Το βυθισμένο στην θάλασσα του Θερμαϊκού αρχαίο λιμάνι…

Του Αθανασίου Β. Τσιρωνά, επίκουρου καθηγητή Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τέθηκε υπ’ όψιν μου, συνοδευόμενο από τον πλήρη φάκελο με τα στοιχεία της υπόθεσης, το εξής σύντομο ιστορικό:

1. Με την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ.34/13400/421/17-5-1989 (ΦΕΚ Β’ 384/1989) απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού [όπως αυτή διορθώθηκε με την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ3.4/36310/796/1989 (ΦΕΚ Β 661/1989) όμοια απόφαση] κηρύχθηκε ως αρχαιολογικός χώρος θαλάσσια περιοχή του κόλπου Θεσσαλονίκης, προκειμένου να διαφυλαχθεί η ιστορική και αρχαιολογική μορφή του ορμίσκου που ταυτίζεται με το λιμένα «Κελλάριον» των βυζαντινών χρόνων και το υποβρύχιο φράγμα που τον προστατεύει. Ο αρχαιολογικός χώρος, πέραν της θαλάσσιας περιοχής του Κελλαρίου κόλπου, περιλαμβάνει και χερσαίο τμήμα, του οποίου το όριο ταυτίζεται με την γραμμή του παλαιού αιγιαλού.

2. Στην ως άνω περιοχή έχει ανεγερθεί οικοδομή επί της οδού Θεμ. Σοφούλη αριθ. 64Α. Η οικοδομή αυτή ευρίσκεται εντός του Ο.Τ.143Β του Δήμου Θεσσαλονίκης. Το οικόπεδο όμως επί του οποίου έχει ανεγερθεί η εν λόγω οικοδομή τέμνεται από άκρου εις άκρον και διχοτομείται από το όριο του παλαιού αιγιαλού, το οποίο, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί και το όριο του ως άνω κηρυχθέντος αρχαιολογικού χώρου. Έτσι, το ένα τμήμα του οικοπέδου, εμβαδού 444,25 τ.μ., ευρίσκεται εκτός του αρχαιολογικού χώρου και πλησίον αυτού, ενώ το άλλο τμήμα του ίδιου ακινήτου, εμβαδού 253, 99 τ.μ., ευρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός του αρχαιολογικού χώρου.

Το συγκεκριμένο οικόπεδο έχει οικοδομηθεί κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 673/1994 οικοδομικής άδειας. Με την άδεια αυτή επετράπη η ανέγερση της οικοδομής στο τμήμα του ακινήτου εμβαδού, το οποίο ευρίσκεται εκτός του αρχαιολογικού χώρου, ενώ απαγορεύθηκε (όπως ήταν αυτονόητο) οποιαδήποτε εργασία, επέμβαση ή δόμηση στο τμήμα του ίδιου ακινήτου, το οποίο ευρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός του αρχαιολογικού χώρου.

3. Ο ιδιοκτήτης του ισογείου καταστήματος της ως άνω οικοδομής μίσθωσε το κατάστημά του στην εταιρεία με την επωνυμία «ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΝΤΑΚΗΣ & ΣΙΑ ΟΕ». Η εν λόγω εταιρεία υπέβαλε αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος. Με την αίτησή της ζητεί να λειτουργήσει τέτοιου είδους κατάστημα στο ισόγειο του συγκεκριμένου ακινήτου με παράλληλη ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων στον εξωτερικό χώρο του οικοπέδου, που έχει διατεθεί στην αποκλειστική χρήση του ισογείου. Ο συγκεκριμένος όμως χώρος του οικοπέδου ανήκει στο τμήμα του ακινήτου, το οποίο ευρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός του ανακηρυχθέντος αρχαιολογικού χώρου.

4. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 3028/2002 (βλ. και ν. 4858/20021) η χορήγηση άδειας λειτουργίας (εκτός των λοιπών και) καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Ως εκ τούτου το αίτημα της ως άνω επιχείρησης να αναπτύξει τραπεζοκαθίσματα στο τμήμα του οικοπέδου, το οποίο ευρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου, εκκρεμεί στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού.

Β. ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Εν όψει του ανωτέρω ιστορικού και των σχετικών στοιχείων και εγγράφων που ετέθησαν υπόψη μου, μου τέθηκε το εξής ερώτημα:

Είναι νόμιμο το αίτημα επιχείρησης για λειτουργία καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος με ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων σε τμήμα του ακινήτου, το οποίο ευρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου;

Γ. ΑΠΑΝΤΗΣΗ

1. Εισαγωγική προδιάθεση

Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα θα πρέπει να αποσαφηνιστεί το καθεστώς προστασίας των αρχαιολογικών χώρων, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και όπως εξειδικεύεται στην εξαιρετικά αυστηρή σχετική αρχαιολογική νομοθεσία. Θα γίνει εκτενής αναφορά στην πλούσια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και στα πορίσματα που συνάγονται από αυτήν για την έκταση και τους όρους προστασίας των κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων.

Στην συνέχεια θα διερευνηθεί το ζήτημα, εάν είναι κατ’ αρχήν νόμιμη, ακόμη και υπό προϋποθέσεις, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο χρήση και εκμετάλλευση ακινήτου ή τμήματος αυτού, το οποίο δεν ευρίσκεται απλώς πλησίον αρχαιολογικού χώρου, αλλά εντός αρχαιολογικού χώρου, όπως το ακίνητο της προκείμενης υπόθεσης. Υπό την έννοια αυτή θα εξετασθεί, εάν η ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων εντός αρχαιολογικού χώρου από κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος είναι κατ’ αρχήν υφ’ οιεσδήποτε συνθήκες επιτρεπτή.

Τέλος θα εκτεθούν αναλυτικώς οι όροι και οι προϋποθέσεις για την έγκριση αδείας για λειτουργία εμπορικών επιχειρήσεων, όταν αυτές ευρίσκονται πλησίον (και όχι εντός) κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου. Θα εξετασθεί λοιπόν ποιες αυστηρές προϋποθέσεις τάσσονται από την σχετική νομοθεσία και νομολογία για την λειτουργία καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος πλησίον αρχαιολογικού χώρου.

Επειδή όμως η αιτούμενη εν προκειμένω άδεια αφορά στην εκμετάλλευση (ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων) τμήματος ακινήτου που ευρίσκεται εντός (και όχι πλησίον) αρχαιολογικού χώρου, η έρευνα αυτή αποκλειστικό σκοπό έχει να αναδείξει τις διαφορές και τις ομοιότητες μεταξύ των δύο καθεστώτων προστασίας, δηλαδή της προστασίας περιοχών πλησίον και περιοχών εντός αρχαιολογικών χώρων. Εάν η εξέταση του εν λόγω ζητήματος αναδείξει ότι δεν είναι ανεπίτρεπτη η ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων ακόμη και σε ακίνητα πλησίον αρχαιολογικού χώρου, τότε θα αναδειχθούν με μεγαλύτερη ένταση οι περιορισμοί που επιβάλλονται σε ακίνητα εντός αρχαιολογικού χώρου.

2. Η συνταγματική προστασία των αρχαίων και των αρχαιολογικών χώρων

Όπως έχει κριθεί, με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος καθιερώνεται αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και των λοιπών πολιτιστικών στοιχείων και αγαθών που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν, λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, την εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της χώρας [1]. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων και του χώρου που είναι αναγκαίος για την ανάδειξή τους σε ιστορική, αισθητική, και λειτουργική ενότητα [2].

………………………………………………

1 Βλ. ΣτΕ 655/2017, 3004/2015, 978/2012.

2 Βλ. ΣτΕ 3004/2015, 3735/2013, 569/2012. 4

 ……………………………………………………………………………………………………

Έτσι, το προστατευτικό πεδίο των ως άνω συνταγματικών διατάξεων καλύπτει και εφαρμόζεται και στους αρχαιολογικούς χώρους3. Εξάλλου, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, κάθε επέμβαση επί και πλησίον αρχαίου ή εντός αρχαιολογικού χώρου, ή ιστορικού τόπου πρέπει κατ’ αρχήν να αποβλέπει στην προστασία και στην ανάδειξή του, να ενεργείται δε ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και του είδους των προστατευτέων ευρημάτων και επί τη βάσει των δεδομένων της αρχαιολογικής επιστήμης απαγορευμένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση των αρχαίων ή του αρχαιολογικού χώρου4.

3 Βλ. και την διάταξη του άρθρου 12 παρ. 4 του ν. 3028/2002, καθώς και την αντίστοιχη του κωδικοποιητικού ν. 4858/2021 (εφεξής η παραπομπή στις όμοιες και αντίστοιχες διατάξεις του ν. 4858/2021 θα εννοείται και θα παραλείπεται).

…………………………………………………..

4 Βλ. ΣτΕ Ολομ. 676/2005, 3454/2004, ΣτΕ 655/2017, 3004/2015, 575/2012, 569/2012.

5 Βλ. ΣτΕ 887/2019.

6 Βλ. ΣτΕ 2224/2008, 2345/2014.

7 Βλ. την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. β’ του ν. 3028/2002.

………………………………………………

Από τα ως άνω νομολογιακά πορίσματα συνάγεται ότι με την διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος καθιερώνεται η αυξημένη προστασία, όχι μόνον των μνημείων, αλλά και των αρχαιολογικών χώρων, ήτοι των εκτάσεων που περιέχουν αρχαία μνημεία καθώς και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει την ανάδειξή τους σε ιστορική, λειτουργική και αισθητική ενότητα5. Ο νομοθέτης, εξειδικεύοντας την σχετική συνταγματική επιταγή για προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και για διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων τόσο των μνημείων όσο και κάθε στοιχείου του πολιτιστικού περιβάλλοντος6, προέβλεψε τον καθορισμό του αναγκαίου χώρου για την προστασία των αρχαίων μνημείων και την υπαγωγή τους σε ειδικό κανονιστικό καθεστώς, με σκοπό την αποτροπή του κινδύνου βλάβης ή αλλοίωσης των μνημείων από εξωτερικές επιδράσεις καθώς επίσης και την αισθητική προβολή και ανάδειξή τους.

3. Το προστατευτικό καθεστώς που θεσπίζει η αρχαιολογική νομοθεσία για τους αρχαιολογικούς χώρους

Η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 «για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν και ισχύουν με τον ν. 4858/2021. Για την εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω νόμου «ως μνημεία νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία»7. Περαιτέρω «ως αρχαία μνημεία ή αρχαία νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20. Στα αρχαία μνημεία συμπεριλαμβάνονται σπήλαια και παλαιοντολογικά κατάλοιπα για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι συνδέονται με την ανθρώπινη ύπαρξη»8.

………………………………………………

8 Βλ. την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. β’ περ. αα’ του ν. 3028/2002.

9 Βλ. την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. β’ περ. γγ’ του ν. 3028/2002.

10 Βλ. την διάταξη του άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 3028/2002.

11 Βλ. την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. γ’ του ν. 3028/2002.

12 Βλ. την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 3028/2002.

13 Βλ. την διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 3028/2002.

…………………………………………………………………..

Επίσης, κατά την έννοια του νόμου «ως ακίνητα μνημεία νοούνται τα μνημεία που υπήρξαν συνδεδεμένα με το έδαφος και παραμένουν σε αυτό ή στο βυθό της θάλασσας ή στον πυθμένα λιμνών και ποταμών, καθώς και τα μνημεία που βρίσκονται στο έδαφος ή στο βυθό της θάλασσας ή στον πυθμένα λιμνών ή ποταμών και δεν είναι δυνατόν να μετακινηθούν χωρίς βλάβη της αξίας τους ως μαρτυριών. Στα ακίνητα μνημεία συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις, οι κατασκευές και τα διακοσμητικά και λοιπά στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους, καθώς και το άμεσο περιβάλλον τους»9. Τα αρχαία που χρονολογούνται έως και το 1830 περιλαμβάνονται στα ως άνω ακίνητα μνημεία10.

Σύμφωνα με τον νόμο «ως αρχαιολογικοί χώροι νοούνται εκτάσεις στην ξηρά ή στην θάλασσα ή στις λίμνες ή στους ποταμούς, οι οποίες περιέχουν ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται αρχαία μνημεία ή αποτέλεσαν ή υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν από τους αρχαιοτάτους χρόνους έως και το 1830 μνημειακά οικιστικά ή ταφικά σύνολα. Οι αρχαιολογικοί χώροι περιλαμβάνουν και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει στα σωζόμενα μνημεία να συντίθενται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα»11.

Με την ως άνω έννοια όλες οι προστατευτικές ρυθμίσεις του ν. 3028/2002 (και ήδη ν. 4858/2021) εφαρμόζονται και στους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή των ορίων νομίμως υφισταμένων ενεργών οικισμών12. Ομοίως εφαρμόζονται και στους ενάλιους αρχαιολογικούς χώρους, στους οποίους απαγορεύεται η αλιεία, η αγκυροβολία και η υποβρύχια δραστηριότητα με αναπνευστικές συσκευές, εκτός αν έχει χορηγηθεί άδεια του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου13.

Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας συνίσταται κυρίως στην διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης των μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων με την ως άνω έννοια14. Έτσι, απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του15. Μάλιστα με ρητή νομοθετική πρόβλεψη όλες οι ως άνω ρυθμίσεις που έχουν τεθεί για την αποτελεσματική προστασία των μνημείων εφαρμόζονται αναλόγως και για τους αρχαιολογικούς χώρους16.

……………………………………………………..

14 Βλ. την διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. β’ του ν. 3028/2002.

15 Βλ. την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3028/2002.

16 Βλ. την διάταξη του άρθρου 12 παρ. 4 του ν. 3028/2002.

17 Βλ. την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 3028/2002. Στην ίδια διάταξη ορίζεται ότι με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργών μπορεί να καθορίζονται κριτήρια, διαδικασίες ελέγχου και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας διαδικασίας.

18 Βλ. την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 6 του ν. 3028/2002.

19 Βλ. ΣτΕ 3856/2006.

20 Βλ. ΣτΕ 3723/2005.

…………………………………………………………………………..

Ιδίως η εγκατάσταση ή η λειτουργία βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή εμπορικής επιχείρησης, η τοποθέτηση τηλεπικοινωνιακών ή άλλων εγκαταστάσεων, η επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας17.

Στις περιπτώσεις δε που απαιτείται, η έγκριση αυτή προηγείται από τις άδειες άλλων αρχών που αφορούν την επιχείρηση ή την εκτέλεση του έργου ή της εργασίας και τα στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας στις άδειες αυτές. Η έγκριση χορηγείται μέσα σε τρεις (3) μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης. Ειδικά για αιτήματα αδειοδοτήσεων καταστημάτων λιανικής πώλησης υγειονομικού ενδιαφέροντος, η ανωτέρω έγκριση χορηγείται μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης18.

4. Η έκταση προστασίας των αρχαιολογικών χώρων

Η κήρυξη ορισμένου χώρου ως αρχαιολογικού αποτελεί ουσιαστικά οριοθέτηση της έκτασης που είναι αναγκαία αφενός μεν για την ανάδειξη των αρχαίων μνημείων που βρίσκονται εντός αυτής19 και αφετέρου δε για την διεξαγωγή των απαραίτητων για την ανακάλυψη νέων ευρημάτων αρχαιολογικών ερευνών20. Με την έννοια αυτή η οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου μπορεί να περιλαμβάνει και ακίνητα, στα οποία δεν έχουν μεν ανευρεθεί αρχαιότητες, λόγω όμως της άμεσης γειτνίασης ή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους ή πάντως της ιδιαίτερης σχέσης τους με τον χώρο, όπου ανευρέθηκαν οι αρχαιότητες, κρίνεται ότι πρέπει να ενταχθούν σε αυτόν, για την προστασία ή την ανάδειξη του όλου αρχαιολογικού χώρου21. Έτσι, με τις σχετικές διατάξεις του ν. 3028/2002 (βλ. και ν. 4858/2021) εξειδικεύεται η συνταγματική επιταγή για την αυξημένη προστασία των αρχαιολογικών χώρων, οι οποίοι ακριβώς αποτελούν το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει στα ακίνητα μνημεία να αναδεικνύονται22.

………………………………………………………………………………..

21 Βλ. ΣτΕ 3236/2014, 4447/2013, 1464/2009, 1924/2008, 896/2005, 3285/2004.

22 Βλ. ΣτΕ 590/2016, 3236/2014, 4447/2013, 3041/2011.

23 Βλ. ΣτΕ 3064/2015, 3004/2015, 575/2012.

24 Βλ. ΣτΕ 415/2017 1378/2016, 293/2010.

25 Βλ. ΣτΕ 3064/2015, 3004/2015, 569/2012, 3723/2005, 565/2005.

26 Βλ. ΣτΕ 3004/2015, 4460/2005.

27 Βλ. ΣτΕ 415/2017, 1378/2016, 569/2012.

………………………………………………………………………………………………….

Από την άλλη πλευρά και οι διατάξεις του ν. 3028/2002 (όπως κωδικοποιήθηκαν με τον ν. 4858/2021) πρέπει να ερμηνεύονται πάντοτε με γνώμονα την αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος που εισάγεται με τις ήδη αναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις. Ως εκ τούτου γίνεται δεκτό ότι επιβάλλεται στην Διοίκηση η λήψη κάθε μέτρου το οποίο κρίνεται αρμοδίως ως πρόσφορο για την προστασία, όχι μόνον των αρχαίων και νεωτέρων μνημείων, αλλά και των αρχαιολογικών χώρων. Η προστασία αυτή, όπως έχει εκτεθεί, συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην διατήρηση των στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος αναλλοίωτων στο διηνεκές23.

Εξάλλου, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, επεμβάσεις πλησίον αρχαίου μνημείου ή πλησίον των ορίων κηρυχθέντος αρχαιολογικού χώρου, οι οποίες αποτελούν ειδικότερη περίπτωση επεμβάσεως24, επιτρέπονται μόνο κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Αρχαιολογικού Συμβουλίου, εφόσον δεν επέρχεται κίνδυνος άμεσης ή έμμεσης βλάβης, όχι μόνο ενός ή περισσοτέρων από τα σωζόμενα μνημεία, εμφανή ή μη, αλλά και του ελεύθερου χώρου που τα περιβάλλει25.

Περαιτέρω, ο Υπουργός Πολιτισμού, προκειμένου να χορηγήσει την έγκρισή του για την εκτέλεση ενός έργου ή για την ανάπτυξη μίας δραστηριότητας πλησίον αρχαίων μνημείων, έγκριση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση αδειών άλλων διοικητικών αρχών26, αξιολογεί τα χαρακτηριστικά της δραστηριότητας αυτής και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που η δραστηριότητα θα έχει στα ακίνητα μνημεία και στον αναγκαίο για την ανάδειξή τους χώρο, δηλαδή στα αγαθά που εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο της αρχαιολογικής νομοθεσίας27. Το ίδιο ισχύει και για την χορήγηση έγκρισης για την ανάπτυξη μίας δραστηριότητας πλησίον αρχαιολογικού χώρου28.

………………………………………………………

28 Όπως ήδη αναφέρθηκε όλες οι ρυθμίσεις που έχουν τεθεί για την αποτελεσματική προστασία των μνημείων εφαρμόζονται αναλόγως και για τους αρχαιολογικούς χώρους (βλ. την διάταξη του άρθρου 12 παρ. 4 του ν. 3028/2002).

29 Βλ. ΣτΕ 415/2017, 569/2012.

30 Βλ. ΣτΕ 3004/2015, 3735/2013.

31 Βλ. την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 3028/2002.

………………………………………………………

Η κρίση δε του Υπουργού Πολιτισμού πρέπει, για να είναι πλήρης, να περιέχει κατά την οικεία νομολογία τουλάχιστον τα εξής στοιχεία: (α) περιγραφή των προστατευτέων αρχαίων μνημείων, (β) περιγραφή του προς εκτέλεση έργου ή της μέλλουσας να επιχειρηθεί δραστηριότητας και (γ) τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου ή της δραστηριότητας επί των αρχαίων και του περιβάλλοντος αυτά χώρου. Η αιτιολογία βέβαια αυτή, αν δεν περιέχεται στην ίδια την απόφαση, οφείλει να προκύπτει τουλάχιστον από σαφείς, ειδικές και συγκεκριμένες κρίσεις που θα περιέχονται τουλάχιστον στην γνωμοδότηση του αρχαιολογικού συμβουλίου, η οποία συνοδεύει την απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού29.

Στην περίπτωση του περιβάλλοντος χώρου των μνημείων, προστατευτέο στοιχείο συνιστά και η ανεμπόδιστη θέαση αυτών, αλλά και ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής, η οποία τελεί σε άμεση οπτική επαφή με τα μνημεία και είναι αναγκαία για την ανάδειξή τους. Συνεπώς, πρέπει να ερευνάται και εάν η απόσταση του έργου από το μνημείο ή η σχέση του με αυτό, ενόψει των μορφολογικών του στοιχείων είναι τέτοια, ώστε να διασφαλίζεται η αναλλοίωτη έποψη του μνημείου και η ακεραιότητα του αναγκαίου για την ανάδειξή του σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα του περιβάλλοντος χώρου30. Είναι δε αυτονόητο ότι η ως άνω περιγραφόμενη προστασία είναι σαφώς εντονότερη στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν προστατεύεται απλώς ο περιβάλλον το μνημείο χώρος, αλλά έχει κηρυχθεί και οριοθετηθεί συγκεκριμένος αρχαιολογικός χώρος.

5. Οι όροι και οι προϋποθέσεις αρχαιολογικής αδειοδότησης δραστηριοτήτων εντός των ορίων κηρυχθέντων και οριοθετηθέντων αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως

Στους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή εντός των ορίων νομίμως υφισταμένων ενεργών οικισμών εφαρμόζονται, όπως ήδη αναφέρθηκε, όλες οι προστατευτικές ρυθμίσεις του ν. 3028/2002 (και ήδη ν. 4858/2021), ενισχυμένες από επιπλέον εγγυήσεις31. Στους παραπάνω αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται δραστηριότητες, καθώς και χρήσεις των κτισμάτων, των ελεύθερων χώρων τους και των κοινόχρηστων χώρων, οι οποίες δεν εναρμονίζονται με τον χαρακτήρα και την δομή των επί μέρους κτισμάτων ή χώρων ή του συνόλου. Για τον καθορισμό της χρήσης κτίσματος ή ελεύθερου χώρου αυτού ή κοινόχρηστου χώρου απαιτείται άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου32.

…………………………………………………………………………………………….

32 Βλ. την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 5 του ν. 3028/2002.

33 Βλ. ΣτΕ 565/2018, 2500/2009, 3406/2001.

34 Βλ. ΣτΕ 565/2018, 4060/2015, 3350/2014, 2500/2009.

35 Βλ. ΣτΕ 565/2018, 3350, 4351/2014, 4757/2011, 3406/2001.

36 Βλ. ΣτΕ 4757/2011, 2500/2009, 3406/2001.

37 Βλ. ΣτΕ 1029, 1030, 2526/2020.

……………………………………………………………………

Ως εκ τούτου στους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή εντός των ορίων νομίμως υφισταμένων ενεργών οικισμών οι εφαρμοζόμενες διατάξεις απαγορεύουν επεμβάσεις ή χρήσεις οι οποίες είναι δυνατόν να επιφέρουν, αμέσως ή εμμέσως, καταστροφή, βλάβη ή αλλοίωση του χαρακτήρα των εν λόγω αρχαιολογικών χώρων. Σε κάθε δε περίπτωση, για την εκτέλεση οποιουδήποτε έργου ή για τον καθορισμό συγκεκριμένης χρήσεως στα κτίσματα ή στους ελεύθερους χώρους εντός των αρχαιολογικών αυτών χώρων απαιτείται προηγούμενη άδεια του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του οικείου συμβουλίου33. Ο Υπουργός Πολιτισμού, προκειμένου να χορηγήσει την έγκριση (άδεια) για την εκτέλεση του έργου ή για την συγκεκριμένη χρήση ή εκμετάλλευση κτιρίου, που βρίσκεται σε αρχαιολογικό χώρο εντός σχεδίου πόλεως ή σε οικισμό, αξιολογεί τα χαρακτηριστικά του έργου, της χρήσης ή της εκμετάλλευσης και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχουν στον εν λόγω αρχαιολογικό χώρο, δηλαδή στο αγαθό που εμπίπτει στο πεδίο προστασίας34.

Ωστόσο, η αιτιολογία της ως άνω χορηγούμενης άδειας δεν αρκεί να περιέχει μόνον την περιγραφή του προς εκτέλεση έργου ή της επιτρεπόμενης χρήσεως και την εκτίμηση των επιπτώσεών τους, για να είναι πλήρης35. Αντιθέτως οφείλει επιπλέον η Διοίκηση, κατά την εξέταση σχετικού αιτήματος, να ερευνά περαιτέρω αν οι τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις μπορούν να εξουδετερωθούν με την επιβολή όρων και περιορισμών και, σε καταφατική περίπτωση, να επιβάλλει τους αναγκαίους κατά περίπτωση όρους κατά τη χορήγηση της εγκρίσεως36.

Από τις ως άνω ρυθμίσεις συνάγεται ότι πράγματι στους αρχαιολογικούς χώρους, που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή εντός ενεργών οικισμών, όλες οι προστατευτικές διατάξεις του νόμου εφαρμόζονται αυστηρότερα και ενισχυμένες από επιπλέον εγγυήσεις, καθόσον οι ιδιαιτερότητές τους αυξάνουν τον κίνδυνο δημιουργίας πραγματικών καταστάσεων μη δεκτικών ανατροπής37. Προβλέπονται λοιπόν πρόσθετοι όροι και αυστηρότερες προϋποθέσεις για την αδειοδότηση δραστηριοτήτων ή εκμεταλλεύσεων εντός τέτοιων αρχαιολογικών χώρων. Η πιο σημαντική δε πτυχή της ως άνω πρόσθετης προστασίας έγκειται στον όρο ότι κάθε επέμβαση εντός (και όχι απλώς πλησίον) αρχαιολογικού χώρου πρέπει κατ’ αρχήν να αποβλέπει μόνον στην προστασία και στην ανάδειξή του, και άρα είναι κατ’ αρχήν απαγορευμένες οι επεμβάσεις και οι χρήσεις, οι οποίες δεν είναι συμβατές προς την κατά προορισμό χρήση των αρχαίων ή του αρχαιολογικού χώρου38.

…………………………………………………………………………………….

38 Βλ. ΣτΕ Ολομ. 676/2005, 3454/2004, ΣτΕ 655/2017, 3004/2015, 575/2012, 569/2012.

39 Βλ. την ήδη αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 3028/2002.

……………………………………………………………..

Ειδικώς δε η εγκατάσταση και λειτουργία εμπορικής επιχειρήσεως, όπως τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, όχι απλώς πλησίον αρχαίων μνημείων ή αρχαιολογικών χώρων, αλλά εντός τέτοιων αρχαιολογικών χώρων, είναι με την έννοια αυτή κατ’ αρχήν απαγορευμένη. Και τούτο, διότι η λειτουργία καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος εντός αρχαιολογικού χώρου δεν συμβάλλει, αντιθέτως εμποδίζει, την προστασία και ανάδειξή του, ενώ η χρήση του αρχαιολογικού χώρου για τον σκοπό αυτόν δεν είναι σε καμία περίπτωση συμβατή με τον προορισμό του. Ακόμη δε και αν γίνει δεκτό ότι εντός αρχαιολογικών χώρων, και παρά την κατ’ αρχήν απαγόρευση, επιτρέπεται η λειτουργία εμπορικών δραστηριοτήτων, έστω και μόνον κατ’ εξαίρεση και υφ’ ειδικών όρων (επιτρεπόμενη μετά από ειδικώς αιτιολογημένη έγκριση), και πάλι στην εξαίρεση αυτή δεν θα μπορούσαν να υπαχθούν τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, κυρίως λόγω της φύσεως της δραστηριότητάς τους.

6. Οι όροι και οι προϋποθέσεις αρχαιολογικής αδειοδότησης δραστηριοτήτων πλησίον των ορίων κηρυχθέντων και οριοθετηθέντων αρχαιολογικών χώρων.

Σύμφωνα με τις ήδη εκτεθείσες ρυθμίσεις39 πρόκριμα και αναγκαίο όρο για την εγκατάσταση οιασδήποτε δραστηριότητας καθώς και για την εκτέλεση οιασδήποτε εργασίας σε χώρους που βρίσκονται πλησίον των μνημείων ή των ορίων κηρυχθέντων και οριοθετηθέντων αρχαιολογικών χώρων, και άρα έχουν υπαχθεί στο οικείο προστατευτικό καθεστώς, αποτελεί η προηγούμενη αδειοδότηση από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, ήτοι τον Υπουργό Πολιτισμού. Οι όροι και οι προϋποθέσεις για την αρχαιολογική αδειοδότηση εξειδικεύονται από τις οικείες διατάξεις με την επίκληση συγκεκριμένων και ειδικότερων κριτηρίων, τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν και να αξιολογούνται για την διαμόρφωση της σχετικής κρίσης του αρμοδίου οργάνου. Όλες ωστόσο οι προϋποθέσεις για την χορήγηση της απαιτούμενης άδειας εξαρτώνται από την διαπίστωση ότι ενόψει της απόστασης της υπό αδειοδότηση δραστηριότητας ή λειτουργίας δεν επαπειλείται η επέλευση άμεσης ή έμμεσης βλάβης του προστατευόμενου μνημείου ή αρχαιολογικού χώρου.

Πιο συγκεκριμένα, οι εν λόγω προϋποθέσεις, όπως έχουν κατά κύριο λόγο αποσαφηνισθεί και οριοθετηθεί από την νομολογία στο πλαίσιο διαφορών που ανέκυψαν από την αδειοδότηση δραστηριοτήτων, συνέχονται με την απόσταση της δραστηριότητας από το μνημείο ή τον αρχαιολογικό χώρο, αφού αφορούν σε εγκαταστάσεις εκτός και πλησίον αρχαιολογικού χώρου. Καταρχάς λοιπόν η προβλεπόμενη έγκριση χορηγείται, εάν η απόσταση από το ακίνητο μνημείο ή τα όρια του αρχαιολογικού χώρου ή η σχέση της δραστηριότητας με αυτά είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη τόσο στο ίδιο το μνημείο όσο και στον αρχαιολογικό χώρο του40. Ειδικότερα δε η απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω άδεια χορηγείται, εφόσον δεν επέρχεται κίνδυνος είτε άμεσης είτε έμμεσης βλάβης από άποψη ασφαλείας και από άποψη αισθητικής των προστατευόμενων μνημείων, εμφανών ή μη, ή των οριοθετημένων αρχαιολογικών χώρων41.

……………………………………………………………………………………..

40 Βλ. ΣτΕ 3004/2015, 2331/2009, 3824/2007.

41 Βλ. ΣτΕ 3723/2005, 565/2005, 3700/2000, 4460/2005,1365/2001.

42 Βλ. ΣτΕ 2103/2019.

43 Βλ. ΣτΕ 2598/2019.

…………………………………………………………………………………………

Σύμφωνα δε με την νομολογία μεταξύ των προστατευόμενων στοιχείων του περιβάλλοντος χώρου των μνημείων περιλαμβάνεται και η ανεμπόδιστη θέαση αυτών, αλλά και ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής, η οποία τελεί σε άμεση οπτική επαφή με τα μνημεία και είναι αναγκαία για την ανάδειξή τους42. Ως εκ τούτου στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ερευνάται εάν η απόσταση του έργου από το μνημείο ή η σχέση του με τον αρχαιολογικό χώρο, ενόψει των μορφολογικών τους στοιχείων, είναι τέτοια ώστε να διασφαλίζεται η αναλλοίωτη έποψη του μνημείου και η ακεραιότητα του αναγκαίου για την ανάδειξή του αρχαιολογικού χώρου. Υπό την ανωτέρω έννοια ως απαγορευμένες νοούνται και οι επεμβάσεις πλησίον του μνημείου ή των ορίων του αρχαιολογικού χώρου, οι οποίες δύνανται να επιφέρουν την άμεση, ή έστω και έμμεση, αισθητική βλάβη του προστατευόμενου αρχαιολογικού χώρου43.

Συστηματοποιώντας τις ανωτέρω νομολογιακές θέσεις, συνάγεται ότι ως απαγορευμένες επεμβάσεις νοούνται εκείνες που δύνανται να προκαλέσουν βλάβη, η οποία διακρίνεται σε άμεση και έμμεση, στα προστατευόμενα μνημεία ή στο περιβάλλοντα χώρο τους. Κατά λογική και νομική αναγκαιότητα η αμεσότητα της επαπειλούμενης βλάβης συναρτάται με την εγγύτητα των προστατευομένων μνημείων ή αρχαιοτήτων από την υπό αδειοδότηση δραστηριότητα ή εγκατάσταση.

Έτσι, η άμεση βλάβη, συνιστάμενη στην καταστροφή ή αλλοίωση των μνημείων ή αρχαιοτήτων προϋποθέτει κατά την κοινή λογική και πείρα την άμεση γειτνίαση των ακινήτων στα οποία επιχειρούνται οι σχετικές επεμβάσεις με τα προστατευόμενα μνημεία ή στα όρια των αρχαιολογικών χώρων. Ως εκ τούτου άμεση βλάβη δύναται να επαπειλείται στην περίπτωση που οι προς αδειοδότηση δραστηριότητες ή έργα βρίσκονται σε άμεση εγγύτητα με τα προστατευόμενα μνημεία και αρχαία.

Περαιτέρω, ως έμμεση βλάβη, η οποία αποκλείει την παροχή της προβλεπόμενης έγκρισης, νοείται εκείνη που κατά κύριο λόγο συναρτάται με την αισθητική του προστατευόμενου χώρου. Η έμμεση αυτή βλάβη συνίσταται είτε στην παρεμπόδιση της θέασης του εν λόγω χώρου είτε στην αισθητική αλλοίωση και υποβάθμισή του. Και στην περίπτωση αυτή κατά λογική και νομική αναγκαιότητα η υπό αδειοδότηση δραστηριότητα ή έργο θα πρέπει να βρίσκεται σε τέτοια απόσταση από τους προστατευόμενους χώρους ώστε να είναι ορατή και κατ’ επέκταση να δύναται πράγματι να επιφέρει την σχετική βλάβη.

Περαιτέρω, στο πλαίσιο εξέτασης των σχετικών αιτημάτων των ενδιαφερομένων η διοίκηση οφείλει να κρίνει εάν οι τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις μπορούν να εξουδετερωθούν με την τήρηση όρων και περιορισμών και σε καταφατική περίπτωση να χορηγήσει την αιτούμενη έγκριση, επιβάλλοντας τους αναγκαίους κατά την κρίση της όρους44. Στο πλαίσιο λοιπόν των ανωτέρω γίνεται παγίως δεκτό ότι η επιβολή των κατάλληλων, κατά την κρίση της διοίκησης, όρων και περιορισμών κατά την εκτέλεση ορισμένου έργου, οι οποίοι εξουδετερώνουν τις τυχόν επιβλαβείς για τα προστατευόμενα μνημεία συνέπειες είναι απολύτως συμβατή με τους σκοπούς της αρχαιολογικής νομοθεσίας και κατ’ επέκταση δεν θα μπορούσε να επάγεται κανένα ελάττωμα επί του κύρους της σχετικής αδείας45.

…………………………………………………………………………..

44 Βλ. ΣτΕ 3108/2015, 3077/2010.

45 Βλ. ΣτΕ 618/2018, 4160/2015, 168/2012.

……………………………………………………….

Συνεπώς η εγκατάσταση και λειτουργία εμπορικής επιχειρήσεως, όχι εντός αρχαιολογικών χώρων, αλλά πλησίον των μνημείων ή των ορίων του αρχαιολογικού χώρου, είναι επιτρεπτή, εφόσον δεν προκαλείται άμεση ή έμμεση βλάβη στο μνημείο ή στον αρχαιολογικό του χώρο. Ωστόσο ειδικώς για τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος η πλήρωση των ως άνω προϋποθέσεων είναι εξαιρετικά δυσχερής, όταν η απόστασή τους από το μνημείο ή τα όρια του αρχαιολογικού χώρου είναι εξαιρετικά μικρή και ιδίως όταν το κατάστημα έρχεται σε άμεση οπτική επαφή με το μνημείο ή γειτνιάζει ή είναι όμορο με τα όρια του αρχαιολογικού χώρου. Και τούτο, διότι στην περίπτωση των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος οι σχετικές δραστηριότητες και λειτουργίες προκαλούν κατά την κοινή πείρα άμεση αισθητική αλλοίωση στον όμορο αρχαιολογικό χώρο, ενώ προσβάλλουν άμεσα (και εν πάση περιπτώσει έμμεσα) τον χαρακτήρα και την φυσιογνωμία όχι μόνον του μνημείου αλλά και του περιβάλλοντος αυτού αρχαιολογικού χώρου. Μόνη περίπτωση σύννομης λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος πλησίον αρχαιολογικού χώρου θα ήταν η εγκατάστασή του σε τέτοια απόσταση, ώστε να μην έχει καν οπτική επαφή ούτε με το μνημείο ούτε με τον αρχαιολογικό χώρο. Η προϋπόθεση όμως αυτή δεν μπορεί να συντρέξει επ’ ουδενί σε καταστήματα που λειτουργούν σε χώρο, όχι απλώς πλησίον, αλλά όμορο των ορίων του αρχαιολογικού χώρου.

7. Ο κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος του «Κελλαρίου Όρμου»

Όπως ήδη αναφέρθηκε με απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού, η οποία έχει εκδοθεί ήδη από το 1989 κηρύχθηκε και οριοθετήθηκε ως αρχαιολογικός χώρος η θαλάσσια περιοχή του κόλπου Θεσσαλονίκης, προκειμένου να διαφυλαχθεί η ιστορική και αρχαιολογική μορφή του ορμίσκου που ταυτίζεται με το λιμένα «Κελλάριον» των βυζαντινών χρόνων και το υποβρύχιο φράγμα που τον προστατεύει. Ο αρχαιολογικός χώρος, πέραν της θαλάσσιας περιοχής του Κελλαρίου κόλπου, περιλαμβάνει και χερσαίο τμήμα, του οποίου το όριο ταυτίζεται με την γραμμή του παλαιού αιγιαλού.

Πιο συγκεκριμένα, ο Κελλάριος κόλπος περιλαμβάνει την θαλάσσια περιοχή της ανατολικής ακτής του Θερμαϊκού, και εκτείνεται ανατολικά από το Ποσειδώνιο Κολυμβητήριο (Μέγαρο Μουσικής) και φθάνει δυτικά έως το ακρωτήρι Καραμπουρνάκι όπου βρίσκεται το Κυβερνείο (παλατάκι)46. Ο Κελλάριος όρμος είναι η μοναδική φυσική ακτή της Θεσσαλονίκης. Όλος ο όρμος, όπως σήμερα αποτυπώνεται, ταυτίζεται με το βυζαντινό λιμάνι «Κελλάριον», το οποίο οριζόταν από την φυσική ακτή και ένα τεχνητό υποθαλάσσιο φράγμα. Το υποθαλάσσιο αυτό φράγμα, το οποίο είχε κατασκευασθεί κατά τους βυζαντινούς χρόνους για την προστασία των ελλιμενισμένων σκαφών της εποχής, σώζεται σήμερα στο σύνολό του.

………………………………………………

46 Βλ. ΣτΕ 4649/1998, 3251/2003.

…………………………………………………………….

Ωστόσο, ο Κελλάριος όρμος έχει πολύ πιο μακρά ιστορία. Κατά την αρχαιότητα ταυτιζόταν με το σημαντικό λιμάνι της αρχαίας Θέρμης, ίχνη του οποίου εντοπίστηκαν μέσα στην θάλασσα στο σημερινό Κυβερνείο (παλατάκι). Στο λιμάνι της αρχαίας Θέρμης, που κατά τον Ηρόδοτο από αυτήν πήρε την ονομασία ο Θερμαϊκός κόλπος, το 480 π.Χ. συγκεντρώθηκε ο στόλος του Ξέρξη πριν από την κάθοδό του στην νότια Ελλάδα και την ναυμαχία της Σαλαμίνας. Κατά τις ανασκαφές του 1930 ήρθαν στο φως οικιστικά συγκροτήματα με αποθηκευτικούς χώρους καθώς και εργαστήρια κατεργασίας μετάλλων και εργαστήρια κεραμικής, που ανάγονται σε εκείνη την περίοδο. Λείψανα λιμενικών εγκαταστάσεων βρέθηκαν μέσα στην θάλασσα και κάτω από το κυβερνείο, καταδεικνύοντας ότι επρόκειτο για έναν μεγάλο παραθαλάσσιο οικισμό με σημαίνουσα θέση κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο.

Κατά την βυζαντινή περίοδο τι λιμάνι «Κελλάριον» εκτεινόταν στην περιοχή που σήμερα έχει χαρακτηρισθεί ως αρχαιολογικός χώρος. Όπως ήδη αναφέρθηκε το λιμάνι προστατευόταν από υποθαλάσσιο φράγμα (προκυμαία), το οποίο είχε κατασκευασθεί κατά τους βυζαντινούς χρόνους για το δέσιμο και φόρτωμα πλοίων και για την προστασία των ελλιμενισμένων σκαφών της εποχής. Από την κατασκευή του ως σήμερα το ξεχωριστό αυτό τεχνικό λιμενικό έργο σώζεται σήμερα σχεδόν αλώβητο. Η εν λόγω επιβλητική προκυμαία είναι βυθισμένη σε απόσταση 100 μέτρων από την ακτή. Είναι κτισμένη με κυβόλιθους και έχει συνολικό μήκος δύο (2) χιλιόμετρα και πλάτος δύο (2) μέτρα.

Το λιμάνι «Κελλάριον», λόγω κυρίως της σημαντικής του γεωγραφικής θέσης και της εξαιρετικής τεχνητής φύλαξης του όρμου, αποτέλεσε θέατρο πολύ σημαντικών ιστορικών γεγονότων της βυζαντινής περιόδου, όπως η πολιορκία της Θεσσαλονίκης το 615 μ.Χ. από τους Αβαροσλάβους και η άλωση της Θεσσαλονίκης το 904 μ.Χ. από Σαρακηνούς πειρατές που είχαν καταλάβει το λιμάνι και το χρησιμοποίησαν ως αγκυροβόλιο και ορμητήριο. Ο Κελλάριος όρμος συνέχισε να εμπλέκεται σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα και κατά τα νεότερα χρόνια, αποτελώντας είτε τον τόπο εγκατάστασης των συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε έναν από τους κυριότερους τόπους έλευσης και εγκατάστασης των προσφύγων στην Θεσσαλονίκη μετά την μικρασιατική καταστροφή.

Σε κάθε περίπτωση το βυζαντινό αυτό μνημείο είναι μοναδικό και για την ιστορική του σημασία, αλλά και για την διάσωση ως τις μέρες μας ενός πραγματικά έξοχου τεχνικού λιμενικού έργου. Η σωζόμενη αναλλοίωτη υποβρύχια προκυμαία αποτελεί ταυτόχρονα σπουδαίο μνημείο και πολύτιμη ιστορική πηγή για τις τεχνικές δεξιότητες, τις οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες και την γεωπολιτική και γεωστρατηγική σημασία της περιοχής στην εποχή του. Το χερσαίο δε τμήμα του αρχαιολογικού χώρου που προστατεύει το μνημείο είναι εξαιρετικά περιορισμένο ως προς το εύρος του και το βάθος του στην ακτή, καθόσον, όπως ήδη αναφέρθηκε, περιορίζεται αποκλειστικά και μόνον στην χερσαία λωρίδα του παλαιού αιγιαλού. Πέραν δηλαδή της θαλάσσιας περιοχής του Κελλαρίου κόλπου, ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει μόνον ένα ελάχιστο χερσαίο τμήμα, του οποίου το όριο ταυτίζεται με την γραμμή του παλαιού αιγιαλού. Ως εκ τούτου και μόνον εκ του προορισμού ενός τόσο περιορισμένου χερσαίου αρχαιολογικού χώρου για ένα τόσο σπουδαίο ενάλιο μνημείο γίνεται φανερό ότι στον χώρο αυτό δεν είναι επιτρεπτή καμία άλλη λειτουργία, παρά μόνον εφόσον κατατείνει στην προστασία του χώρου, ενώ θα έπρεπε να θεωρείται εντελώς ανεπίτρεπτη η λειτουργία καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος εντός αυτής της στενής χερσαίας λωρίδας που έχει οριοθετηθεί ως ελάχιστος αρχαιολογικός χώρος.

8. Η θέση και η αρχαιολογική κατάσταση του συγκεκριμένου ακινήτου

Όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό της παρούσας, στην περιοχή του Κελλαρίου όρμου έχει ανεγερθεί επί της οδού Θεμ. Σοφούλη αριθ. 64Α η οικοδομή, στην οποία αφορά το υποβληθέν ερώτημα. Η οικοδομή αυτή ευρίσκεται εντός του Ο.Τ.143Β του Δήμου Θεσσαλονίκης. Το οικόπεδο όμως επί του οποίου έχει ανεγερθεί η εν λόγω οικοδομή τέμνεται από άκρου εις άκρον και διχοτομείται από το όριο του παλαιού αιγιαλού, το οποίο, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί και το όριο του κηρυχθέντος αρχαιολογικού χώρου του Κελλαρίου όρμου. Έτσι, το ένα τμήμα του οικοπέδου, εμβαδού 444,25 τ.μ., ευρίσκεται εκτός του αρχαιολογικού χώρου και είναι δομημένο, ενώ το άλλο τμήμα του ίδιου ακινήτου, εμβαδού 253, 99 τ.μ., ευρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός του αρχαιολογικού χώρου και είναι υποχρεωτικώς αδόμητο. Ειδικότερα, η ανέγερση της οικοδομής επί του ως άνω ακινήτου, τμήμα του οποίου εμπίπτει εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου του όρμου «Κελλάριον» των βυζαντινών χρόνων, ακολούθησε την εξής διαδικασία:

Στο πλαίσιο ανοικοδόμησης της περιοχής πλησίον του ως άνω κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου, υποβλήθηκε σχετικό αίτημα στην Διεύθυνση Πολεοδομίας προκειμένου να χορηγηθεί άδεια για την ανέγερση οικοδομής στο ακίνητο επί της οδού Θεμ. Σοφούλη αριθ. 64 (πρώην Καπετάν Γκόνη 2Α), συνολικής επιφάνειας 698,24 τ.μ., στο οικοδομικό τετράγωνο ΟΤ143Β, στην περιοχή «Καραμπουρνάκι» της Θεσσαλονίκης. Τμήμα του εν λόγω ακινήτου ενέπιπτε. όπως αναφέρθηκε, εντός του ανωτέρω κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου. Για τον λόγο τούτο για την έκδοση της σχετικής οικοδομικής αδείας έπρεπε να προηγηθεί σχετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Με την υπ’ αριθ. 32/16-10-1990 γνωμοδότησή του το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο τάχθηκε υπέρ της εγκρίσεως από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας της ανοικοδόμησης του οικοπέδου, μόνον όμως για το τμήμα που δεν ενέπιπτε εντός του αρχαιολογικού χώρου. Αντίστοιχο είναι το περιεχόμενο της ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ.34/2464/41/17-1-1991 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία επετράπη η ανέγερση οικοδομής στο εν λόγω ακίνητο μόνον στο τμήμα που δεν ευρισκόταν εντός του αρχαιολογικού χώρου.

Στη συνέχεια, και αφού υποβλήθηκε στην αρχαιολογική υπηρεσία η εκπονηθείσα αρχιτεκτονική μελέτη, το θέμα ήχθη εκ νέου ενώπιον του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, το οποίο με την υπ’ αριθ. 16/5-5-1992 γνωμοδότησή του τάχθηκε υπέρ της εγκρίσεως της υποβληθείσης αρχιτεκτονικής μελέτης υπό τον όρο ότι «ο έμπροσθεν της οικοδομής ως αρχαιολογικός χώρος θα παραμείνει αδόμητος και ελεύθερος και δεν θα χρησιμοποιείται από τους ιδιοκτήτες του ακινήτου». Το ίδιο περιεχόμενο είχε και η υπ’ αριθ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ.34/46900/923/6-10-1992 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκε η ως άνω αρχιτεκτονική μελέτη υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ότι δηλαδή «ο έμπροσθεν αρχαιολογικός χώρος θα μείνει ελεύθερος και αδόμητος και δεν θα χρησιμοποιείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τους ιδιοκτήτες του ακινήτου». Μάλιστα, προβλέφθηκε ότι κάθε είδους εργασία που θα επιχειρηθεί στο εν λόγω ακίνητο θα πρέπει να γίνει υπό την επίβλεψη των υπηρεσιών της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.

Κατόπιν τούτων, εκδόθηκε από την Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης η υπ’ αριθ. 673/1994 άδεια οικοδομής, με την οποία επετράπη η ανέγερση εξαώροφης οικοδομής. Η ανέγερση της επίμαχης οικοδομής επετράπη να πραγματοποιηθεί σε τμήμα μόνο του ακινήτου, ώστε να μην οικοδομηθεί το υπόλοιπο τμήμα που εμπίπτει εντός του αρχαιολογικού χώρου.

Ακολούθησαν καταγγελίες από κατοίκους της περιοχής προς την Κτηματική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης, κατόπιν των οποίων εκδόθηκε το με αριθ. πρωτ. 4066/27-7-1994 έγγραφο του Γραφείου Υπουργείου Μακεδονίας – Θράκης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με το έγγραφο αυτό, απευθυνόμενο προς την Κτηματική Υπηρεσία, διατυπώθηκε η γνώμη ότι η ως άνω οικοδομική άδεια είναι μη νόμιμη κατά το μέρος που επιτρέπει ανοίγματα και εξώστες προς τον αρχαιολογικό χώρο και ότι αυτή πρέπει να ανακληθεί ή να τροποποιηθεί κατά τρόπο που να μην προκαλείται βλάβη ή αλλοίωση του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου.

Το εν λόγω έγγραφο διαβιβάστηκε προς την οικεία Διεύθυνση Πολεοδομίας, η οποία, κατόπιν τούτου, με το υπ’ αριθ. ΔΠ/ΕΑ/44011/29-7-1994 έγγραφό της εξέδωσε σήμα διακοπής των εκτελουμένων δυνάμει της προαναφερόμενης άδειας οικοδομικών εργασιών έως την διευθέτηση της ύπαρξης των εξωστών και των ανοιγμάτων στην πλευρά της οικοδομής που εφάπτεται του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου. Παράλληλα, χορηγήθηκε προθεσμία για υποβολή νέας τροποποιητικής αρχιτεκτονικής μελέτης του κτιρίου προκειμένου να καταργηθούν τα ανοίγματα και οι εξώστες προς τον αρχαιολογικό χώρο. Για τον λόγο τούτο κρίθηκε αναγκαία η έκδοση πράξης αναθεώρησης της υπ’ αριθ. 673/1994 οικοδομικής αδείας. Πράγματι και ύστερα από την υπ’ αριθ. 29/22127/9-2-2009 νέα πράξη αναθεώρησης της επίμαχης οικοδομικής άδειας, με την οποία παρατάθηκε η ισχύς της έως τις 22-11-2009, υποβλήθηκε προς έγκριση στην 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων τροποποιημένη αρχιτεκτονική μελέτη για την ανέγερση της επίδικης οικοδομής.

Στο πλαίσιο εξέτασης του ζητήματος της έγκρισης της υποβληθείσας προς έγκριση αρχιτεκτονικής μελέτης, η 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με την υπ’ αριθ. πρωτ. 1483/30-3-2009 εισήγησή της προς την Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομίας του Υπουργείου Πολιτισμού διατύπωσε την άποψη ότι η τροποποίηση των εξωστών, και μόνον αυτή, δεν προκαλεί ούτε άμεση ούτε έμμεση βλάβη στον αρχαιολογικό χώρο και άρα, δέον όπως εξετασθεί η περίπτωση εγκρίσεως της νέας υποβληθείσας αρχιτεκτονικής μελέτης. Έτσι, με την υπ’ αριθ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ34/19717/112/22-2-2010 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού εγκρίθηκε τελικώς από την άποψη της αρχαιολογικής νομοθεσίας η τροποποιημένη μελέτη για την ανέγερση της εξαώροφης οικοδομής υπό τον όρο ότι όλες οι εργασίες θα γίνουν υπό την επίβλεψη της 9ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθ. 2/13-1-2010 γνωμοδοτήσεως του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, και με την οποία, τα μέλη του τάχθηκαν υπέρ της έγκρισης από την άποψη της αρχαιολογικής νομοθεσίας της τροποποιημένης μελέτης για την ανέγερση της επίμαχης οικοδομής, στο τμήμα βεβαίως του ακινήτου που ήταν επιτρεπτή η ανοικοδόμηση και άρα εκτός αρχαιολογικού χώρου.

Ωστόσο, κατόπιν υποβολής αιτήματος από τον εργολάβο κ. Γεώργιο Οικονόμου προς την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού για την χορήγηση στοιχείων σε σχέση με το κρίσιμο οικόπεδο, η εν λόγω υπηρεσία με το υπ’ αριθ. πρωτ. 2652/25-6-2009 έγγραφό της επανέλαβε όσα μνημονεύονται στην απόφαση ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ34/46900/923/6-10-1992 της Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (του Υπουργείου Πολιτισμού) και ενέμεινε στην τήρηση του όρου της οικοδομικής άδειας ότι ο χώρος που βρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου θα παραμείνει ελεύθερος και αδόμητος και δεν θα χρησιμοποιείται καθ’ οποιονδήποτε τρόπο από τους ιδιοκτήτες του ακινήτου.

Η ίδια ακριβώς θέση διατυπώθηκε και με την υπ’ αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟΑ/ΓΑΑΠΚ/ΕΦΑΠΟΘ/ΤΒΜΑΧΜΑΕΜ/434338/286164/4791/1767/31-10-2017 εισήγηση, και από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης του Υπουργείου Πολιτισμού στο πλαίσιο διερεύνησης του ζητήματος της έγκρισης ή μη διαμόρφωσης του ιδιόκτητου τμήματος του επίμαχου οικοπέδου, το οποίο βρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός του ως άνω κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος που περιήλθε στην ανωτέρω υπηρεσία.

Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω υπηρεσία εισηγήθηκε την έγκριση του αιτήματος αποκλειστικά και μόνον ως προς την διαμόρφωση του τμήματος του οικοπέδου που βρίσκεται εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου. Η εν λόγω δε διαμόρφωση του τμήματος αυτού του οικοπέδου θα υπέκειτο σε αυστηρούς περιορισμούς, δηλαδή στο εν λόγω τμήμα επιτράπηκε όλως περιοριστικώς μόνον η πλακόστρωση με λευκές πλάκες πεζοδρομίου σε πλάτος 2 μέτρων στην νότια όψη της οικοδομής και η διάστρωση χλοοτάπητα στο τμήμα έμπροσθεν της οικοδομής με παράλληλη φύτευση χαμηλής βλάστησης θάμνων. Παράλληλα όμως κρίθηκε ως μη επιτρεπτή η τοποθέτηση τραπεζοκαθισμάτων, ακριβώς επειδή το τμήμα αυτό του οικοπέδου βρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός του ως άνω κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου, ο οποίος θα μείνει αδόμητος και πάντως ελεύθερος από κάθε είδους χρήση από τους ιδιοκτήτες του, κατ’ εφαρμογή των όσων προβλέπονται στην υπ’ αριθ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ.34/46900/923/6-10-1992 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού.

Πράγματι, με την υπ’ αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟΑΤΓΔΑΠΚ/ ΕΦΑΠΟΘΤΠΚ ΑΧΜΛΕΜ/495647/3282285547/1338/12-12-2017 απόφαση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης εγκρίθηκε η διαμόρφωση του τμήματος του οικοπέδου που βρίσκεται εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου του βυζαντινού λιμένος «Κελλάριον» υπό τους περιορισμούς και τους όρους, όπως αυτοί διατυπώθηκαν στην από 31-10-2017 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας. Ειδικότερα, και με την εν λόγω απόφαση εγκρίθηκε η πλακόστρωση με λευκές πλάκες πεζοδρομίου στην νότια όψη της οικοδομής και η διάστρωση χλοοτάπητα στο τμήμα έμπροσθεν της οικοδομής με παράλληλη φύτευση χαμηλής βλάστησης θάμνων, με δεδομένο ότι με τις εργασίες αυτές ευπρεπίζεται το θαλάσσιο μέτωπο και δεν προκαλείται άμεση ή έμμεση βλάβη στον προστατευμένο και κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο του βυζαντινού λιμένος «Κελλάριον». Αυτονοήτως όμως η υπηρεσία έκρινε ως μη νόμιμη την τοποθέτηση τραπεζοκαθισμάτων στο συγκεκριμένο τμήμα. Σημειώθηκε μάλιστα το επιπλέον δεδομένο ότι κατά τον χρόνο υποβολής του σχετικού αιτήματος δεν υφίστατο καν νόμιμη άδεια λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, το οποίο να λειτουργεί στο επίμαχο ακίνητο.

9. Η νομιμότητα της αίτησης για λειτουργία καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος με παράλληλη ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων εντός κηρυγμένου και οριοθετημένου αρχαιολογικού χώρου

9.1. Η αίτηση για λειτουργία καταστήματος πλησίον και για ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων εντός αρχαιολογικού χώρου. Παρά την πάγια και αμετάβλητη εμμονή της Διοίκησης να μην επιτρέπει καμία επέμβαση ή δραστηριότητα εντός του κηρυχθέντος χερσαίου τμήματος του ως άνω αρχαιολογικού χώρου, ο ιδιοκτήτης του ισόγειου καταστήματος της οικοδομής επί της οδού Θεμ. Σοφούλη αριθ. 64Α μίσθωσε το εν λόγω ακίνητο στην εταιρεία με την επωνυμία «ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΝΤΑΚΗΣ & ΣΙΑ ΟΕ». Από την πλευρά της η εταιρεία αυτή υπέβαλε αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος με παράλληλη ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων στο τμήμα του ακινήτου που ευρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου και άρα ζητεί την ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων ΕΝΤΟΣ του αρχαιολογικού χώρου του Κελλάριου όρμου. Με την αίτησή της δηλαδή η εταιρεία ζητεί να λειτουργήσει τέτοιου είδους κατάστημα στο ισόγειο του συγκεκριμένου κτιρίου, το οποίο ευρίσκεται ακριβώς στα όρια (και άρα πλησίον) αρχαιολογικού χώρου με παράλληλη ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων στον εξωτερικό χώρο του οικοπέδου, ο οποίος ευρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός του ανακηρυχθέντος αρχαιολογικού χώρου.

Η αιτούσα μάλιστα φαίνεται να διατηρεί ήδη κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος με χρήση «Ψησταριά – Snack Bar – Ταβέρνα», όπως αναφέρεται στους τηλεφωνικούς καταλόγους και σε ιστοσελίδες του διαδικτύου, αλλά, όπως διαπιστώθηκε με την υπ’ αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟΑΤΓΔΑΠΚ/ΕΦΑΠΟΘΤΠΚ ΑΧΜΛΕΜ/ 495647/3282285547/1338/12-12-2017 απόφαση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, λειτουργεί χωρίς νόμιμη άδεια.

9.2. Οι προϋποθέσεις νόμιμης αδειοδότησης καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος πλησίον αρχαιολογικού χώρου. Από τις διατάξεις που διέπουν την αδειοδότηση των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος47 συνάγεται ότι η έννοια του εν λόγω καταστήματος είναι ευρεία και περιλαμβάνει μία σειρά από επιχειρηματικές δραστηριότητες που αφορούν την δημόσια υγεία. Στην ειδικότερη περίπτωση των καταστημάτων που έχουν ως αντικείμενο την παρασκευή, διάθεση τροφίμων και ποτών, διαχωρίζονται σε επιμέρους κατηγορίες, οι οποίες υπόκεινται, από την κείμενη νομοθεσία, σε συγκεκριμένες διαδικαστικές προϋποθέσεις και στην υποχρέωση τηρήσεως συγκεκριμένων προδιαγραφών όσον αφορά στις εγκαταστάσεις και στον εξοπλισμό τους, ανάλογα με το είδος της ασκούμενης δραστηριότητας και τη δυναμικότητα της επιχειρήσεως.

………………………………………………………

47 Βλ. τις ρυθμίσεις του άρθρου 80 του ν. 3463/2006 (Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα). Βλ. επίσης τις λοιπές ισχύουσες κάθε φορά υγειονομικές διατάξεις. 20

 ………………………………………………….

Συνεπώς, όπως έχει κριθεί, σε περίπτωση που ανακύπτει ζήτημα εγκρίσεως δραστηριότητας πλησίον αρχαίου μνημείου ή εντός αρχαιολογικού χώρου, με αντικείμενο που εμπίπτει στις ανωτέρω περιπτώσεις (παρασκευή, διάθεση τροφίμων και ποτών), θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της ζητούμενης, κατά περίπτωση, με την αίτηση του ενδιαφερομένου, ειδικότερης επιχειρηματικής δραστηριότητας, προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις αυτής επί των υπαρχόντων μνημείων, εμφανών ή αφανών, καθώς και επί του περιβάλλοντος αυτά χώρου48.

………………………………………………………………………………………

48 Βλ. ΣτΕ 618, 1652/2018.

49 Βλ. ΣτΕ 618/2018.

50 Βλ. ΣτΕ 618/2018.

…………………………………………………………………………………………………………………….

Έχει μάλιστα κριθεί ότι για την λειτουργία καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος με χρήση καφέ μπαρ, εστιατόριο, αναψυκτήριο, και μάλιστα εντός της ζώνης Β’ αρχαιολογικού χώρου, δεν δύναται νομίμως να χορηγηθεί αρχαιολογική έγκριση με μόνη την προϋπόθεση ότι η χρήση δεν θα είναι οχλούσα για το αρχαιολογικό περιβάλλον. Και τούτο, διότι σε περίπτωση, κατά την οποία δεν υφίστανται θεσμοθετημένες χρήσεις γης, δεν περιγράφονται ούτε τα προστατευόμενα μνημεία στην περιοχή, ούτε οι κατασκευές και το σύνολο εν γένει των εγκαταστάσεων που συγκροτούν το επίδικο κτίσμα, ενώ δεν προσδιορίζεται η σχέση αυτών προς τα προστατευόμενα μνημεία (λ.χ. η απόσταση, φύση εδάφους) και κυρίως δεν εκτιμώνται, ενόψει των ανωτέρω κρίσιμων στοιχείων, σε συνδυασμό και με το σύνολο των χρήσεων (καφέ – μπαρ – κέντρο διασκέδασης – εστιατόριο – αναψυκτήριο), οι επιπτώσεις της λειτουργίας του συγκεκριμένου καταστήματος στα προστατευόμενα μνημεία και στον περιβάλλοντα χώρο αυτών, δεν μπορεί νομίμως να χορηγηθεί άδεια λειτουργίας49.

Θα πρέπει δηλαδή να υφίσταται ειδική κρίση ότι κατά τον χρόνο εκδόσεως της άδειας λειτουργίας οι επιπτώσεις από την συγκεκριμένη χρήση του καταστήματος ως «χώρου υγειονομικού ενδιαφέροντος» δεν θα θίξουν τα μνημεία και τον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο και ότι δεν προκαλείται καμία όχληση από την εν λόγω χρήση στο αρχαιολογικό περιβάλλον της περιοχής50. Ομοίως έχει κριθεί ότι στην περίπτωση του περιβάλλοντος χώρου των μνημείων, προστατευτέο στοιχείο συνιστά και η ανεμπόδιστη θέαση αυτών, αλλά και ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής, η οποία τελεί σε άμεση οπτική επαφή με τα μνημεία και είναι αναγκαία για την ανάδειξή τους. Συνεπώς, πρέπει να ερευνάται και εάν η απόσταση του έργου από το μνημείο ή η σχέση του με αυτό, ενόψει των μορφολογικών του στοιχείων είναι τέτοια, ώστε να διασφαλίζεται η αναλλοίωτη έποψη του μνημείου και η ακεραιότητα του αναγκαίου για την ανάδειξή του σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα του περιβάλλοντος χώρου»51.

………………………………………………………….

51 Βλ. ΣτΕ 1652/2018.

52 Βλ. την διάταξη του άρθρου 13 του ν. 3028/2002.

…………………………………………………………………

9.3. Η απαγόρευση χορήγησης άδειας λειτουργίας καταστήματος πλησίον αρχαιολογικού χώρου και ανάπτυξης τραπεζοκαθισμάτων εντός του αρχαιολογικού χώρου. Όπως ήδη αναλύθηκε, ο Κελλάριος όρμος με το μοναδικό μνημείο του σωζόμενου υποβρύχιου φράγματος του βυζαντινού λιμένα έχει οριοθετηθεί ως ένας αρχαιολογικός χώρος σπάνιας φυσιογνωμίας και ιστορικής σημασίας. Είναι εξαιρετική τύχη ότι ένα τόσο αξιόλογο τεχνικό λιμενικό έργο, που κατασκευάστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους, διασώζεται σχεδόν αλώβητο ως τις μέρες μας. Είναι λοιπόν αναντίλεκτο ότι αυτή η σωζόμενη αναλλοίωτη υποβρύχια προκυμαία αποτελεί ταυτόχρονα σπουδαίο μνημείο και πολύτιμη ιστορική πηγή για τις τεχνικές δεξιότητες, τις οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες και την γεωπολιτική και γεωστρατηγική σημασία της περιοχής στην εποχή του.

Από την άλλη πλευρά το χερσαίο τμήμα του ως άνω αρχαιολογικού χώρου, που έχει οριοθετηθεί για να προστατεύει το συγκεκριμένο μνημείο, είναι εξαιρετικά περιορισμένο ως προς το εύρος του και το βάθος του στην ακτή, καθόσον, όπως ήδη αναφέρθηκε, περιορίζεται αποκλειστικά και μόνον στην στενή χερσαία λωρίδα του παλαιού αιγιαλού. Πέραν δηλαδή της θαλάσσιας περιοχής του Κελλαρίου κόλπου, ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει μόνον ένα ελάχιστο χερσαίο τμήμα, του οποίου το όριο ταυτίζεται με την γραμμή του παλαιού αιγιαλού.

Στο αρχαιολογικό αυτόν χώρο δεν έχουν καθορισθεί ζώνες προστασίας52, αλλά, αφού το χερσαίο τμήμα του περιλαμβάνει μία τόσο στενή λωρίδα προστασίας, όση ακριβώς και ο παλαιός αιγιαλός, είναι αυτονόητο ότι ο χώρος αυτός θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως υπαγόμενος σε Ζώνη Προστασίας Α’, στην οποία απαγορεύεται παντελώς η δόμηση καθώς και κάθε είδους εμπορική χρήση ή εκμετάλλευση. Με την έννοια αυτή είναι κατ’ αρχήν απολύτως απαγορευμένη η αδειοδότηση δραστηριοτήτων ή εκμεταλλεύσεων εντός τέτοιων αρχαιολογικών χώρων. Ως εκ τούτου και μόνον εκ του προορισμού ενός τόσο περιορισμένου χερσαίου αρχαιολογικού χώρου για ένα τόσο σπουδαίο ενάλιο μνημείο γίνεται φανερό ότι στον χώρο αυτό δεν είναι επιτρεπτή καμία άλλη λειτουργία, παρά μόνον εφόσον κατατείνει στην προστασία του χώρου, ενώ θα έπρεπε να θεωρείται εντελώς ανεπίτρεπτη η λειτουργία καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος εντός αυτής της στενής χερσαίας λωρίδας που έχει οριοθετηθεί ως ελάχιστος αρχαιολογικός χώρος.

9.3.1. Η απόλυτη απαγόρευση ανάπτυξης τραπεζοκαθισμάτων εντός του αρχαιολογικού χώρου του Κελλαρίου όρμου. Το χερσαίο τμήμα του αρχαιολογικού χώρου του Κελλαρίου όρμου ταυτίζεται με το χερσαίο τμήμα του παλαιού αιγιαλού και συνδέεται αναπόσπαστα με τα ενάλια μνημεία του βυζαντινού υποβρυχίου φράγματος του λιμένα. Τούτο σημαίνει ότι το χερσαίο αυτό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου τυγχάνει πολλαπλής και ιδιαίτερα αυξημένης προστασίας. Το γεγονός δε ότι η περιοχή ευρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως σημαίνει επιπλέον ότι όλες οι προστατευτικές διατάξεις του νόμου εφαρμόζονται αυστηρότερα και ενισχυμένες από επιπλέον εγγυήσεις, καθόσον η ανάπτυξη πολεοδομικού ιστού αυξάνει τον κίνδυνο δημιουργίας πραγματικών καταστάσεων μη δεκτικών ανατροπής53. Εξάλλου, όπως ήδη αναπτύχθηκε, το χερσαίο τμήμα του επίμαχου αρχαιολογικού χώρου περιλαμβάνει μία τόσο στενή λωρίδα προστασίας, ώστε είναι αυτονόητο ότι ο χώρος αυτός θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως υπαγόμενος σε Ζώνη Προστασίας Α’, στην οποία απαγορεύεται παντελώς η δόμηση καθώς και κάθε είδους εμπορική χρήση ή εκμετάλλευση.

………………………………………………………………….

53 Βλ. ΣτΕ 1029, 1030, 2526/2020.

54 Βλ. ΣτΕ Ολομ. 676/2005, 3454/2004, ΣτΕ 655/2017, 3004/2015, 575/2012, 569/2012.

………………………………………………………………………………..

Ως εκ τούτου, η μόνη εξαίρεση στην ως άνω απόλυτη απαγόρευση που θα μπορούσε να γίνει δεκτή αφορά μόνον σε επεμβάσεις που αποβλέπουν αποκλειστικά στην προστασία και στην ανάδειξή του αρχαιολογικού χώρου. Από την άλλη πλευρά πρέπει να θεωρούνται κατ’ αρχήν απόλυτα απαγορευμένες οι επεμβάσεις και οι χρήσεις, οι οποίες δεν είναι συμβατές προς την κατά προορισμό χρήση των αρχαίων ή του αρχαιολογικού χώρου54. Τέτοιες είναι όλες οι χρήσεις που συνδέονται με την εμπορική εκμετάλλευση και χρήση του αρχαιολογικού χώρου. Ειδικώς δε η εγκατάσταση και λειτουργία καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, όχι απλώς πλησίον αρχαίων μνημείων ή αρχαιολογικών χώρων, αλλά εντός τέτοιων αρχαιολογικών χώρων, είναι με την έννοια αυτή απόλυτα απαγορευμένη.

Κατ’ αρχάς η λειτουργία καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος εντός αρχαιολογικού χώρου δεν συμβάλλει, αντιθέτως εμποδίζει, την προστασία και ανάδειξή του, ενώ η χρήση του αρχαιολογικού χώρου για τον σκοπό αυτόν δεν είναι σε καμία περίπτωση συμβατή με τον προορισμό του. Ακόμη δε και αν γίνει δεκτό ότι εντός αρχαιολογικών χώρων, και παρά την κατ’ αρχήν απαγόρευση, επιτρέπεται η λειτουργία εμπορικών δραστηριοτήτων, έστω και μόνον κατ’ εξαίρεση και υφ’ ειδικών όρων (επιτρεπόμενη μετά από ειδικώς αιτιολογημένη έγκριση), και πάλι στην εξαίρεση αυτή δεν θα μπορούσαν να υπαχθούν τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, κυρίως λόγω της φύσεως της δραστηριότητάς τους.

Εν προκειμένω λοιπόν επιχειρείται η ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων από κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος με χρήση «Ψησταριά – Snack Bar – Ταβέρνα», όχι απλώς πλησίον, αλλά εντός του οριοθετημένου αρχαιολογικού χώρου, αλλά και εντός της ζώνης του παλαιού αιγιαλού. Η λειτουργία ταβέρνας με τραπέζια εντός του αρχαιολογικού χώρου, όχι μόνον δεν αποβλέπει στην προστασία του αρχαιολογικού χώρου, αλλά αντιθέτως θα προκαλέσει βεβαία και πρόδηλη υποβάθμιση και αλλοίωση της αισθητικής φυσιογνωμίας του Κελλάριου όρμου και ως «αρχαιολογικού χώρου» και ως «ιστορικού τόπου» και ως «περιοχής ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους». Πέραν όμως της αυτονόητης αισθητικής υποβάθμισης και της αλλοίωσης της φυσιογνωμίας του αρχαιολογικού χώρου, η ανάπτυξη τραπεζιών ταβέρνας εντός αρχαιολογικού χώρου θα προκαλέσει μετά βεβαιότητας και άμεση υλική βλάβη στον αρχαιολογικό χώρο με δημιουργία όχλησης και διατάραξης του περιβάλλοντος, ηχορύπανσης, ανεξέλεγκτης ρίψης απορριμμάτων εντός του αρχαιολογικού χώρου, περιορισμού πρόσβασης και κυκλοφορίας πεζών στον αιγιαλό κ.λπ.

Υφίσταται λοιπόν κατ’ αρχήν απόλυτη απαγόρευση ανάπτυξης τραπεζοκαθισμάτων εντός του αρχαιολογικού χώρου του Κελλαρίου όρμου, αλλά και σε κάθε περίπτωση δεν θα ήταν υπό καμία προϋπόθεση ή όρο νόμιμη η χορήγηση μιας τέτοιας άδειας, καθόσον η εμπορική εκμετάλλευση του αρχαιολογικού αυτού χώρου από ταβέρνα με ανάπτυξη τραπεζιών εντός των ορίων του θα καλύψει εντελώς την ύπαρξη και τον χαρακτήρα του μνημείου και θα εξαφανίσει κάθε προστασία του χερσαίου τμήματος που ορίσθηκε για την προστασία του.

9.3. Η απαγόρευση χορήγησης άδειας λειτουργίας ταβέρνας, όχι απλώς σε μικρή απόσταση, αλλά ακριβώς επί των ορίων, του αρχαιολογικού χώρου. Η εγκατάσταση και λειτουργία καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος με χρήση «Ψησταριά – Snack Bar – Ταβέρνα», όχι απλώς πλησίον, αλλά ακριβώς επί των ορίων του αρχαιολογικού χώρου, δεν είναι επιτρεπτή, καθόσον θα προκαλέσει άμεση βλάβη στον αρχαιολογικό χώρο και τουλάχιστον έμμεση βλάβη στο ίδιο το μνημείο. Και τούτο, διότι κατά την κοινή πείρα τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος προκαλούν σημαντική όχληση και άμεση υλική και αισθητική βλάβη και υποβάθμιση των μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων, όταν η απόστασή τους από το μνημείο ή τα όρια του αρχαιολογικού χώρου είναι εξαιρετικά μικρή και ιδίως όταν το κατάστημα έρχεται σε άμεση οπτική επαφή με το μνημείο ή γειτνιάζει ή είναι όμορο με τα όρια του αρχαιολογικού χώρου.

Επομένως, η λειτουργία της επίμαχης ταβέρνας σε ισόγειο κατάστημα που ευρίσκεται ακριβώς επί των ορίων του αρχαιολογικού χώρου συνιστά απαγορευμένη χρήση, καθόσον είναι μη συμβατή με την κατά προορισμό χρήση του σωζόμενου μνημείου και του αρχαιολογικού του χώρου. Η λειτουργία ταβέρνας, όχι απλώς σε μικρή απόσταση, αλλά ακριβώς επί των ορίων του αρχαιολογικού χώρου θα προκαλέσει μετά βεβαιότητας άμεση αισθητική αλλοίωση στον όμορο αρχαιολογικό χώρο, ενώ θα προσβάλει άμεσα και ευθέως τον χαρακτήρα και την φυσιογνωμία και του ίδιου του μνημείου. Μόνη περίπτωση σύννομης λειτουργίας ταβέρνας πλησίον αρχαιολογικού χώρου θα ήταν η εγκατάστασή της σε τέτοια απόσταση, ώστε να μην έχει καν οπτική επαφή ούτε με το μνημείο ούτε με τον αρχαιολογικό χώρο. Η προϋπόθεση όμως αυτή δεν μπορεί να συντρέξει επ’ ουδενί στο συγκεκριμένο κατάστημα, καθόσον λειτουργεί σε χώρο, όχι απλώς πλησίον, αλλά όμορο των ορίων του αρχαιολογικού χώρου.

Η λειτουργία λοιπόν ταβέρνας σε μηδαμινή απόσταση από τα όρια του αρχαιολογικού χώρου του Κελλαρίου όρμου θα προκαλέσει αναπόδραστα υποβάθμιση του μνημείου και του θαλάσσιου και χερσαίου χώρου που το περιβάλλει, αλλοίωση της ιστορικής φυσιογνωμίας και της αρχαιολογικής σημασίας του βυζαντινού λιμένα, αλλά και ευθεία αισθητική προσβολή στον χαρακτήρα τους. Κατά πρώτον, η λειτουργία ταβέρνας σε χώρο που βρίσκεται στα όρια ακριβώς του αρχαιολογικού χώρου θα προκαλέσει άμεση βλάβη στον αρχαιολογικό αυτό χώρο, καθόσον ευρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με τα όριά του. Η άμεση αυτή εγγύτητα της ταβέρνας με τα προστατευόμενα μνημεία και τον περιβάλλοντα αρχαιολογικό τους χώρο θα προκαλέσει βαρύτατη όχληση και διατάραξή τους, καθόσον κατά τις ώρες λειτουργίας τους θα δημιουργηθούν προβλήματα στάθμευσης αυτοκινήτων, ηχορύπανσης και αεριορύπανσης από την κουζίνα της ταβέρνας και συγκέντρωσης μεγάλου όγκου απορριμμάτων από υπολείμματα υλικών ή φαγητών. Κατά δεύτερον, η λειτουργία ταβέρνας θα προκαλέσει με απόλυτη βεβαιότητα και έμμεση βλάβη, η οποία συναρτάται με την αισθητική του προστατευόμενου χώρου. Η έμμεση αυτή βλάβη θα συνίσταται και στην παρεμπόδιση της θέασης και αισθητικής απόλαυσης του Κελλαρίου όρμου, αλλά και στην αισθητική αλλοίωση και υποβάθμισή του, καθόσον η ταβέρνα βρίσκεται σε τόσο μικρή απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο, δηλαδή ακριβώς επί των ορίων του, ώστε είναι ορατή από όλο σχεδόν το μήκος του κόλπου, αλλοιώνοντας εντελώς την ιστορική και αρχαιολογική σημασία της περιοχής.

Εάν τέλος είναι βάσιμη η διαπίστωση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης (όπως αυτή διατυπώθηκε με την υπ’ αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟΑΤΓΔΑΠΚ/ΕΦΑΠΟΘΤΠΚ ΑΧΜΛΕΜ/ 495647/3282285547/1338/12-12-2017 απόφασή της) ότι η αιτούσα φαίνεται να διατηρεί και να λειτουργεί ήδη κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος με χρήση «Ψησταριά – Snack Bar – Ταβέρνα», όπως αναφέρεται στους τηλεφωνικούς καταλόγους και σε ιστοσελίδες του διαδικτύου, αν και δεν διαθέτει νόμιμη άδεια, το γεγονός τούτο επιδεικνύει μία προφανή αδιαφορία για την τήρηση, όχι μόνον των εφαρμοστέων υγειονομικών διατάξεων, αλλά και της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Τούτο σημαίνει πως είναι πιθανό να συνεχίσει να υφίσταται μία ροπή προς την παράβαση των ισχυόντων κανόνων και περιορισμών που επιβάλλει η αρχαιολογική νομοθεσία, και άρα μην επιτρέπει την λειτουργία του καταστήματός της ακριβώς επί των ορίων αρχαιολογικού χώρου ούτε υπό όρους.

Δ. ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ενόψει των ανωτέρω εκτεθεισών σκέψεων καταλήγω αβίαστα στο συμπέρασμα ότι εν προκειμένω δεν θα μπορούσε νομίμως να χορηγηθεί άδεια λειτουργίας ταβέρνας πλησίον αρχαιολογικού χώρου και ανάπτυξης των τραπεζοκαθισμάτων της εντός του αρχαιολογικού χώρου, καθ’ όσον:

Πρώτον, η ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων από ταβέρνα εντός των ορίων του αρχαιολογικού χώρου του Κελλαρίου όρμου είναι απολύτως απαγορευμένη και ανεπίτρεπτη. Σε κάθε περίπτωση η λειτουργία ταβέρνας με τραπέζια εντός του αρχαιολογικού χώρου θα προκαλέσει βεβαία και πρόδηλη υποβάθμιση και αλλοίωση της αισθητικής φυσιογνωμίας του Κελλαρίου όρμου και ως «αρχαιολογικού χώρου» και ως «ιστορικού τόπου» και ως «περιοχής ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους».

Δεύτερον, η χορήγηση άδειας λειτουργίας ταβέρνας σε κατάστημα που βρίσκεται ακριβώς στα όρια του αρχαιολογικού χώρου του Κελλαρίου όρμου δεν είναι επιτρεπτή, καθόσον λόγω της φύσεως της χρήσης και της μηδαμινής απόστασης από τα όρια του αρχαιολογικού χώρου θα προκαλέσει μετά βεβαιότητα άμεση υλική και αισθητική βλάβη στον αρχαιολογικό χώρο αλλά και έμμεση βλάβη του ίδιου του προστατευόμενου ενάλιου μνημείου με την πλήρη αλλοίωση και απαξίωση της ιστορικής και αρχαιολογικής σημασίας της περιοχής.

Αθήνα, 25 Νοεμβρίου 2021

Ο Γνωμοδοτών

Αθανάσιος Τσιρωνάς, επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης