Μια εμπειρία κάθαρσης, «βουτώντας» στα σκοτεινά νερά μιας αβύσσου βγαλμένης από τις σκοτεινές σελίδες της ιστορίας του αφανισμού των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, υποδέχεται το 48ο Φεστιβάλ Ολύμπου, φιλοξενώντας έως τις 30 Αυγούστου την έκθεση φωτογραφίας – installation της Renee Revah (Ρενέ Ρεβάχ) «Τehom – Άβυσσος».

Η έκθεση, που φιλοξενείται στο Κέντρο Μεσογειακών Ψηφιδωτών Δίου (αίθουσα Θάλεια) αποτελείται από υποβρύχιες φωτογραφίες και πορτραίτα, με έμμεσες και άμεσες αναφορές στο ξεκλήρισμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Η έκθεση, η οποία είναι αφιερωμένη στην μνήμη όλων όσοι χάθηκαν και στον αγώνα των ανθρώπων για ζωή, συνοδεύεται από την ηχητική εγκατάσταση που εμπνεύστηκε ειδικά για τις εικόνες της «Αβύσσου» ο συνθέτης Δημήτρης Μπάκας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η έκθεση παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Ολύμπου, ενώ στόχος της φωτογράφου είναι να την «ταξιδέψει» και αλλού. «Πιστεύω ότι θα την ταξιδέψουμε και θέλω και πολύ να την ταξιδέψουμε. Είναι πολύ σημαντικό για μένα», λέει η Renée Revah, επισημαίνοντας πως σημαντικό είναι να έρθει η έκθεση και στη Θεσσαλονίκη, τον τόπο απ’ όπου ξεκίνησαν όλα και όπου υπάρχουν άνθρωποι με παρόμοιες μνήμες. «Θα ήθελα να έρθω στη Θεσσαλονίκη για τη μνήμη των ανθρώπων αυτών και για τον παππού μου, που δυσκολευόταν τόσο να ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη, τού ήταν σχεδόν αδύνατον», σημειώνει.

Μία …προσωπική άβυσσος

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μέσα από τις εικόνες της έκθεσης, η Renée Revah καταθέτει τη δική της, προσωπική -θα έλεγε κανείς- άβυσσο, αφού μεταξύ των Εβραίων που χάθηκαν με βάναυσο τρόπο στα στρατόπεδα – κολαστήρια της ναζιστικής μηχανής θανάτου ήταν και η πρόγιαγιά της Sol Venezia μαζί με τα παιδιά της Olga, Lina και Isaac. Ρούχα και υφάσματα ήταν όσα κληρονόμησε η οικογένεια της φωτογράφου ως αντικείμενα μνήμης των ανθρώπων που χάθηκαν και του αγώνα τους να επιβιώσουν και αυτός ο συμβολισμός διατρέχει και τις εικόνες που παρουσιάζονται στο πλαίσιο της έκθεσης.

Στις φωτογραφίες, όπως αναφέρει η φωτογράφος, μια πλεκτή κουρτίνα βυθίστηκε τελετουργικά στο νερό, εκπληρώνοντας συμβολικά την ανάγκη της κάθαρσης και ο μετεωρισμός του σώματος συνδέεται με την πρωταρχική μορφή της ζωής στη μήτρα. Τα σκοτεινά νερά παραπέμπουν στην Άβυσσο (Tehom), στον απέραντο βυθό και τα σκοτεινά ύδατα που σκεπάζουν την αόρατη και απρόσφορη γη, στην Βίβλο. Παρόν είναι και το ζωοποιό θεϊκό πνεύμα, που περιφέρεται στα ύδατα του δικό μας εσωτερικού απύθμενου βυθού και γεννά το φως της αγάπης, της αποδοχής και της συγχώρεσης.

«Μία από τις κουρτίνες που είχαμε κληρονομήσει, τη βύθισα στο νερό, προσπαθώντας να φτιάξω κάποιες εικόνες που να θυμίζουν τη μορφή της ζωής στη μήτρα και να παραπέμπουν στην άβυσσο, αλλά με την έννοια ότι σε αυτά τα σκοτεινά νερά, τα ασχημάτιστα, στην ασχημάτιστη γη, το φως της αγάπης γεννιέται και υπάρχει μια πνευματική εξέλιξη, η οποία δεν έχει τέλος και η οποία μπορεί να οδηγήσει στην αποδοχή και στη συγχώρεση», έλεγε προ ημερών στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Renée Revah, η οποία στα πρώτα της βήματα σπούδασε θέατρο (στη Δραματική Σχολή του Σύγχρονου Θεάτρου Αθήνας του Γιώργου Κιμούλη), η επιρροή του οποίου είναι εμφανής στο έργο της, αφού σκηνοθετεί τις εικόνες της και αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω της σαν μέρος μιας παράστασης…

 *Με αφορμή την έκθεση της Renée Revah στο Φεστιβάλ Ολύμπου, το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων συνομίλησε με την καλλιτέχνη για:

Tο πώς εμπνεύστηκε τον τίτλο της έκθεσης και το περιεχόμενό της:

«Πριν από περίπου τρία χρόνια είδα ένα ντοκιμαντέρ μιας γυναίκας που λεγόταν Εύα Μόζες, η οποία έφυγε από τη ζωή πολύ πρόσφατα και η οποία ήταν πειραματόζωο του Μένγκελε στο στρατόπεδο του Μπιρκενάου.
   »Αυτή η γυναίκα, αφού επέζησε από όλα αυτά τα βασανιστήρια, κάποια στιγμή, νιώθοντας την ανάγκη να απελευθερωθεί από τον πόνο, τον θυμό και τις καταστάσεις που είχε βιώσει, βρήκε έναν γιατρό που δούλευε στα στρατόπεδα, τον συνάντησε και του ζήτησε να υπογράψει μια συνθήκη, στην οποία μαρτυρούσε όλες τις φρικαλεότητες που συνέβησαν στα στρατόπεδα. Επιστρέφοντας, όμως, στη χώρα της, τη Ρουμανία, ένιωσε την ανάγκη να τον ευχαριστήσει για αυτή τη συνθήκη που υπέγραψε. Μετά από αυτήν κανένας δεν μπορούσε να αμφισβητήσει όλα αυτά τα γεγονότα. Οπότε, του έγραψε ένα γράμμα, στο οποίο θεώρησε πως το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να του κάνει ήταν η συγχώρεση. Ταυτόχρονα ζωντάνεψε μπροστά της τον βασανιστή της, τον Μένγκελε και του είπε και εκείνου ότι τον συγχωρεί.

»Με αφορμή αυτό το ντοκιμαντέρ που είχα δει, αποφάσισα κι εγώ να ασχοληθώ με την ιστορία της οικογένειας του πατέρα μου. Ο παππούς μου και η οικογένειά του ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, ήταν μέλη της εβραϊκής κοινότητας. Ο παππούς μου ήταν έμπορος και στις 15 Μαρτίου 1943, η οικογένειά του, η μάνα του, ο πατέρας του και τα τρία του αδέλφια και πολλοί άλλοι συγγενείς τους, ξεκίνησαν με το τρένο και μεταφέρθηκαν στο Μπιρκενάου. Ο παππούς μου κατέφυγε στην Αθήνα, κρύφτηκε εκεί με τη βοήθεια φίλων του και είχε τη δική του πορεία ώσπου έμαθε, το 1944, ότι όλη του η οικογένεια δεν ζούσε πια. Αυτή ήταν μια ιστορία που είχε σφραγίσει την παιδική μου ηλικία, παρόλα αυτά είναι σαν αυτές τις ιστορίες που οι οικογένειες κάπως απωθούν από τη συλλογική μνήμη. Έτσι κάπως, άρχισα να ψάχνω φωτογραφικό υλικό, τι μας έχει μείνει από αυτούς τους ανθρώπους, να συζητάω με τον πατέρα μου -είχα ακούσει και πολλές ιστορίες από τη γιαγιά μου- και σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησα κι εγώ, με την επιθυμία της κάθαρσης και της συγχώρεσης, της αγάπης να κάνω μια φωτογραφική εργασία για την οικογένεια του παππού μου.

 Tη δύναμη της συγχώρεσης:

   «Μέσα από όλη αυτή τη φωτογραφική εργασία, αυτός είναι ο στόχος μου. Είναι η δική μου ανάγκη να μην κληρονομηθεί περαιτέρω ο πόνος και ο θυμός. Δεν πιστεύω ότι μπορούν να οδηγήσουν κάπου. Το είχα δει πεντακάθαρα και στο ντοκιμαντέρ, στα μάτια της γυναίκας, πόσο είχε ελευθερωθεί από αυτή την κίνηση. Η γυναίκα αυτή έφυγε από τη ζωή -νομίζω στις 4 Ιουλίου- κι εγώ ευτυχώς πρόλαβα κι έστειλα ένα email με την εργασία που έχω κάνει και ένα ευχαριστώ, που στάθηκε η αφορμή για να μπω κι εγώ στην ίδια διαδικασία. Είναι ιδιαίτερα συγκινητικό για μένα γιατί ήρθα σε επαφή μαζί της λίγες μέρες πριν από τον θάνατό της και, μάλιστα, κατά την ετήσια επίσκεψή της στο Άουσβιτς».

 Tο νερό ως κεντρικό στοιχείο δημιουργίας:

 «Βουτάω, κάνω ελεύθερη κατάδυση από πολύ μικρή. Στην αρχή ακολουθούσα τον πατέρα μου στο ψαροντούφεκο, ήταν ένας κόσμος στον οποίο έβρισκα γαλήνη και ησυχία, κατέβαινα σε αρκετά μεγάλο βάθος κι ενώ μέχρι κάποια στιγμή δεν το είχα συνδυάσει με τη φωτογραφία, τα τελευταία χρόνια, σχεδόν τυχαία, ανακάλυψα ότι μπορώ να λειτουργήσω πολύ ελεύθερα μέσα στο νερό, γι αυτό πηγαίνω με ανθρώπους και βγάζω υποβρύχια πορτρέτα.

»Μου αρέσει πολύ να τους παρατηρώ μέσα στο νερό γιατί ο άνθρωπος εκφράζει κάποια πρωτογενή συναισθήματα μέσα σε αυτό, δεν μπορεί να ορίσει το σώμα του, δεν μπορεί να πάρει κάποια πόζα, οπότε γυρνάμε πίσω σε μια πρωταρχική μορφή έκφρασης του σώματος του ανθρώπου».

 Tι σημαίνει για την ίδια η έκφραση μέσα από τη φωτογραφία:

 «Στην ουσία έψαχνα έναν προσωπικό τρόπο έκφρασης, τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο, τον τρόπο που βλέπω τους ανθρώπους. Έψαχνα έναν τρόπο να επικοινωνήσω, ήθελα να μεταδώσω όλα αυτά που έβλεπα εγώ γύρω μου κι ένιωθα, και η φωτογραφία ήταν για μένα ένα μέσο που μπορούσε να εκφράσει όλα αυτά που ήθελα να πω. Έτσι δουλεύω ακόμα φωτογραφικά, σαν έναν τρόπο επικοινωνίας με τους ανθρώπους».

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης