Επί διακόσια σχεδόν χρόνια, οι πιο φημισμένοι λυρικοί τραγουδιστές της Ευρώπης ήταν οι καστράτι: χειρουργημένοι «άνδρες-παιδιά» που οι υψηλών τόνων φωνές τους και οι απίστευτες αναπνευστικές τους δυνατότητες σαγήνευαν το κοινό και τους απέφεραν αμοιβές συγκρίσιμες με των σημερινών σταρ του ποδοσφαίρου.

Επειδή η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία απαγόρευε στις γυναίκες να ακούγονται στην εκκλησία, οι Καστράτοι έπαιρναν την θέση τους, αποτελώντας ένα φαινόμενο ανθρώπων που είναι οι συνεχιστές των ευνούχων των βασιλικών αυλών και στέκονται ανάμεσα σε δύο φύσεις, την αντρική και την γυναικεία, ενώ δεν μετέχουν σε καμία από αυτές.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η εμφάνισή τους τον 16ο αιώνα αρχικά προκάλεσε αμηχανία που σιγά σιγά όμως μετατράπηκε σε θαυμασμό. Πολλοί γνωστοί συνθέτες έγραψαν όπερες για τη φωνή των Καστράτων, με το κοινό να τους ζητεί όλο και περισσότερο. Τις δεκαετίες του 1720 και το 1730, περίπου 4.000 αγόρια ευνουχίζονταν κάθε χρόνο, με τις ευλογίες της εκκλησίας, ώστε να προσπαθήσουν να κάνουν καριέρα στην ακμάζουσα τότε μπαρόκ όπερα. Ανάμεσά τους υπήρχαν και γόνοι πλουσίων οικογενειών, όπως ο διάσημος Καστράτος Καφφαρέλλι, όμως τα περισσότερα αγόρια ήταν παιδιά φτωχών οικογενειών και τις περισσότερες φορές πολύτεκνων, τα οποία θυσιάζονταν ώστε να μπορέσουν να βγάλουν ολόκληρη την οικογένεια από τη φτώχεια και την ένδεια.

Οι ευνουχισμένοι άρρενες υψίφωνοι άρχισαν να παρακμάζουν όταν η εποχή του μπαρόκ έδωσε τη σκυτάλη στη ρομαντική εποχή και ο ρωμαλέος ήχος των τενόρων πήρε τα πρωτεία. Οι καστράτι δέχτηκαν τη χαριστική βολή στα 1870, όταν θεσπίστηκαν νόμοι στην πρόσφατα ενοποιημένη Ιταλία που έθεσαν εκτός νόμου τον ευνουχισμό για μουσικούς λόγους. Ακόμα πιο σημαντικό ήταν ένα διάταγμα του Πάπα Λέοντα του 13ου, που απαγόρευε την πρόσληψη των καστράτι από την Εκκλησία. Η πρακτική του ευνουχισμού αγοριών με ωραία φωνή, προκειμένου να διατηρήσουν τις ικανότητες υψιφώνου στην ενήλικη ζωή τους, έπαψε πλέον να είναι επικερδής.

Εκτός από ελάχιστες ηχογραφήσεις, σε παλιό φωνόγραφο με κερί, του καστράτο Αλεσάντρο Μορέσκι, ο οποίος πέθανε το 1922, δεν υπάρχουν δίσκοι που να απαθανατίζουν αυτή την πλούσια παράδοση της ευρωπαϊκής μουσικής. Στα χρόνια από τότε που ο Μορέσκι τραγούδησε για τελευταία φορά, οι άριες που είχαν γραφτεί για καστράτι, συνθέσεις κυρίως του Χέντελ, ηχογραφήθηκαν μετατοπισμένες κατά μία οκτάβα για βαρύτονους ή ερμηνεύτηκαν από υψιφώνους και κόντρα τενόρους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Μορέσκι ανακαλύφθηκε περίπου σε ηλικία 12 ετών από τον Ναζαρένο Ροσάτι, πρώην μέλος της χορωδίας της Καπέλα Σιξτίνα και «κυνηγό ταλέντων» για αγόρια με φωνητικές ικανότητες. Σε ηλικία μόλις 15 ετών μαθήτευσε υπό τον συνθέτη και μαέστρο στην Βασιλική του Αγίου Ιωάννη Λατερανού, Γκαϊτάνο Καπότσι, ο οποίος γρήγορα τον όρισε Πρώτο Σοπράνο της χορωδίας.

Ακούστε το τραγούδι:

Την ίδια στιγμή, ο Μορέσκι ενετάχθη στην ομάδα «Τραγουδιστές του Πάπα», η οποία έδινε μουσικές παραστάσεις για την υψηλή κοινωνία της Ρώμης. Το 1883, μάλιστα, παρουσίασαν το «Christus am Olberge» (Ο Χριστός στο Όρος των Ελαιών), όπου ο ίδιος τραγούδησε τον σοπράνο κολορατούρα ρόλο του Σεραφείμ και κέρδισε το προσωνύμιο «Ο Άγγελος της Ρώμης».

Ο Μορέσκι πέθανε το 1922, όταν ήταν 63 ετών, από πνευμονία. Πολλοί σύγχρονοι κριτικοί έχουν χαρακτηρίσει την φωνή του ως μέτρια, ενώ άλλοι θεωρούν ότι ήταν αρκετά καλός τραγουδιστής σύμφωνα με τα μουσικά πρότυπα της εποχής του. Ωστόσο, όλοι συμφωνούν ότι οι ηχογραφήσεις του αποτελούν ένα μοναδικό δείγμα της μουσικής περιόδου που υπηρέτησε, αλλά και μίας κατηγορίας μουσικών, η φωνή των οποίων σήμερα μπορεί να «ζωντανέψει» μόνο μέσα από τη δική του.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης