Tην ώρα που ο Πολ Τόμσεν και οι αξιωματούχοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου βαφτίζουν την εισήγησή τους για περισσότερη λιτότητα ως «ανάγκη για νέες μεταρρυθμίσεις» σε συνταξιοδοτικό και φορολογικό, οι αντιδράσεις εντός Ελλάδας είναι πολλές και προέρχονται από «επίσημα χείλη».

Αξιωματούχοι στην Αθήνα αλλά και στην Ε.Ε. χαρακτηρίζουν τη νέα έκθεση του Ταμείου ως «παρωχημένη», καθώς δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν σε αυτή, κατά τους ίδιους, η πρόοδος που έχει επιτευχθείΑξιωματούχοι στην Αθήνα αλλά και στην Ε.Ε. χαρακτηρίζουν τη νέα έκθεση του Ταμείου ως «παρωχημένη», καθώς δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν σε αυτή, κατά τους ίδιους, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Υπενθυμίζεται ότι την Τρίτη ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ δήλωσε «έκπληκτος» από τη «σκληρότητα» της επίμαχης έκθεσης.

Στο ίδιο μήκος κύματος, η Αθήνα ασκεί κριτική στο σύνολο των πολιτικών που εφάρμοσε το ΔΝΤ στο ζήτημα της Ελλάδας, αλλά και στις μακροχρόνιες προβλέψεις του, οι οποίες «ενσωμάτωσαν μόνο κινδύνους αντί να είναι ένα βασικό σενάριο».

Στουρνάρας: Οι προβλέψεις του Ταμείου εγείρουν ερωτήματα

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Κριτική για τα λάθη του παρελθόντος άσκησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, εκφράζοντας με επιστολή που απέστειλε στο ΔΝΤ και τη διαφωνία του για μία σειρά εκτιμήσεων του Ταμείου που περιλαμβάνονται στην τελευταία του έκθεση.

Όπως σημειώνει στην επιστολή του ο διοικητής της ΤτΕ, το ΔΝΤ υποεκτιμά την πρόοδο που έχει συντελεστεί και είναι υπερβολικά απαισιόδοξο σχετικά με τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις, καθώς και σχετικά με τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της περαιτέρω ανάγκης των τραπεζών για ανακεφαλαιοποίηση.

Σε ό,τι αφορά στις τράπεζες, το Ταμείο θεωρεί ότι θα χρειαστεί ένα επιπλέον 10 δισ. ευρώ κεφαλαίων, χωρίς όμως να εξηγεί, όπως αναφέρει ο διοικητής της ΤτΕ, γιατί συμβαίνει αυτό. Προσθέτει, δε, ότι σύμφωνα με την εκτίμηση των εποπτικών αρχών (ΕΚΤ, SSM, Τράπεζα της Ελλάδος) ο βασικός κεφαλαιακός δείκτης των τραπεζών είναι 18% και είναι από τους υψηλότερους στην Ε.Ε. Επιπλέον, σύμφωνα με την ΤτΕ, η επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα αυξήσει περαιτέρω τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.

Όλα τα παραπάνω, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι μακροχρόνιες προβλέψεις του Ταμείου φαίνεται να έχουν ενσωματώσει μόνο κινδύνους αντί να είναι ένα βασικό σενάριο.

«Δεδομένου ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης είναι πιθανό να φθάσει το 2% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 0,5% του ΑΕΠ, οι δημοσιονομικές προβλέψεις του Ταμείου εγείρουν πολλά ερωτήματα» αναφέρει ο διοικητής της ΤτΕ.

Για την εκ των υστέρων αξιολόγηση του προγράμματος του 2012, ο κ. Στουρνάρας σημειώνει πως η έκθεση αυτή, ενώ περιέχει πολύ χρήσιμες πληροφορίες για την περίοδο που εξετάζει, χάνει την ευκαιρία να είναι δίκαιη με την ιστορία, δεδομένου ότι επικρίνει όλους τους άλλους εκτός από το ΔΝΤ. Σε ό,τι αφορά σ’ αυτό το σημείο, με την ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών μεταξύ του Ιουλίου του 2012 και Ιουνίου 2014, επιβεβαιώνει ότι:

1) το ΔΝΤ πίεσε για όλο και περισσότερα μέτρα λιτότητας

2) το ΔΝΤ είναι εν μέρει υπεύθυνο για τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης του 2013, δεδομένου ότι ήταν αδικαιολόγητες (με δεδομένη την τελική έκβαση) ζητώντας πρόσθετα παραμετρικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, ακόμη και όταν ήταν περισσότερο από σαφές ότι το 2013 οι δημοσιονομικές εξελίξεις οδηγούσαν προς ένα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα καθ’ υπεραπόδοση

3) το ΔΝΤ επέμεινε στην πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αγνοώντας τις απόψεις των αρχών, της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΕΚΤ, και αποδείχθηκε ότι κατάφωρα υπερεκτίμησε τις κεφαλαιακές ανάγκες και υποτίμησε τον αντίκτυπο στην οικονομία

4) το ΔΝΤ υποβάθμισε σταθερά την πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αγνοώντας, μεταξύ άλλων, τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ.

Επιστολή-καταπέλτης Τσακαλώτου: «Η έκθεση είναι άδικη»

Με επιστολή του, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος αντικρούει τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την ελληνική οικονομία, εκτιμώντας ότι αυτές δεν αντανακλούν την πραγματική οικονομική κατάσταση της χώρας μας και τις καλύτερες των προβλεπόμενων επιδόσεις που έχει επιτύχει.

Η επιστολή του κ. Τσακαλώτου ενσωματώνεται στην έκθεση του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία (άρθρο 4), η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα.

«Παρά τις ενδείξεις και την ανάλυση που παρουσιάσθηκε, παρατηρούμε ότι η έκθεση δεν είναι δίκαιη σε αρκετούς τομείς, ενώ πολλά από τα συμπεράσματά της δεν είναι συνεπή με τα πρόσφατα και καλά τεκμηριωμένα εμπειρικά στοιχεία» τονίζει στην επιστολή του ο κ. Τσακαλώτος και διευκρινίζει: «Πρώτον, η έκθεση παρουσιάζει μία συνολική εικόνα της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας (της Ελλάδας) που δεν είναι αντιπροσωπευτική της πραγματικής προσπάθειας που καταβλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του προγράμματος του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας). Η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων επιταχύνθηκε σημαντικά, ιδιαίτερα των μεταρρυθμίσεων σε βάθος, όπως η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων σε ένα ενιαίο ταμείο, η συνολική συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, η δημιουργία ανεξάρτητης φορολογικής αρχής, πολλές μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων (περιλαμβανομένης της σημαντικής προόδου στην εισαγωγή των συστάσεων του ΟΟΣΑ) και ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Αντίθετα, η έκθεση αναφέρει μία επιβράδυνση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων, η οποία δεν προκύπτει από όσα έχουν ήδη γίνει στη δημοσιονομική πολιτική, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και σε πολλούς τομείς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».

Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, επακόλουθο «της παραπλανητικής παρουσίασης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας είναι ότι δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν κατάλληλα τα αποτελέσματα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ανάλυση για τη Βιωσιμότητα του Χρέους (DSA)».

Παράλληλα, ο κ. Τσακαλώτος τονίζει πως η αυξημένη προσπάθεια θα έπρεπε, κατ’ αρχάς, να οδηγήσει στην αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης στο μέλλον. Ωστόσο, προσθέτει, ο μακροχρόνιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης μειώθηκε από το ΔΝΤ στην ανάλυση για το χρέος στο 1% από 1,25% τον Μάιο του 2016 και είναι η δεύτερη συνεχόμενη μείωση των προβλέψεών του για την ανάπτυξη.

Σχετικά με τις δημοσιονομικές εξελίξεις, ο κ. Τσακαλώτος αναφέρει πως «η δημοσιονομική επίδοση του 2015 και το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2016 είναι σημαντικά καλύτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις». Το ΔΝΤ είχε προβλέψει αρχικά ένα πρωτογενές έλλειμμα -0,5% του ΑΕΠ το 2016 που θα μετατρεπόταν σε πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2018 με τα τρέχοντα νομοθετημένα μέτρα. «Οι αρχικές ενδείξεις δείχνουν ότι, αντίθετα, το δημοσιονομικό πλεόνασμα για το 2016 θα είναι στην περιοχή του 2% του ΑΕΠ» επισημαίνει ο υπουργός, προσθέτοντας: «Παρά τη σημαντική δημοσιονομική υπεραπόδοση, η ανάλυση (του ΔΝΤ) δεν προχωρά σε μία σημαντική αναθεώρηση των δημοσιονομικών πλεονασμάτων για το 2018 και μετά, παραμένοντας στο προβλεφθέν επίπεδο του 1,5%, παρά τα συντριπτικά στοιχεία για το αντίθετο».

Στην επιστολή του ο κ. Τσακαλώτος εκτιμά ακόμη πως πέραν της ανάγκης δημοσιονομικών αναθεωρήσεων, το σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2016 αμφισβητεί τρία σημαντικά επιχειρήματα της έκθεσης. «Πιο σημαντικό είναι ότι το επιχείρημα πως η Ελλάδα δεν μπορεί να διατηρήσει υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα, πάνω από 1,5% του ΑΕΠ, έρχεται σε αντίθεση με τις πρόσφατες εξελίξεις» σημειώνει.

Τέλος, σχετικά με την αναφορά που γίνεται στην έκθεση για την ανάγκη ενός φιλικού προς την ανάπτυξη μείγματος πολιτικής, ο υπουργός Οικονομικών επισημαίνει ότι «παρουσιάζονται ανεπαρκή ή παραπλανητικά στοιχεία σχετικά με την επίδραση του σημερινού μείγματος πολιτικής και τα αποτελέσματα του προτεινόμενου νέου μείγματος». «Αν και συμφωνούμε ότι η φορολογική βάση πρέπει να διευρυνθεί, αυτό θα πρέπει να γίνει με την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης και όχι με τη μείωση του αφορολόγητου» υπογραμμίζει ο κ. Τσακαλώτος.

Διαβάστε επίσης:

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης