Ανταπόκριση από Στρασβούργο – Νίκος Ρούσσης

Μία πολύ ενδιαφέρουσα Πρόταση Ψηφίσματος, για την κατάσταση που επικρατεί στον τομέα της Ενημέρωσης στην Ευρώπη, κατέθεσε η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών του Ευρωκοινοβουλίου, στην οποία διαπιστώνεται ότι «η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης επιδεινώνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, ακόμη και σε ορισμένες από τις πιο ισχυρές δημοκρατίες».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Διαπιστώνεται ακόμη ότι η άσκηση επιρροής στα μέσα ενημέρωσης, η ρητορική μίσους και η παραπληροφόρηση χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο ως εργαλεία για την αύξηση της κοινωνικής πόλωσης, η οποία με τη σειρά της αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης για πολιτικούς σκοπούς.

Ο απώτερος στόχος, όπως αναφέρεται στην Έκθεση, είναι να υποκινήσουν το μίσος κάθε ομάδας, ιδέας ή θεσμού, έτσι ώστε να αποτελέσει τόσο ευαίσθητο ζήτημα για την κοινωνία που οι συναισθηματικές αποκρίσεις να υπερισχύουν έναντι οποιασδήποτε δέσμευσης στους κανόνες ενός δημοκρατικού κράτους που διέπεται από το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Έτσι, συμπεραίνεται, καθίσταται δυνατή η απόκτηση κοινωνικής στήριξης για τις απολυταρχικές κυβερνήσεις. Η άσκηση επιρροής στα μέσα ενημέρωσης, η ρητορική μίσους και η παραπληροφόρηση αποτελούν πλέον τα βασικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία αυταρχικοποίησης, δηλαδή στην εδραίωση της αυταρχικής διακυβέρνησης με παράλληλη διατήρηση του επίσημου προσχήματος των δημοκρατικών εκλογών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Συνεπώς, όπως τονίζει με έμφαση, η Πολωνή ευρωβουλευτής των Χριστιανοδημοκρατών Magdalena Adamowicz, εισηγήτρια της σχετικής έκθεσης, η καταπολέμηση της άσκησης πίεσης στα μέσα ενημέρωσης, της ρητορικής μίσους και της παραπληροφόρησης δεν σχετίζεται μόνο με τον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά αποτελεί επίσης θεμελιώδη παράγοντα για την προάσπιση του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας στην ΕΕ.

Ειδικότερα, στην Πρόταση Ψηφίσματος, σχετικά με την «Ελευθερία και πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης», υπογραμμίζεται ότι, παρά τις διασφαλίσεις της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, η δημοσιογραφία απειλείται όλο και περισσότερο.

Παρόλο που η πανδημία COVID-19 έχει επιδεινώσει τις προϋπάρχουσες απειλές ενάντια στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, έχει επίσης φέρει στο προσκήνιο τη σημασία των μέσων ενημέρωσης και της πρόσβασης σε επαληθευμένες πληροφορίες. Τα ελεύθερα και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης αποδείχθηκε ότι αποτελούν βασική πηγή αξιόπιστων και ζωτικών πληροφοριών, ενώ η δημοσιογραφική δραστηριότητα αποδείχθηκε σημαντική υπηρεσία κατά τη διάρκεια μιας έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία.

Η εισηγήτρια συμμερίζεται την άποψη ότι μια από τις μεγαλύτερες απειλές για την ανεξαρτησία των δημοσιογράφων, σε έναν αυξανόμενο αριθμό χωρών σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι η άσκηση επιρροής στα μέσα ενημέρωσης, μια μορφή ελέγχου των μέσων ενημέρωσης που επιτυγχάνεται μέσω συστηματικών βημάτων από κυβερνήσεις και ισχυρές ομάδες συμφερόντων.

Στο πλαίσιο του αντικτύπου της πανδημίας COVID-19 στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, η εισηγήτρια επισημαίνει ότι η κρίση αποκάλυψε περαιτέρω συστημικές αδυναμίες σε ορισμένες χώρες, και εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι πολλές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν την κατάσταση ως ευκαιρία για την εφαρμογή των νόμων και περιορισμών έκτακτης ανάγκης που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ικανότητα των δημοσιογράφων να ενημερώνουν το κοινό και να καλούν τους έχοντες την εξουσία να λογοδοτήσουν.

Σχετικά τώρα με την «Πολιτική ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης», στην Πρόταση Ψηφίσματος αναφέρεται ότι «σε ορισμένα κράτη μέλη οι δημόσιες ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις αποτελούν πλέον παράδειγμα μονοκομματικής πολιτικής προπαγάνδας, γεμάτης ρητορική μίσους και μεροληπτικό, φιλοκυβερνητικό λόγο, που αποκλείει την αντιπολίτευση και τις μειονοτικές ομάδες από την κοινωνία και ακόμα και υποκινεί τη βία».

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στο θέμα της προστασίας των δημοσιογράφων, όπου τονίζεται ότι, σε εθνικό επίπεδο, στα κράτη μέλη της ΕΕ υπάρχουν ακόμη ελάχιστα ειδικά νομικά πλαίσια ή πλαίσια πολιτικής για τη διασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων των μέσων ενημέρωσης από τη βία, τις απειλές και τον εκφοβισμό. Η ανάγκη για αποτελεσματική προστασία είναι συνεπώς κάτι περισσότερο από πιεστική.

Για τη χρηματοπιστωτική και οικονομική πίεση που ασκείται στα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης αναφέρεται ότι αυτή επιδεινώθηκε περαιτέρω λόγω της οικονομικής κρίσης και των συνεχιζόμενων τεχνολογικών διαταραχών, αλλά και λόγω των καταστροφικών κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων της COVID-19 στον τομέα των μέσων ενημέρωσης.

Μία από τις κύριες αιτίες για την άσκηση πίεσης στα μέσα ενημέρωσης εξακολουθεί να είναι η οικονομική πίεση. Οι τάσεις δείχνουν ότι η αποδυνάμωση της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης και η μείωση των επαγγελματικών προτύπων της δημοσιογραφίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την αυξημένη οικονομική πίεση. Οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας ενδέχεται επίσης να εκθέσουν τους δημοσιογράφους και άλλους παράγοντες των μέσων ενημέρωση σε αθέμιτες πιέσεις με σκοπό την εγκατάλειψη των αποδεκτών δεοντολογικών κανόνων και προτύπως της δημοσιογραφίας. Στο πλαίσιο αυτό, η εισηγήτρια είναι της άποψης ότι η δημιουργία ενός μόνιμου ευρωπαϊκού ταμείου για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία στο πλαίσιο του επόμενου ΠΔΠ (2021-2027), όπως αναδιατυπώθηκε μετά την κρίση COVID-19, είναι πρωταρχικής σημασίας.

Στη σχετική έκθεση υπογραμμίζεται επίσης ότι, παρά την πανταχού παρούσα ρητορική μίσους εντός και εκτός διαδικτύου και την ευρεία χρήση του όρου σε νομικούς, πολιτικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους, εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη συζήτηση σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της και τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Τονίζεται δε με έμφαση ότι το κλίμα της ατιμωρησίας που περιορίζει τις αλληλεπιδράσεις στον ψηφιακό τομέα μεγεθύνει περαιτέρω τις επιβλαβείς δυνατότητες των διαδικτυακών επιθέσεων και της παρενόχλησης.

*Ολόκληρη η κατατεθείσα Πρόταση Ψηφίσματος ΕΔΩ

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης