Κ.Σ

Κύριε αυτόκλητε (;) υπερασπιστή του Μανώλη Κωστίδη, ως ενήλικας με γνώση της ελληνικής γλώσσας, αντιλαμβάνομαι πολύ εύκολα ότι η μετατροπή του ειδικού θέματος σε γενικό γίνεται με στόχο να διαστρεβλωθεί η ουσία του άρθρου μου και της κριτικής μου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Δεν αναφέρθηκα ποτέ εν συνόλω στην κυπριακή τραγωδία, αλλά ούτε και θέλησα να την «φορτώσω» στον Μ. Κωστίδη. Ο συσχετισμός είναι αυτονόητος εφόσον αφορά τα Βαρώσια, και  την σημερινή εικόνα της καταστροφής και της ερήμωσης.

Δεν αναφέρθηκα καθόλου στα δεινά των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης ή στις δυσκολίες και τους αγώνες τους. Ως εκ τούτου όλα τα επιχειρήματα που χρησιμοποιείς για τον φάκελο της Κύπρου, τους Μανώληδες της Κωνσταντινούπολης, τα τάγματα των υπερπατριωτών του ’60 είναι αυθαίρετα και τεχνηέντως τοποθετημένα ώστε να μου αποδίδεται γενικευμένη επίθεση πρόθεση που αποτυπώνεται και στον τίτλο σου.

Όλο αυτό που κάνεις μου θύμισε τα μαθητικά μου χρόνια, που, όταν απεβλήθη ένας μαθητής λόγω παραβατικής συμπεριφοράς, οι υπόλοιποι κάναμε κατάληψη ενάντια στην «καθηγητική αυθαιρεσία» βάζαμε ολίγον από Διεθνή Τράπεζα και παράλληλα συμπαραστεκόμασταν και στον αγώνα αλληλέγγυων εργαζομένων. Παλιά ξεπερασμένη τακτική.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αυτό που εσύ κατάλαβες από το ρεπορτάζ του Κωστίδη όπως και η «θλίψη και αγανάκτηση» που σου προκάλεσε το δικό μου άρθρο είναι προσωπική σου συναισθηματική διεργασία και δεν αφορά την ουσία του δημόσιου διαλόγου.

Τα δε αυθαίρετα συμπεράσματά σου που τα παρουσιάζεις ως δικές μου σκέψεις, περί «φιλήματος κατουρημένων ποδιών» με αφήνουν παγερά αδιάφορο.

Όμως ακούγοντας τις συγκεκριμένες επιλογές λέξεων του δημοσιογράφου από τον τραγικό αυτό τόπο πιστεύω πως έχει διαφορά η έκφραση «πετάχτηκαν τα βιβλία» από την έκφραση «λεηλατήθηκαν τα βιβλία», έχει διαφορά το «εγκατέλειψαν τα σπίτια τους» από την έκφραση «ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους κάτω από βίαιες συνθήκες πολέμου», έχει άμεση σχέση η σημερινή κατάσταση στα Βαρώσια με την τουρκική εισβολή και είναι απότοκο του βομβαρδισμού της Αμμοχώστου ο ξεριζωμός των κατοίκων των Βαρωσίων.

Περί δημοσιογραφίας

Δεν αναφέρθηκα καν στο σύνολο των συναδέλφων ανταποκριτών και δημοσιογράφων, τους οποίους τιμώ, σέβομαι και υπολήπτομαι γνωρίζοντας τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται. Στην αποστροφή του κειμένου σου ανάγεις την κριτική μου για το συγκεκριμένο ρεπορτάζ και τον συγκεκριμένο δημοσιογράφο με έμμεσο τρόπο σε δήθεν επίθεσή μου στους ανταποκριτές και στο λειτούργημά τους. ‘Ομως αυτή τη φορά δεν το έκανες «τεχνηέντως», όπως ανέφερα για τα παραπάνω αλλά με τρόπο που αγγίζει τα όρια της δολιότητας, αφού είναι καταφανής η πρόθεση να στραφούν εναντίον μου οι συνάδελφοί μου. Παιδαριώδες και ξεπερασμένο επίσης.

Συμφωνώ βέβαια απόλυτα μαζί σου ότι το δημοσιογραφικό λειτούργημα «θέλει και αμεροληψία και αντικειμενικότητα, που δυστυχώς αρχίζει να χάνεται στα βάθη του χρόνου», όπως λες επί λέξει στο άρθρο σου. Αυτό το «χάνεται» είναι που με προβληματίζει έντονα…

Διαφωνώ όμως ότι ο δημοσιογράφος πρέπει να μπερδέψει το επάγγελμά του με εκείνο του πυροσβέστη, γιατί όντως μπορεί να καεί! Ή ακόμα χειρότερα να κάνει εξωτερική πολιτική και να βάζει τις δύο χώρες σε αντιπαλότητα.

Διάβασα με προσοχή τον επίλογο του άρθρου σου που αναφέρει ότι «ο ανταποκριτής ενημερώνει τους ακροατές, τους τηλεθεατές και τους αναγνώστες του, όχι για να χαϊδεύει τα αυτιά των δικών του, αλλά επειδή είναι καθήκον του – άλλωστε γι’ αυτό πληρώνεται – να μεταφέρει και την άλλη άποψη. Και ο νοών νοείτω».

Δεν ξέρω αν συμφωνεί και ο Μ. Κωστίδης για το πληρωμένο καθήκον να μεταφέρει και την άλλη άποψη. Και ο νοών νοείτω.

Υστερόγραφο 1

Οι μαρτυρίες

Αν το δικό σου ρεπορτάζ λέει ότι αδίκως εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και τα ξενοδοχεία τους οι κάτοικοι στο Βαρώσι διότι τελικά δεν ήταν στα σχέδια του τουρκικού στρατού να εισβάλουν στην πόλη τους, εγώ σου παραθέτω άρθρο με την πιο ήπια και ψύχραιμη μαρτυρία απ΄ όσες έχουν καταγραφεί από άνθρωπο που έζησε τα δραματικά γεγονότα την εποχή εκείνη.

«Μας πήραν ό,τι είχαμε, τρέχαμε στα χωράφια»

Η κυρία Δέσποινα Σάββα, 78 ετών σήμερα, θυμάται καρέ καρέ τη μέρα που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Βαρώσι, καθώς όλες οι λεπτομέρειες της μαύρης εκείνης μέρας έχουν χαραχτεί στη μνήμη της. Είχε μαζί της 4 παιδιά μικρά και προσπάθησε να προστατεύσει την οικογένειά της, αναφέρει το news247.gr. Περιγράφει η ίδια:

«Είχαμε ακούσει ότι πήραν την Κερύνεια και κάποιες άλλες περιοχές. Ετοίμασα κάποιες βαλίτσες, τα ρούχα των μωρών, γάλατα, και τα έβαλα στην πόρτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι σε περίπτωση που χρειαστεί να φύγουμε. Όπως και έγινε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και φύγαμε, πήγαμε στα Κοκκινοχώρια και βρήκαμε μία κάμαρα στην αυλή ενός σπιτιού, μας άφησαν να μείνουμε εκεί. Σε ένα σπίτι. Μείναμε δύο με τρία βράδια, αλλά δεν κοιμόμασταν από τον φόβο μας. Ένα βράδυ είδαμε μια μεγάλη φωτιά να ανεβαίνει προς τον ουρανό, προς τη μεριά της Αμμοχώστου. Έλεγαν πως ήρθαν από την Ελλάδα και χτυπούσαν την Αμμόχωστο, αλλά ήταν Τούρκοι που χτυπούσαν. Βομβάρδιζαν τα ξενοδοχεία, σκοτώθηκε κόσμος. Ο άντρας μου ήθελε να φύγουμε, να γυρίσουμε πίσω».

»Ξεκινήσαμε να επιστρέψουμε στο σπίτι μας στο Βαρώσι, αλλά στον δρόμο προς την Κερύνεια αντιληφθήκαμε ότι κάτι συμβαίνει. Ρωτήσαμε σε ένα καφενείο εκεί κοντά τι συνέβη και μας είπαν πως προηγουμένως πέρασαν πέντε μεγάλα τανκς με τουρκική σημαία και μπήκαν στα χωράφια».

»Είδαμε έναν νεαρό στρατιώτη, μικροκαμωμένο, με το καπέλο του. Νομίσαμε πως είναι δικός μας. Σκεφτήκαμε πως στήθηκαν εκεί Κύπριοι στρατιώτες για να “κόψουν” τον δρόμο στους Τούρκους, γιατί ακούσαμε πως οι Τούρκοι είχαν ξεκινήσει ήδη να μπαίνουν στο Βαρώσι. Όταν πλησιάσαμε, κατάλαβα πως ήταν Τούρκος και μας είπε να μη γυρίσουμε πίσω, αλλιώς θα πυροβολούσε. Πριν από εμάς, είχαν φτάσει κι άλλοι Κύπριοι σε εκείνο το σημείο. Τους κατέβαζαν από τα αυτοκίνητά τους και τους οδηγούσαν σε χωράφια, όπου τους κρατούσαν. Όπλα, όπλα παντού. Μας είπε να βάλουμε τα χέρια στο κεφάλι, να σταθούμε ανά τρεις μέσα στον δρόμο. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως θα μας σκοτώσουν. Ακόμη και τώρα που το λέω ανατριχιάζω».

»Ήταν μια μεγάλη έκταση, γεμάτη χωράφια. Μας έπαιρναν και μας πήγαιναν πίσω από τα περιβόλια. Κάποια στιγμή μάς οδήγησαν στη μέση ενός χωραφιού, σε μία τεράστια λακκούβα, περίπου 300 άτομα. Όσοι έρχονταν, τους έριχναν εκεί».

»Ό,τι είχαμε μας το πήραν. Κράτησα τον σταυρό μου, το ρολόι μου, κάποια κοσμήματα και μερικά χρήματα. Τα έκρυψα στο εσώρουχο του μωρού μου και τα γλιτώσαμε. Μας πήραν τα αυτοκίνητά μας, τα ρούχα μας, ό,τι είχαμε μαζί μας. Έφεραν κάποια λεωφορεία και μας είπαν να σταματήσουμε να κλαίμε και ότι θα μας πάνε στα σπίτια μας. Εμείς δεν το πιστέψαμε. Μας πήγαν στα χωράφια και μας άφησαν εκεί, στη μέση του πουθενά. Ξεκινήσαμε να τρέχουμε. Έβαλα το μικρό μου μωρό στο σβέρκο και τρέχαμε μέσα στα χωράφια, χωρίς να ξέρουμε πού να πάμε. Εμείς και χιλιάδες άλλοι. Ήμασταν διψασμένοι, πεινασμένοι. Δεν είχαμε ούτε νερό, ούτε ψωμί, με τα ρούχα που φύγαμε ήμασταν. Πεινούσαν τα παιδιά, έκλαιγαν. Φτάσαμε σε ένα χωριό. Δεν μας έδιναν ούτε ένα κομμάτι ψωμί. Τους είπαμε ότι μας έπιασαν οι Τούρκοι, ότι μας πήραν τα πάντα. Δεν μας βοηθούσε κανένας, ούτε ένα ποτήρι νερό».

Παραθέτω ακόμη και δύο τίτλους από ελληνικά μέσα που φιλοξένησαν τη μαρτυρία της γνωστής τραγουδίστριας, Αλέξιας, για το Βαρώσι.

Ο πρώτος τίτλος είναι από το TheToc:

Αλέξια: Η σπαρακτική περιγραφή από την εισβολή στα Βαρώσια – «Θυμάμαι τον ήχο των βομβαρδισμών».

Ο δεύτερος τίτλος είναι από δημοσίευμα του newsit: 

Αλέξια για τα Βαρώσια: «Δεν πήραμε ούτε τα ρούχα μας, μόνο τα κλειδιά των σπιτιών μας».

Υστερόγραφο 2

Συνήθως δεν απαντώ στις απόψεις τρίτων, αλλά αυτή την φορά το έκανα για να αποτρέψω την παρερμηνεία των γραφομένων μου.

Υστερόγραφο 3

Επειδή ζητήθηκε η άδειά μου για τη δημοσίευση του δικού σου άρθρου από συνάδελφο, ο οποίος μου τόνισε ότι είναι «αδερφός» σου, πρέπει να γνωρίζεις ότι είναι αυτονόητο ότι το zougla.gr αποτελεί ένα ελεύθερο βήμα δημοκρατικού διαλόγου για όλους τους πολίτες. Ταύτα ειπών απέρχομαι και δεν επανέρχομαι!

Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση! 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης