Οι διαπραγματεύσεις με την Αθήνα δεν οδηγούν πουθενά και ο κίνδυνος ενός «ατυχήματος» στην Ευρωζώνη είναι πλέον εξαιρετικά υψηλός, επισημαίνεται σε σημερινό δημοσίευμα της «Wall Street Journal».
Η δυσφορία των πιστωτών είναι έντονη μετά τις ανακοινώσεις του Μαξίμου για επερχόμενη συμφωνία και ενδεικτικές της κατάστασης που διαμορφώνεται είναι οι δηλώσεις Σόιμπλε και Λαγκάρντ. Ο μεν υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας δήλωσε άγνοια, ενώ η επικεφαλής του ΔΝΤ ξεκαθάρισε πως «ο δρόμος παραμένει μακρύς και η απόσταση μεγάλη».
Αδιέξοδο
Κατά τον ίδιο, η πραγματικότητα είναι ότι οι συνομιλίες φαίνεται να μην οδηγούνται πουθενά, παρά τις καθημερινές διαβεβαιώσεις από την Αθήνα πως μια συμφωνία είναι προ των πυλών. «Αξιωματούχοι της Ευρωζώνης λένε ότι οι δύο πλευρές παραμένουν μίλια μακριά» προσθέτει. Παράλληλα, υπογραμμίζει πως ουδείς αναμένει συμφωνία έως τα τέλη Μαΐου και λόγω της αδιάλλακτης στάσης της Αθήνας στα φλέγοντα ζητήματα του ασφαλιστικού και του εργασιακού.
Διάσταση απόψεων Ελλάδας-πιστωτών στο κατά πόσο η συμφωνία βρίσκεται προ των πυλών«Οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης δεν είχαν ποτέ καμία ψευδαίσθηση ότι θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί μια συμφωνία με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, του οποίου το κόμμα, ο αριστερός ριζοσπαστικός ΣΥΡΙΖΑ, κέρδισε τις εκλογές στη βάση του σκισίματος της συμφωνίας διάσωσης, απορρίπτοντας τη λιτότητα και εκκινώντας ένα επεκτατικό δημοσιονομικό πρόγραμμα. Ωστόσο, ο κ. Τσίπρας είχε επίσης κάνει εκστρατεία με τη δέσμευση ότι θα κρατήσει την Ελλάδα στην Ευρωζώνη» προσθέτει το δημοσίευμα.
Η οικονομική ασφυξία δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν ότι οι αντιστάσεις της νέας κυβέρνησης θα καμφθούν υπό το βάρος της οικονομικής ασφυξίας. Εκτιμούσαν ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας θα απομακρύνει τους σκληροπυρηνικούς του κόμματος και θα στραφεί προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης για τη στήριξη της συμφωνίας και την παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ. «Αυτές οι εκτιμήσεις φαίνονται όλο και πιο άστοχες» συμπληρώνει.
«Ακόμη χειρότερα, η διαδικασία με την οποία μπορούν να εκταμιευτούν τα κεφάλαια διάσωσης είναι περίπλοκη. Θα μπορούσε να διαρκέσει αρκετές εβδομάδες για να δοθούν οι απαραίτητες νομικές και κοινοβουλευτικές εγκρίσεις» επισημαίνει.
Ώρα για τελεσίγραφο
«Ένας λόγος είναι ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν συρθεί για τόσο καιρό και οι υπάλληλοι δικαιολογημένα διστάζουν να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να οξύνει την κρίση, με τον κίνδυνο να κατηγορηθούν για υπέρβαση της εξουσίας τους» αναφέρει.
Η ΕΚΤ θα έπρεπε να αυστηροποιήσει ακόμα περισσότερο τους όρους παροχής ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες αναφέρει η «WSJ» Σύμφωνα με τον Νίξον, η ΕΚΤ θα έπρεπε εδώ και πολύ καιρό να έχει καταστήσει αυστηρότερους τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες να έχουν πρόσβαση στον μηχανισμό έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο, ως ένα μη εκλεγμένο θεσμικό όργανο, εμφανίζεται απρόθυμη να κάνει ένα βήμα που θα μπορούσε να οδηγήσει τις τράπεζες σε ελέγχους κεφαλαίων.
Ο ίδιος αναφέρει ακόμη πως αυτή «η απροθυμία (των Ευρωπαίων) να τραβήξουν τη σκανδάλη» για την Ελλάδα μπορεί τώρα να επιδεινώσει την κρίση. Όπως εξηγεί, η αναβολή εκ μέρους των δανειστών στον καθορισμό αυστηρών προθεσμιών τροφοδοτεί την πεποίθηση ότι η Ευρωζώνη κρατά τις επιλογές της ανοιχτές για μια τελική σύμβαση παραχώρησης, ενθαρρύνοντας έτσι την Αθήνα να παρατείνει τη μικροπολιτική της που αυξάνει μεταξύ άλλων και τη ζημιά στην ελληνική οικονομία. Επιτρέπει, δε, στην Αθήνα να υποστηρίζει πως οι πιστωτές είναι διαιρεμένοι μεταξύ τους, συμβάλλοντας έτσι σε μια αφήγηση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις και ότι έχει παραλύσει λόγω των δικών της δομών.
«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μπορεί να έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης να παραδώσουν στην Αθήνα ένα τελεσίγραφο» υποστηρίζει ο Νίξον, περιγράφοντας το εν λόγω τελεσίγραφο ως ένα πακέτο που θα αναφέρει το τι είναι διατεθειμένη να κάνει η Ευρωζώνη για την Ελλάδα, αλλά και τις ενέργειες στις οποίες θα πρέπει να προβεί η Αθήνα. Παράλληλα, σε αυτό το τελεσίγραφο θα καθορίζονταν ρητά οι συνέπειες σε ενδεχόμενο απόρριψής του από την ελληνική πλευρά. Επιπλέον, μέσω αυτής της διαδικασίας η ΕΚΤ θα είχε την απαραίτητη πολιτική κάλυψη να σταματήσει τη χρηματοδότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
«Εκτός αυτού, ένα τελεσίγραφο θα εξασφάλιζε επίσης ότι η έξοδος από το ευρώ είναι μια σκόπιμη κυρίαρχη ελληνική απόφαση: κάτι που μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικό στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρωζώνης» καταλήγει το δημοσίευμα της «Wall Street Journal».