Χωρίς την ολοκλήρωση του δεύτερου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής μέσα σε ένα αποδεκτό χρονικό διάστημα, το κόστος για τη χώρα μεγεθύνεται υπέρμετρα.

Αυτό ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης στην ομιλία του κατά την κοπή πίττας του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, σημειώνοντας ότι ο χρόνος του προγράμματος, που λήγει το τέλος του Φεβρουαρίου 2015, δεν είναι μεγάλος και πιθανόν να απαιτηθεί παράταση από τους Ευρωπαίους εταίρους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Κάνοντας δε αναδρομή, σημείωσε ότι:

Ύστερα από 6 χρόνια ύφεσης και μια σωρευτική απώλεια ΑΕΠ της τάξης του 26% από το τέλος του 2007 μέχρι το τέλος του 2013.   Η σταθεροποίηση ήρθε.

Πρόσθεσε ακόμη ότι: «το 2014 ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ  εκτιμάται ότι υπερέβη τον επίσημο στόχο του 0,6%. Μια μεγάλη επιτυχία ήταν η δημοσιονομική σύγκλιση. Αναφέρω ενδεικτικά ότι το 2013 το ελληνικό κράτος πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα που έφθανε το 0,8% του ΑΕΠ, ένα χρόνο νωρίτερα από τον στόχο. Το 2014 αναμένεται, επίσης, να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5%.  Συγκρίνατε αυτά τα στοιχεία με το τι συνέβαινε, για παράδειγμα, το 2009. Τότε, πέντε χρόνια πριν, είχαμε πρωτογενές έλλειμμα που έφθανε το 10,4% του ΑΕΠ».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μεγάλο το κόστος

Περιγράφοντας σε αριθμούς το κόστος που θα προκληθεί από ενδεχόμενη απώλεια του προγράμματος, ο ΥΠΟΙΚ ανέφερε:

i. Πρώτον,  υπάρχει απώλεια πόρων της τάξης των €7,2 δις. Τα μισά προέρχονται από δάνεια της ΔΝΤ και τα υπόλοιπα μισά από την Ευρωζώνη. Μάλιστα τα €1,8 δις από τα χρήματα της Ευρωζώνης είναι καθαρή δωρεά, δεν αποτελούν νέο δάνειο. Είναι η επιστροφή στην Ελλάδα του κεφαλαιακού κέρδους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την αγορά ελληνικών ομολόγων σε πολύ χαμηλή τιμή.

Η απώλεια του παραπάνω ποσού θα δυσχέραινε πολύ τη λειτουργία του κράτους, καθώς ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 2015 οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου είναι μεγάλες, ενώ ευελιξία στη χρηματοδότηση δεν υπάρχει. Το κράτος έχει ήδη δανειστεί το μέγιστο δυνατό ποσό μέσω εντόκων γραμματίων (€15δις) και η πρόσβαση στην αγορά ομολόγων είναι απαγορευτική.

ii. Δεύτερον, χωρίς την ολοκλήρωση του Προγράμματος, η Ελλάδα θα αναγκαστεί να επιστρέψει το ποσό των €11,4 δις, που έχει σήμερα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Αυτά είναι χρήματα που δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν μέχρι σήμερα για την προστασία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.  Η επιστροφή τους θα μειώσει μεν το ελληνικό χρέος με το αντίστοιχο ποσό, αλλά θα ακυρώσει ένα ποσό ευρωπαϊκών χρημάτων που υπήρχε ως μαξιλάρι.

iii. Τρίτον, η Ελλάδα θα βρεθεί μόνη της να αντιμετωπίσει τις αγορές, όποτε τις χρειαστεί. Δεν θα υπάρχει ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης, κανένα δηλαδή μαξιλάρι ασφαλείας.

iv. Τέταρτον,  χωρίς την ολοκλήρωση του Προγράμματος, η ΕΚΤ δεν θα παρέχει τη συνήθη ρευστότητα που παρέχει στις ελληνικές τράπεζες, και που τον Νοέμβριο ανέρχονταν σε περίπου  €45 δις.  Οι τράπεζες θα αναγκαστούν να χρησιμοποιούν τον μηχανισμό του ELA (Emergency Liquidity Assistance) από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο οποίος λειτουργεί με αποκλειστικό εγγυητή το ελληνικό Δημόσιο και κοστίζει περισσότερο. Το επιπλέον κόστος θα πιέσει τα εγχώρια επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων και νοικοκυριών ακόμα πιο ψηλά.

v. Πέμπτον, θα εμφανιστεί τότε, χωρίς Πρόγραμμα, σχεδόν αδύνατη η υπαγωγή των ελληνικών τραπεζών στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης. Θα χάσει η Ελλάδα το τρένο της εύκολης χρηματοδότησης, το οποίο θα χρησιμοποιούν οι υπόλοιπες χώρες τη Ευρωζώνης.

«Να ανοίξει η συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους»

Παράλληλα, ανέφερε ότι εάν η αξιολόγηση κλείσει, η Ελλάδα θα εισπράξει €7,2 δις και θα έχει πρόσβαση στη χρηματοδότηση της ΕΚΤ. Ταυτόχρονα, θα καταστεί εφικτό, όπως υποστήριξε, να ανοίξει η συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους.

Συγκεκριμένα επεσήμανε ότι εάν η αξιολόγηση κλείσει:

i. Πρώτον, η χώρα θα καθορίσει μαζί με τους Ευρωπαίους εταίρους, τους όρους που θα διέπουν τον ευρωπαϊκό προληπτικό μηχανισμό στήριξης, τον ECCL (Enhanced Conditions Credit Line). Το ποσό της πιστωτικής αυτής γραμμής αναμένεται να προέλθει από την επιστροφή του μεγαλύτερου ποσού, περίπου €10 δις, από το ΤΧΣ. 

ii. Δεύτερον, η ύπαρξη του ECCL θα μειώσει και τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου από τις αγορές. Η χώρα θα έχει ικανοποιητική πρόσβαση στην χρηματοδότηση των αναγκών της από την ελεύθερη αγορά.

iii. Τρίτον, θα διαπραγματευτεί η ίδια η χώρα μας και τους όρους συμμετοχής της. Στο ECCL θα συμπεριληφθούν ορισμένα διαρθρωτικά ορόσημα, που απαιτείται η χώρα να πληροί. Αυτά θα αποτελούνται κυρίως από δράσεις που δεν τελείωσαν το 2014 στο 2ο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής , αλλά και άλλες δράσεις, αποκλειστικά δικές μας, που προέρχονται από το δικό μας ελληνικό Πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης. 

«Στο πλαίσιο αυτό θεωρώ ότι θα είναι ώριμο να ανοίξει και η συζήτηση για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους» τόνισε. 

Αναφερθείς στη νέα κυβέρνηση, σημείωσε ότι είναι πιθανόν να καταλήξει:

Α. σε συμφωνία που θα περιλαμβάνει την επιμήκυνση της διάρκειας λήξης των δανείων του επίσημου τομέα. Η επιμήκυνση είναι μια τροποποίηση των όρων του δανείου, που μπορεί να γίνει αποδεκτή από τους εταίρους. Χωρίς ζημία στον Ευρωπαίο φορολογούμενο, μας βοηθάει διότι σπρώχνει τις υποχρεώσεις μας βαθύτερα προς το μέλλον, μειώνοντας την παρούσα αξία τους.

Β. στην μετατροπή επιτοκίων από κυμαινόμενα σε σταθερά. Η μετατροπή αυτή αποτελεί ευκαιρία τη σημερινή εποχή, στην οποία τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού είναι χαμηλά. Θα βοηθήσει την ικανότητα αποπληρωμής των δανείων στο μέλλον ανεξάρτητα, αν στο μέλλον αυξηθούν τα επιτόκια.

Τέλος, η σχέση με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα μπορούσε να μεταβληθεί σε πιστοληπτική γραμμή στήριξης, σε αντιστοιχία με το ευρωπαϊκό ECCL. 

«Από το 2016, θα μπορούμε πλέον να ατενίζουμε τις αγορές χωρίς καμία στήριξη.  Η Ελλάδα θα είναι μια χώρα με υγιή ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα, μειούμενη ανεργία και με αύξηση των εισοδημάτων και του πλούτου των πολιτών» κατέληξε.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης