Ως το σημαντικότερο πρόβλημα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα καταδεικνύει η Alpha Bank τη μακροχρόνια ανεργία που διαβρώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας.
Στο τελευταίο οικονομικό της δελτίο, η τράπεζα κάνει μνεία στις θετικές ενδείξεις για την ελληνική οικονομία που ωστόσο δεν είναι αρκετές για την αποκατάσταση των προβλημάτων «που προκάλεσε στον κοινωνικό ιστό η μακροχρόνια οικονομική ύφεση» και η οποία αναμένεται να απαιτήσει περισσότερο χρόνο.

Ειδικότερα, όπως παρατηρούν οι αναλυτές της Alpha Bank, στο δεύτερο εξάμηνο του 2017 καταγράφονται ισχυρές ενδείξεις ανακάμψεως της οικονομίας και περαιτέρω πτώση του ποσοστού ανεργίας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας υπεχώρησε περαιτέρω στο 20,6% τον Αύγουστο του 2017, ενώ συνολικά έχει μειωθεί κατά 7,3 εκατοστιαίες μονάδες από το ιστορικά υψηλό του Ιουλίου 2013.
Παράλληλα, η θετική πορεία αναπτύξεως της οικονομίας επιβεβαιώνεται και από διεθνείς οργανισμούς, καθώς σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ, που ανακοινώθηκαν αυτήν την εβδομάδα, το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,4% το 2017 και να επιταχυνθεί στο 2,3% το 2018, ενώ το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να υποχωρήσει στο 21,7% το 2017, από 23,5% το 2016.

Η αποκατάσταση, ωστόσο, των προβλημάτων που προκάλεσε στον κοινωνικό ιστό η μακροχρόνια οικονομική ύφεση, κατά τη διάρκεια της οποίας η χώρας μας κατέγραψε τη μεγαλύτερη πτώση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28 αναμένεται να απαιτήσει περισσότερο χρόνο. Η πτώση του ποσοστού ανεργίας οφείλεται κυρίως στην αύξηση της μερικής και εκ περιτροπής απασχολήσεως, ενώ παράλληλα το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων παρουσιάζει σχετική ακαμψία, διαβρώνοντας το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας.

Στο παρόν δελτίο η τράπεζα διερευνά τη θέση της χώρας μας σήμερα πριν και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως με βάση ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας σε σχέση με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αξιοποιώντας τα στοιχεία που περιέχονται στη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Sustainable Development in the European Union».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ειδικότερα, εξετάζονται το ποσοστό απασχολήσεως, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων, το ποσοστό των νέων εκτός εργασίας, εκπαιδεύσεως ή καταρτίσεως, το ποσοστό της ακούσιας εκ περιτροπής απασχολήσεως, το ποσοστό μη οικονομικά ανενεργών ατόμων λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων και ο αριθμός ατυχημάτων στον χώρο εργασίας.

Α. Το ποσοστό απασχολήσεως συνιστά ουσιαστικό στοιχείο κοινωνικοοικονομικής αναπτύξεως μιας χώρας και προσδιορίζει εν μέρει την οικονομική ευημερία, την κοινωνική ένταξη και την ποιότητα ζωής των πολιτών. Το ποσοστό απασχολήσεως ατόμων ηλικίας 20-64 στην Ελλάδα το 2013 (έτος που παρατηρήθηκε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας ) σε σχέση με το 2009 μειώθηκε κατά 13 εκατοστιαίες μονάδες. Το 2016 ωστόσο παρά τη βελτίωση του ποσοστού (στο 56,2% το 2016 από 52,9% το 2013) παραμένει στο δεύτερο χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τις άλλες χώρες και κατά 14,9 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Β. Το ποσοστό των νέων (ηλικίας 15-29) εκτός εργασίας, εκπαιδεύσεως ή καταρτίσεως ως προς το σύνολο των νέων (NEET: not in employment, education or training). Όταν το ποσοστό αυτό είναι υψηλό υποδηλώνει ότι οι νέοι δεν αποκτούν νέες δεξιότητες και κινδυνεύουν από διάβρωση των ικανοτήτων τους. Ως εκ τούτου, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού ή να βρεθούν εκτός αγοράς εργασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυξάνεται δε, η πιθανότητα της εξαρτήσεώς τους από κοινωνικές παροχές και επιδόματα κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.
Τα υψηλότερα ποσοστά των νέων που δεν εργάζονται ή δεν εκπαιδεύονται εμφανίζονται στις χώρες της Νοτίου Ευρώπης και των Βαλκανίων. Εξαιτίας της οικονομικής κρίσεως, το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα αυξήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη κατά 12,6 εκατοστιαίες μονάδες την περίοδο 2009-2013. Παρά τη βελτίωσή του, σε 22,2% το 2016 από 28,5% το 2013, παραμένει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά σε όλη την Ευρώπη.

Γ. Η μακροχρόνια ανεργία έχει αρνητικές συνέπειες για την κοινωνική συνοχή καθώς συμπιέζει για μακρά χρονική περίοδο τα εισοδήματα των νοικοκυριών, αυξάνοντας συνεπώς τον κίνδυνο φτώχειας ανάλογα με την επάρκεια και την ανθεκτικότητα του κοινωνικού κράτους πρόνοιας κάθε χώρας. Μπορεί, επίσης, να οδηγήσει σε απαξίωση των δεξιοτήτων των ατόμων, παρεμποδίζοντας έτσι στο μέλλον την ικανότητά τους για εύρεση εργασίας, καθώς και την παραγωγικότητά τους, βλάπτοντας εν τέλει την οικονομική ανάπτυξη.

Επιπλέον, το υψηλό ποσοστό μακροχρόνια ανέργων έχει αρνητικές δημοσιονομικές επιπτώσεις λόγω των υψηλότερων κοινωνικών μεταβιβάσεων. Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων στην Ελλάδα ως προς τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, αυξήθηκε δραματικά από 3,9% το 2009 σε 18,5% το 2013, ενώ το 2016 μειώθηκε ελαφρά σε 17%.
Η μακροχρόνια ανεργία είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα σήμερα, καθώς αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Συγκεκριμένα, το 2016, το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας στην Ελλάδα ήταν μεγαλύτερο κατά 13 εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Δ. Το ποσοστό των μη-ενεργών οικονομικά ατόμων λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων στο σύνολο του πληθυσμού, αφορά σε άτομα που είναι εκτός της αγοράς εργασίας επειδή έχουν επωμισθεί τη φροντίδα των εξαρτώμενων μελών ή έχουν αναλάβει άλλες οικογενειακές ή προσωπικές ευθύνες. Ένα υψηλό ποσοστό θα μπορούσε να είναι ένδειξη είτε αδυναμίας του κοινωνικού κράτους, είτε πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων. Σε κάθε περίπτωση, η περιορισμένη διάρκεια εργασιακού βίου συνεπάγεται χαμηλότερη σύνταξη και ως εκ τούτου αυξάνει τον κίνδυνο φτώχειας σε μεγάλη ηλικία.

Το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί στην Ελλάδα την περίοδο της οικονομικής κρίσεως από 7,3% το 2009 στο 4,3% το 2016. Αυτή η προσαρμογή έφερε το ποσοστό της Ελλάδας πλησίον του ευρωπαϊκού μέσου όρου και ερμηνεύεται από το γεγονός ότι η μείωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών στη χώρα, ώθησε έναν αριθμό ατόμων που παραδοσιακά ανήκε στην κατηγορία των μη-ενεργών οικονομικά ατόμων να αναζητήσουν εργασία, προκειμένου να ενισχύσουν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.

Ε. Η ακούσια εκ περιτροπής απασχόληση αφορά σε εργαζόμενους που απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, επειδή δεν μπόρεσαν να βρουν μόνιμη εργασία.

Οι συμβάσεις εκ περιτροπής απασχολήσεως παρέχουν μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, καθώς οι εργοδότες μπορούν και αξιοποιήσουν τη δυνατότητα αυτή για να επιτύχουν καλύτερη προσαρμογή στις διακυμάνσεις της ζητήσεως. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ο κίνδυνος παραμονής των εργαζομένων σε ακούσιες εκ περιτροπής συμβάσεις εργασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, καθώς αυτές οι θέσεις εργασίας συνδέονται με χαμηλότερους μισθούς και δυσμενέστερες προοπτικές επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Το ποσοστό της ακούσιας εκ περιτροπής απασχολήσεως στην Ελλάδα παραμένει πλησίον του ευρωπαϊκού μέσου όρου και κυμαίνεται από 8,7% το 2009 σε 7,5% το 2013 και σε 8,0% το 2016.

ΣΤ. Τέλος, η ασφάλεια στο εργασιακό περιβάλλον αποτελεί προϋπόθεση για αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα τελευταία έτη έχουν σημειωθεί σημαντικά βήματα ώστε να εξασφαλισθεί η απαιτούμενη ασφάλεια, με βάση τα πρότυπα, στο περιβάλλον εργασίας. Ο αριθμός των θανατηφόρων ατυχημάτων ανά 100 χιλιάδες άτομα ηλικίας 25-64 στον χώρο εργασίας στην Ελλάδα είναι χαμηλός, αν και έχει επιδεινωθεί από 0,7 το 2009 στο 1,2 το 2015.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης