Της Marianna Mazzucato

Καθηγήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και συγγραφέας του βιβλίου «The Value of Everything»

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο κόσμος βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Η πανδημία Covid-19 εξαπλώνεται γρήγορα σε όλες τις χώρες, σε μία πρωτόγνωρη κλίμακα και δριμύτητα που συγκρίνεται μόνο με την καταστροφική ισπανική γρίπη του 1918. Αν δεν ληφθεί συντονισμένη δράση σε παγκόσμιο επίπεδο για τη συγκράτησή της, η μετάδοση θα είναι σύντομα οικονομική και χρηματοπιστωτική.

Το μέγεθος της κρίσης απαιτεί από τις κυβερνήσεις να βγουν μπροστά. Και το κάνουν. Τα κράτη ενισχύουν την οικονομία με δυναμωτικές ενέσεις, ενώ προσπαθούν απεγνωσμένα να επιβραδύνουν την εξάπλωση της νόσου, να προστατεύσουν τους ευάλωτους πληθυσμούς και να βοηθήσουν στη δημιουργία νέων θεραπειών και εμβολίων. Η κλίμακα και η ένταση αυτών των επεμβάσεων θυμίζουν στρατιωτική σύρραξη – είναι όντως ένας πόλεμος κατά της εξάπλωσης του ιού και της οικονομικής κατάρρευσης.

Και όμως υπάρχει ένα πρόβλημα. Η απαιτούμενη παρέμβαση απαιτεί ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο από εκείνο που επέλεξαν οι κυβερνήσεις. Από τη δεκαετία του 1980, υπαγορεύθηκε στις κυβερνήσεις να παραμερίσουν και να αφήσουν τις επιχειρήσεις στο τιμόνι και στη δημιουργία πλούτου, παρεμβαίνοντας μόνο στην περίπτωση που προκύπτουν προβλήματα για να τα επιλύσουν. Αυτό όμως συνετέλεσε ώστε οι κυβερνήσεις να μην είναι πάντα κατάλληλα προετοιμασμένες με τα απαραίτητα εφόδια να αντιμετωπίσουν κρίσεις όπως ο Covid-19 ή την κλιματική αλλαγή. Με την προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις δεν αποφασίζουν να αναλάβουν δράση παρά μόνο όταν συμβεί ένα εκτεταμένο συστημικό σοκ χάνεται χρόνος σε ανεπαρκείς προετοιμασίες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σε αυτή τη διαδικασία, οι καθοριστικής σημασίας οργανισμοί που παρέχουν δημόσιες υπηρεσίες και δημόσια αγαθά αποδυναμώνονται, όπως το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS) του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου από το 2015 σημειώθηκαν περικοπές συνολικού ύψους  £ 1 δισ. στη δημόσια υγεία.

Ο εξέχων ρόλος της επιχειρηματικότητας στη δημόσια ζωή έχει επίσης οδηγήσει στην απώλεια εμπιστοσύνης σε ό,τι μπορεί να επιτύχει η κυβέρνηση από μόνη της – οδηγώντας με τη σειρά της στις πολλές προβληματικές συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, οι οποίες δίνουν προτεραιότητα στα συμφέροντα των επιχειρήσεων έναντι του δημοσίου συμφέροντος. Για παράδειγμα, έχει πλήρως τεκμηριωθεί ότι οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην έρευνα και την ανάπτυξη συχνά ευνοούν τις «επιτυχημένες επιχειρήσεις» σε βάρος των λιγότερο ελκυστικών, εμπορικά, φαρμάκων που είναι όμως εξαιρετικά σημαντικά για τη δημόσια υγεία, όπως αντιβιοτικά και εμβόλια για ασθένειες με επιδημικό κίνδυνο .

Στη φωτογραφία  η  Mariana Mazzucato από την συμμετοχή της  σε συζήτηση που διοργάνωσε τον Μάιο του 2016 ο τότε  Αν. Υπουργός  Έρευνας και Καινοτομίας του ΥΠΠΕΘ  καθηγ. Κώστας Φωτάκης με θέμα «Η Δημόσια Επένδυση για την Έρευνα και την Καινοτομία σε καιρό κρίσης».

Επιπλέον, απουσιάζει ένα δίκτυο ασφάλειας και προστασίας για τους εργαζόμενους σε κοινωνίες με αυξανόμενη ανισότητα, ιδίως για εκείνους που εργάζονται σε επαγγέλματα χωρίς σχέση μισθωτής εργασίας (gig economy)* και δίχως κοινωνική ασφάλιση.

 Τώρα όμως έχουμε την ευκαιρία να αξιοποιήσουμε αυτήν την κρίση ως μέσον ώστε να κατανοήσουμε πώς να διαμορφώσουμε έναν διαφορετικό καπιταλισμό. Αυτό απαιτεί μια επανεξέταση του ρόλου των κυβερνήσεων: αντί απλώς να επιλαμβάνονται τις αποτυχίες της αγοράς όταν προκύπτουν, θα πρέπει να κινηθούν ενεργά με στόχο τη διαμόρφωση και δημιουργία αγορών που παρέχουν βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι γνώμονας για τις συνέργειες με επιχειρήσεις που λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση είναι το δημόσιο συμφέρον και όχι το κέρδος.

Πρώτα απ΄ όλα, οι κυβερνήσεις πρέπει να επενδύσουν, ακόμα και να ιδρύσουν, θεσμούς που συμβάλλουν στην πρόληψη κρίσεων όπως πρέπει και να μας προετοιμάσουν για τη σωστή διαχείρισή τους. Ο προϋπολογισμός έκτακτης ανάγκης της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου ύψους £ 12 δισ. για το NHS είναι μια ευπρόσδεκτη κίνηση. Αλλά εξίσου σημαντική είναι η εστίαση στις μακροπρόθεσμες επενδύσεις για την ενίσχυση των συστημάτων υγείας, αντιστρέφοντας τις τάσεις των τελευταίων ετών.

Δεύτερον, οι κυβερνήσεις πρέπει να συντονίσουν καλύτερα τις δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης, κατευθύνοντάς τες στη στήριξη της δημόσιας υγείας. Η ανακάλυψη των εμβολίων θα απαιτήσει διεθνή συντονισμό τιτάνιας κλίμακας όπως αποδεικνύεται από το εξαιρετικό έργο του Συνασπισμού για τις Καινοτομίες Επιδημιολογικής Ετοιμότητας (Coalition for Epidemic Preparedness Innovations-CEPI).

Ωστόσο οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν επίσης τεράστια ευθύνη για τη διαμόρφωση των αγορών, κατευθύνοντας την καινοτομία στην επίλυση δημόσιων στόχων, όπως έχει ήδη γίνει από πρωτοπόρους δημόσιους οργανισμούς όπως το Πρακτορείο Προηγμένων Ερευνητικών Προγραμμάτων Άμυνας (Darpa) στις ΗΠΑ, που χρηματοδότησε αυτό που γνωρίζουμε ως διαδίκτυο, όταν προσπάθησε να επιλύσει το πρόβλημα επικοινωνίας των δορυφόρων. Μια παρόμοια πρωτοβουλία στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης θα εξασφαλίσει ότι η δημόσια χρηματοδότηση θα είναι προσανατολισμένη στην επίλυση σημαντικών προβλημάτων υγείας.

 Τρίτον, οι κυβερνήσεις πρέπει να οργανώσουν συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για να εξασφαλίσουν το αμοιβαίο όφελος πολιτών και οικονομίας. Η υγεία είναι ένας τομέας που λαμβάνει παγκοσμίως δισεκατομμύρια από τους δημόσιους πόρους: στις ΗΠΑ, το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH) επενδύει $ 40 δισ. ετησίως. Από το ξέσπασμα του Sars το 2002, το NIH δαπάνησε 700 εκατομμύρια δολάρια για την έρευνα γύρω από τον κορωνοϊό. Η υψηλή δημόσια χρηματοδότηση της καινοτομίας στην υγεία σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επιβλέψουν τη διαδικασία ώστε να διασφαλίσουν χαμηλές τιμές, την αποφυγή κατάχρησης της φαρμακευτικής πατέντας, την επάρκεια φαρμάκων, καθώς και ότι τα κέρδη θα επανεπενδυθούν στην καινοτομία και δεν θα μοιραστούν αποκλειστικά στους μετόχους.

Εφόσον βέβαια χρειαστούν προμήθειες έκτακτης ανάγκης -όπως φάρμακα, κρεβάτια νοσοκομείων, μάσκες ή αναπνευστήρες- οι ίδιες εταιρείες που σε ευνοϊκές περιόδους επωφελούνται από τις δημόσιες επιδοτήσεις δεν πρέπει να επιδίδονται σε κερδοσκοπία και να υπερτιμολογήσεις όταν οι καιροί είναι δύσκολοι. Η καθολική πρόσβαση με προσιτές τιμές είναι απαραίτητη όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά και σε διεθνές. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις πανδημίες: δεν υπάρχει χώρος για εθνικιστικές σκέψεις, όπως η προσπάθεια του Donald Trump να αποκτήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποκλειστική άδεια για το εμβόλιο του κορωνοϊού.

 Τέταρτον, είναι καιρός να παραδειγματιστούμε από τα σκληρά διδάγματα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Καθώς οι εταιρείες, από τις αεροπορικές μέχρι το λιανικό εμπόριο, έρχονται να ζητήσουν μέτρα διάσωσης και άλλου είδους στήριξη, είναι σημαντικό να αντισταθούμε στην απλή χρηματοδότηση. Μπορούν να οριστούν προϋποθέσεις για να διασφαλιστεί ότι τα σχέδια διάσωσης δομούνται με τρόπον ώστε οι επωφελούμενοι τομείς να μετασχηματιστούν σε μέλη της νέας οικονομίας – η οποία επικεντρώνεται στη στρατηγική της Πράσινης Νέας Συμφωνίας (Green New Deal) για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ενώ παράλληλα επενδύει στην προσαρμογή των εργαζομένων σε νέες τεχνολογίες. Κι αυτό πρέπει να γίνει τώρα, ενώ η κυβέρνηση έχει το πάνω χέρι.

Ο Covid-19 είναι ένα σημαντικό γεγονός που εκθέτει την έλλειψη ετοιμότητας και ανθεκτικότητας της ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένης και διασυνδεδεμένης οικονομίας. Και σίγουρα δεν θα είναι το τελευταίο. Μπορούμε όμως να αξιοποιήσουμε αυτή τη στιγμή ώστε ο καπιταλισμός να λάβει υπόψη του όσα διακυβεύονται. Ας μην αφήσουμε αυτή την κρίση να πάει χαμένη.

 

*Σημείωση μετάφρασης: η gig οικονομία είναι μια μέθοδος εργασίας που βασίζεται στη λογική ότι οι εργαζόμενοι έχουν προσωρινές δουλειές ή κάνουν διαφορετικά κομμάτια μιας δουλειάς και πληρώνονται χωριστά, αντί να έχουν σχέση μισθωτής εργασίας.

• Η Mariana Mazzucato είναι καθηγήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και συγγραφέας του βιβλίου «The Value of Everything».

 

 Πηγή: Τhe Guardian.com

Μετάφραση: Μαρία Παπαϊωάννου

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης