«Για τέσσερις λόγους» είναι ο τίτλος του καινούργιου βιβλίου του Δημήτρη Γκιώνη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγκυρα με ισάριθμα σύντομα πλην ιδιαιτέρως πυκνά «πονήματα» (ο χαρακτηρισμός είναι του ίδιου).

Δημοσιογράφος από το 1964 (προδικτατορικά στη «Δημοκρατική Αλλαγή», μετά το 1974 στην «Ελευθεροτυπία» και τα τελευταία χρόνια στην «Εφημερίδα των Συντακτών»), ειδικευμένος ευθύς εξαρχής στα πολιτιστικά, ο Γκιώνης δεν έμεινε ποτέ μόνο στο ρεπορτάζ και στις συνεντεύξεις. Σκάλιζε, αντίθετα, ανέκαθεν με επιμέλεια τα χαρτιά του για να βγάλει, εκτός από τα δημοσιογραφικά, και λογοτεχνικά βιβλία, με κύρια χαρακτηριστικά το χιούμορ και τη διεισδυτική κοινωνικοπολιτική τους ματιά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τα αφηγήματα «Τώρα θα δεις» (1994), «Το περίπτερο» (1996), «Έτσι κι αλλιώς» (1999), «Και μετά τι έγινε;» (2004), «Χωρίς προστάτη» (2007) και «Εμένα μου λες;» (2008) ξεδιπλώνουν την εξιστόρηση μιας αυτοβιογραφικής πορείας από τα δύσκολα παιδικά χρόνια στην επαρχία, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, προς την Αθήνα των δεκαετιών του 1950 και του 1960, όπως την ανακαλύπτει πρώτα ένας θαμπωμένος από το θαύμα της τέχνης έφηβος κι ύστερα ένας νεαρός δημοσιογράφος, που δεν θα πάψει να αστειεύεται με τον εαυτό του ακόμα κι όταν θα φτάσει την ωριμότητα.

Ο Γκιώνης αντλεί τη σαρκαστική και αυτοσαρκαστική του διάθεση από μιαν εσκεμμένα στεγνή και απογυμνωμένη γραφή, η οποία ενοφθαλμίζει στις αδιάκοπα μεταβαλλόμενες εικόνες της καθημερινότητας μια σειρά από σπαρταριστά εξατομικευμένες (πάντα λοξές και πάντα ανώνυμες) λεπτομέρειες της πολιτικής και της Ιστορίας.

Τα κείμενα που φιλοξενούνται στο «Για τέσσερις λόγους» είναι ένα κράμα δημοσιογραφίας και ευδιάθετης αφήγησης επεισοδίων είτε με αυτοβιογραφική βάση (όπως στα προηγούμενα βιβλία) είτε με αναφορά σε ιστορίες τρίτων (σταθερά ανώνυμων) προσώπων. Δημοσιογραφικά ο Γκιώνης καταπιάνεται με τον Νίκο Καζαντζάκη και τις τεράστιες κοινωνικές αντιδράσεις που προκάλεσε επί μεγάλο χρονικό διάστημα το έργο του: από την εποχή της μεγάλης λογοτεχνικής αναγνώρισης μέχρι και μεταθανατίως, όταν το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» έγινε ταινία από τον Μάρτιν Σκορτσέζε. Ο Γκιώνης υπερασπίζεται σθεναρά τον Καζαντζάκη αλλά αρνείται να τον μυθολογήσει, πηγαίνοντας κόντρα στην κοινή πεποίθηση πως τα βιβλία του απαγορεύτηκαν ή πως αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο – σπεύδει, ωστόσο, να εξηγήσει με πεντακάθαρο τρόπο τον ανηλεή αγώνα που κήρυξαν εναντίον του, από το 1950 και μετά, εφημερίδες όπως η «Εστία» με τον Σπύρο Μελά, για να υπενθυμίσει, από την άλλη μεριά, την υποστήριξη την οποία αφειδώς του προσέφερε ο έγκριτος αστικός Τύπος με την «Καθημερινή» και τον Αιμ. Χουρμούζιο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Γράφοντας για τον Καζαντζάκη, ο Γκιώνης δεν ξεχνά και τις σχέσεις με τις δύο γυναίκες της ζωής του Καζαντζάκη, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη (αδελφή της Έλλης Αλεξίου) και την Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη, δίχως να κρύψει κάτω από το χαλί τις αντιπάθειες οι οποίες κατά καιρούς αναπτύχθηκαν μεταξύ τους. Δημοσιογραφία με τόλμη και άνευ παραμορφωτικών φακών.

Οι μη δημοσιογραφικές αφηγήσεις του Γκιώνη καλύπτουν τρία θέματα: την περίοδο λίγο πριν από τον θάνατο της μάνας του, τις ερωτικές έγνοιες τριών γυναικών μέσα από επιστολές γραμμένες μεταξύ 1960 και 1980 (κανείς δεν μπορεί να μας πει αν είναι πραγματικές) και την ιστορία ενός αγαπημένου γάτου. Η έμφυτη ειρωνεία και η μονίμως παιγνιώδης διάθεσή του δεν επιτρέπουν στον συγγραφέα τον παραμικρό μελοδραματισμό για τη φθορά και τη βαθμιαία συρρίκνωση (σωματική και διανοητική) της μητρικής φιγούρας – όταν δεν τον παρακινούν να γελάσει καλοκάγαθα με την παραδοσιακή θρησκοληψία της ή με την εκδήλωση, στο φραστικό επίπεδο, κάποιων σεξουαλικών της απωθημένων στη φάση της επέλασης της άνοιας.

Με το γυναικείο τρίο τα πράγματα αποδεικνύονται διαφορετικά: ξέροντας απέξω και ανακατωτά τις νοοτροπίες του καιρού τους, ο Γκιώνης κατορθώνει να εμφυσήσει στον λόγο τους μια σπάνια φυσικότητα και, πρωτίστως, ένα κλίμα βαθύτερης ανθρωπιάς. Το ίδιο ισχύει και για τον αγαπημένο γάτο (εδώ το χιούμορ επανακάμπτει εδραίο), ένα οικόσιτο που μας κερδίζει αμέσως με τα σουσούμια και την ακαταμάχητη ζωντάνια του.

Ό,τι κι αν ομολογήσουμε, όπως κι αν το σκεφτούμε, ο Γκιώνης παραμένει, με όλη την εκφραστική δύναμη και τη δεξιοτεχνία της σκηνοθεσίας του, αμετακίνητος στις επάλξεις. Και είναι σίγουρο πως έτσι και θα συνεχίσει.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης