Επαφές με funds και αξιωματούχους είχε η JP Morgan κατά το ταξίδι της στο Μπαλί και στο πλαίσιο της Συνόδου του ΔΝΤ, όπου συμμετείχαν πάνω από 400 επενδυτές και πάνω από 30 αξιωματούχοι, και αποκαλύπτει τι ειπώθηκε από την ελληνική πλευρά για την οικονομία, τις ελληνικές τράπεζες αλλά και τις εκλογές.

Όπως ειπώθηκε, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έχει τρεις προτεραιότητες μετά την έξοδο από το προγράμματα στήριξης:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

1) μια σαφή πορεία χρηματοδότησης για 10-15 χρόνια

2) την επίτευξη ενός σχεδίου βιώσιμης ανάπτυξης και

3) τη διατήρηση ενός ρυθμιστικού πλαισίου χρηματοδότησης μετά το πρόγραμμα.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση, υποστηρίχθηκε ότι η ροή έχει περισσότερες επιπτώσεις στην αναχρηματοδότηση του χρέους και η σταθμισμένη μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους είναι τα 25 χρόνια, οπότε η χώρα έχει 10-15 χρόνια για να αντιμετωπίσει το απόθεμα του δημόσιου χρέους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η στρατηγική ανάπτυξης της χώρας δίνει προτεραιότητα στις βελτιώσεις του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και των υποδομών, Οι Έλληνες αξιωματούχοι που βρέθηκαν στο Μπαλί βλέπουν αύξηση του ΑΕΠ κατά 2-2,1% φέτος και 2,4% το 2019, αλλά το ζήτημα είναι να καταστεί αυτή η ανάπτυξη βιώσιμη μακροπρόθεσμα.

Οι εξαγωγές έχουν καλή πορεία και η κατανάλωση στο β’ τρίμηνο αυξήθηκε για πρώτη φορά εδώ και πολλά τρίμηνα. Το τρίτο τρίμηνο είναι εποχή αιχμής για τον τουρισμό, επομένως η βραχυπρόθεσμη απόδοση του κλάδου είναι σημαντική, όπως σημειώθηκε.

Όσον αφορά το πολιτικό ημερολόγιο, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι σημείωσαν ότι η στρατηγική ανάπτυξης είναι ο πυρήνας του εκλογικού προγράμματος, οπότε αν η σημερινή κυβέρνηση κερδίσει τις εκλογές, οι πολίτες και οι επενδυτές θα ξέρουν τι πρέπει να περιμένουν.

Όπως ειπώθηκε, οι εκλογές θα γίνουν το νωρίτερο τον Μάιο του επόμενου έτους και το αργότερο τον Σεπτέμβριο του 2019.

Σε ότι αφορά το cash buffer, η Ελλάδα έχει 25 δισ. ευρώ και έτσι έχει πλέον την ευελιξία του να αποφασίσει ε΄να θα βγει στις αγορές ή θα επαναγοράσει το χρέος του ΔΝΤ ή το βραχυπρόθεσμο χρέος της ΕΚΤ.

Η κυβέρνηση συμφώνησε με το ΔΝΤ να έχει δημοσιονομικά ουδέτερο προϋπολογισμό το 2019 και το 2020, αλλά υπερέβη τους δημοσιονομικούς στόχους του, πράγμα που σημαίνει ότι έχει περιθώριο ο προϋπολογισμός να είναι λιγότερο περιοριστικός, επιτρέποντάς την μη περικοπή των συντάξεων, κάτι που συζητείται με τους Ευρωπαίους, ενώ τα σχέδια ιδιωτικοποίησης παραμένουν σε καλό δρόμο.

Σε ότι αφορά τις τράπεζες, θεωρείται από τους υπαλλήλους ότι βρίσκονται σε καλύτερη θέση από ότι δείχνουν οι κινήσεις στην χρηματιστηριακή αγορά. Και οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες πληρούν τους στόχους τους για τις μειώσεις NPLs και περάσαν τα stress tests. Επιπλέον, δεν συνδέονται πολύ με την Τουρκία και την Ιταλία, όπως δήλωσαν.

Επίσης, η πτώση των μετοχών τους στο χρηματιστήριο δεν έχει προκαλέσει πτώση των καταθέσεων και οι τιμές τους είναι πιθανό να ανακάμψουν καθώς η επιχειρηματική αισιοδοξία ανεβαίνει και αυξάνεται η απασχόληση. Βραχυπρόθεσμα, η κυβέρνηση επιδιώκει να επεκτείνει την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να αγοράσουν ελληνικά κρατικά ομόλογα για την ενίσχυση της ρευστότητας.

Το 2015, η ΕΚΤ επέβαλε ανώτατο όριο στο ποσό των ελληνικών ομολόγων που μπορούν να διατηρούν οι τράπεζες, το οποίο συνδεόταν με το πόσο των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν οι τράπεζες εκείνη τη στιγμή. Δεδομένου ότι η χώρα είναι εκτός QΕ, το να επιτραπεί στις τράπεζες να αγοράσουν περισσότερα ελληνικά ομόλογα είναι λογικό, και αυτό συζητείται εποικοδομητικά με τους Ευρωπαίους αξιωματούχους.

Μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα επεξεργάζεται το έναν σχέδιο για τις τράπεζες (asset protection scheme) το οποίο θα βοηθήσει στην εκκαθάριση των ισολογισμών τους από τα κόκκινα δάνεια, κάτι που προτιμάται από την λύση της bad bank.

Όπως αποκάλυψαν οι Έλληνες αξιωματούχοι, οι σχετικές λεπτομέρειες θα δοθούν στη δημοσιότητα έως τα Χριστούγεννα. Παράλληλα επεσήμαναν ότι η προσέγγισή τους κάνοντας πολλές μικρές παρεμβάσεις, όπως η ενίσχυση του νομοθετικού πλαισίου, ο πτωχευτικός κώδικας, οι πωλήσεις ενεργητικού και η οικονομική ανάπτυξη, αποτελούν την απάντηση στην ανάγκη ενίσχυσης του τραπεζικού συστήματος, αντί να βασιστούν σε ένα μέτρο όπως η bad bank.

Με πληροφορίες Capital

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης