Στην υστέρηση της ελληνικής οικονομίας, όσον αφορά στην ιδιωτική κατανάλωση, αναφέρεται μεταξύ άλλων, στην τελευταία έκδοσης της ανάλυσής της “7 Ημέρες Οικονομία”, η Eurobank.

Όπως σημειώνεται, «η αρνητική επίδραση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών από τα υψηλά φορολογικά βάρη υπεραντισταθμίζει – προς το παρόν τουλάχιστον – την αντίστοιχη θετική από την αύξηση της απασχόλησης».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Συγκεκριμένα, η ανάλυση παρατηρεί ότι “η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα έπειτα από τη γρήγορη ανάκαμψη που σημείωσε το 4ο τρίμηνο 2015 (είχε προηγηθεί το 3ο τρίμηνο 2015 με την τραπεζική αργία, το δημοψήφισμα, τους κεφαλαιακούς ελέγχους και την υπογραφή του 3ου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής στις 19/8/2015) παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη – με σχετικά μικρές διακυμάνσεις – στα επόμενα τρίμηνα.

Το εν λόγω στοιχείο προκαλεί προβληματισμό καθώς ναι μεν το νέο υπόδειγμα μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να στηρίζεται στις επενδύσεις και τις εξαγωγές ωστόσο, και η συνιστώσα της ιδιωτικής κατανάλωσης θα πρέπει να εισέλθει σε ένα στάδιο ανοδικής πορείας (με τον ρυθμό μεταβολής της να υπολείπεται εκείνον του ΑΕΠ έτσι ώστε μεσοπρόθεσμα να ενισχυθεί το μερίδιο των επενδύσεων)”.

Αναφορικά με τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στο σύνολο του 2017, η Eurobank αναφέρει τα εξής:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η χαμένη ελληνική δεκαετία (σε όρους απολεσθείσας παραγωγής και εισοδήματος), δηλαδή η περίοδος από το τέλος του 2007 μέχρι το τέλος του 2017, ολοκληρώθηκε με ένα έτος ήπιας σχετικά ανάκαμψης.

Η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ, ήτοι ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης, διαμορφώθηκε στο 1,4% από -0,2% το 2016.

Η εν λόγω οικονομική επίδοση αντιστοιχεί σε αύξηση της εγχώριας παραγωγής τελικών αγαθών και υπηρεσιών κατά €2,5 και €3,5 δις σε σταθερές και τρέχουσες τιμές αντίστοιχα.

Υπό το πρίσμα της προσέγγισης της δαπάνης, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2017 προήλθε από τις επενδύσεις παγίων και από τη μεταβολή των αποθεμάτων.

Οι καθαρές εξαγωγές και η δημόσια κατανάλωση είχαν αρνητική συνεισφορά, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε οριακά στάσιμη για 4ο συνεχές έτος (μέση ετήσια μεταβολή 2013-2017 +0,1%).

Είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι η άνοδος των επενδύσεων αποτελεί ένα θετικό σημάδι για την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, ωστόσο η επίδοση της κατανάλωσης προκαλεί προβληματισμό.

Ο χαρακτηρισμός της επίδοσης της ελληνικής οικονομίας το 2017 ως “ήπιας ανάκαμψης” εδράζεται στα παρακάτω ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία:

Ήπιας γιατί ο αντίστοιχος ρυθμός μεγέθυνσης στην Ευρωζώνη και την ΕΕ-28 ήταν κατά 0,9 και 1,0 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ) υψηλότερος. Επί παραδείγματι, η οικονομία της Ισπανίας μεγεθύνθηκε με 3,1% το 2017, της Ολλανδίας με 3,1%, της Αυστρίας με 2,9%, της Πορτογαλίας με 2,7%, της ΕΕ-28 με 2,4%, της Σουηδίας με 2,4%, της Ευρωζώνης με 2,3%, της Γερμανίας με 2,2%, της Δανίας με 2,1%, της Γαλλίας με 1,8%, του Βελγίου με 1,7%, του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) με 1,7% και της Ιταλίας με 1,5%.

Ήπιας γιατί ανεξαρτήτως του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης η ελληνική οικονομία λόγω της πολυετούς ύφεσης έχει τη δυνατότητα να εισέλθει σε ένα στάδιο υψηλής κυκλικής ανάκαμψης στη βραχυχρόνια και στη μεσοπρόθεσμη περίοδο.

Τέλος, ανάκαμψης γιατί το 4ο τρίμηνο 2017 αποτέλεσε το 4ο συνεχές με θετικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης τόσο σε τριμηνιαία όσο και σε ετήσια βάση. Επιπρόσθετα, ο ετήσιος ρυθμός πτώσης του ποσοστού ανεργίας ήταν ο υψηλότερος που έχει καταγραφεί τα 4 τελευταία χρόνια (περίπου -2,0 ΠΜ από -1,4, -1,6 και -1,0 το 2016, 2015 και 2014 αντίστοιχα) και η μέση τιμή (ανά μήνα) του δείκτη οικονομικού κλίματος διαμορφώθηκε σε υψηλό 2 ετών το 2017

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης