θεωρούσε εργοστάσια και ανέλαβε τη Λυρική επειδή ήταν μικρή και θα μπορούσε να δουλέψει τα έργα στην κάθε τους λεπτομέρεια. Το έκανε πράγματι: ασχολιόταν μέχρι και με την τελευταία λεπτομέρεια.

Σε διάστημα που αποδείχτηκε εξαιρετικά σύντομο, μόλις μία καλλιτεχνική περίοδο, έθεσε τις βάσεις για τον μετασχηματισμό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από περιφερειακό θέατρο σε έναν οργανισμό ο οποίος θα συνομιλεί ισότιμα με σημαντικά λυρικά θέατρα σε όλο τον κόσμο.

Αντιμετωπίζοντας την όπερα πρωτίστως ως θέαμα, έδωσε μεγάλη σημασία στη σκηνοθεσία των έργων, θέλοντας να αποφύγει τη μουσειακή αναπαράσταση και επιλέγοντας μια γλώσσα η οποία θα μπορούσε να απευθυνθεί σε ένα σύγχρονο κοινό. Πίστευε σε διαχρονικά ενδιαφέρουσες σκηνοθεσίες και γι’ αυτό ήδη από την πρώτη του καλλιτεχνική περίοδο επέλεξε να παρουσιάσει σε νέες σκηνοθεσίες έργα του βασικού ρεπερτορίου, όπως η Τόσκα, η Μποέμ, η Κάρμεν, η όπερα Ορφέας και Ευρυδίκη. Παράλληλα, είχε σκοπό να παρουσιάσει στο αθηναϊκό κοινό διάσημες παραστάσεις, ξεκινώντας από την όπερα Ο Νίξον στην Κίνα του Τζον Άνταμς στη σκηνοθεσία του Πήτερ Σέλλαρς.

Εξίσου σημαντικό υπήρξε για τον Λαζαρίδη το μουσικό μέρος. Γι’ αυτό προχώρησε στη διεύρυνση της τάφρου της ορχήστρας στο θέατρο Ολύμπια, ώστε να μπορέσουν να παιχτούν με τον αρμόζοντα τρόπο όπερες με αυξημένες συμφωνικές απαιτήσεις.

Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Ώρα έναρξης: 20.00
Μουσική διεύθυνση: Ηλίας Βουδούρης (7, 8, 13, 17, 20/12)
Βλαδίμηρος Συμεωνίδης (24, 27, 30/12 & 3, 5/1)
Σκηνοθεσία Γκρέιαμ Βικ
Σκηνικά-κοστούμια Ρίτσαρντ Χάντσον / Φωτισμοί Τζουζέππε ντι Ιόριο
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Κωνσταντίνα Πιτσιάκου

Μιμή:
Μυρτώ Παπαθανασίου (7, 17, 30/12 & 3, 5/1)
Άννα Στυλιανάκη (8, 13, 20, 24, 27/12)
Ροντόλφο:
Γιάννης Χριστόπουλος (7, 17, 30/12 & 3, 5/1)
Άγγελος Σαμαρτζής (8, 13, 20, 24, 27/12)
Μαρτσέλλο:
Διονύσης Σούρμπης (7, 17, 30/12 & 3, 5/1)
Γιώργος Ιατρού (8, 13, 20, 24, 27/12)
Μουζέττα:
Ευμορφία Μεταξάκη (7, 17, 30/12 & 3, 5/1)
Μαρία Παλάσκα (8, 13, 20, 24, 27/12)
Σωνάρ:
Γιάννης Σελητσανιώτης (7, 17, 30/12 & 3, 5/1)
Νίκος Κοτενίδης (8, 13, 20, 24, 27/12)
Κολλίνε:
Όλεγκ Μπουνταράτσκι (7, 17, 30/12 & 3, 5/1)
Γκλεμπ Περυάζεφ (8, 13, 20, 24, 27/12)
Μπενουά:
Παύλος Μαρόπουλος (7, 17, 30/12 & 3, 5/1)
Μιχάλης Κατσούλης (8, 13, 20, 24, 27/12)
Αλτσιντόρο:
Κωστής Ρασιδάκις (7, 17, 30/12 & 3, 5/1)
Γιάννης Γιαννίσης (8, 13, 20, 24, 27/12)
Παρπινιόλ:
Παναγιώτης Πρίφτης (7, 17, 30/12 & 3, 5/1)
Διονύσης Μελογιαννίδης (8, 13, 20, 24, 27/12)
Λοχίας:
Χρήστος Λάζος (7, 17, 30/12 & 3, 5/1)
Αλέξανδρος Λούτας (8, 13, 20, 24, 27/12)
Tελωνειακός:
Παύλος Σαμψάκης (7, 17, 30/12 & 3, 5/1)
Μαξίμ Κλονόφσκυ (8, 13, 20, 24, 27/12)

Με την Ορχήστρα, τη Χορωδία, την Παιδική Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής

Τιμές εισιτηρίων: 15, 20, 30, 40, 45, 60 ευρώ
Φοιτητικό, παιδικό: 12 ευρώ
Περιορισμένης ορατότητας: 10 ευρώ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης