Όταν η Δημοκρατική γερουσιαστής Χαβάης Τούλσι Γκάμπαρντ εξελέγη για πρώτη φορά στο Κογκρέσο το 2012 με τον Τύπο να την επευφημεί, η βετεράνος του Πολέμου του Ιράκ φάνταζε σίγουρη υποψήφια για την προεδρική κούρσα το 2020.

Ωστόσο, όταν ανακοίνωσε τελικά την πρόθεσή της να είναι υποψήφια, την περασμένη εβδομάδα, δεν είχε την ίδια θετική ανταπόκριση από εκείνους που την είχαν αρχικά υποστηρίξει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αυτό πιθανόν να οφείλεται στο ότι ενώ η αρχική της εικόνα ήταν προοδευτική, πολλοί από τους υποστηρικτές της απογοητεύτηκαν εξαιτίας των συντηρητικών της απόψεων για το ισλάμ και τους πολέμους στο εξωτερικό.

Αρχικά η 37χρονη σήμερα Γκάμπαρντ ενθουσίασε την Αριστερά επειδή μιλούσε έξω από τα δόντια, είχε προοδευτικές απόψεις για την οικονομία και ήταν βετεράνος πολέμου και αντίθετη στις αμερικανικές επεμβάσεις σε τρίτες χώρες. Ήταν επίσης η πρώτη ινδουίστρια μέλος του Κογκρέσου.

Η Νάνσι Πελόζι την είχε χαρακτηρίσει «ανερχόμενο αστέρι», ενώ η Ρέιτσελ Μάντοου του MSNBC προέβλεπε ότι «βρίσκεται σε τροχιά να γίνει πολύ γρήγορα πολύ διάσημη».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μέσα στα επόμενα όμως χρόνια η Γκάμπαρντ άλλαξε πολλές από τις θέσεις της στην εξωτερική πολιτική προκαλώντας οργή στους συμμάχους της. Συντάχθηκε με τους Ρεπουμπλικανούς απαιτώντας ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα να χρησιμοποιεί τον όρο «ακραίο ισλάμ», ήταν το πιο πρόθυμο μέλος του Κογκρέσου να υπερασπιστεί τον Σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ, χαρακτήρισε τον εαυτό της «γεράκι» στο θέμα της τρομοκρατίας.

Υπέρ του Άσαντ και του αλ-Σίσι

Και ο Άσαντ δεν ήταν ο μοναδικός δικτάτορας τον οποίον υποστήριξε η Γκάμπαρντ αφού έχει εκδώσει ανακοίνωση με την οποία εξήρε το “θάρρος και την πυγμή του (ισχυρού άνδρα της Αιγύπτου) Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι επειδή αναμετρήθηκε με την…ακραία ισλαμιστική ιδεολογία” παρότι ο Σίσι ανέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα και αφού σφαγίασε περισσότερους από 800 ειρηνικούς διαδηλωτές μέσα σε μόλις μια ημέρα…

Επιπλέον, οι δημοσιογράφοι κατέγραψαν ανησυχητικές πληροφορίες για διασυνδέσεις της με οργανώσεις κατά της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ—μια μάλιστα από αυτές διευθύνει ο πατέρας της—και με ινδουιστές εθνικιστές που αντιτίθενται στους μουσουλμάνους.

Η ίδια η Γκάμπαρντ υπερασπίζεται τις κατηγορίες που τις προσάπτουν, σε κάποιες περιπτώσεις πείθοντας και σε άλλες όχι.

Για παράδειγμα, φαίνεται ότι έχει ειλικρινώς αλλάξει στάση στα ζητήματα που αφορούν την κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ, υπερασπίζεται την θέση της ως προς την τρομοκρατία και διατείνεται ότι το άνοιγμά της προς την συριακή κυβέρνηση εντάσσεται στις προσπάθειες εξεύρεσης ειρηνικής λύσης στην κρίση. Και ότι ο καλύτερος τρόπος για να ηττηθεί το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία είναι να συνταχθούν οι ΗΠΑ με το καθεστώς του Άσαντ, κάτι το οποίο υποστήριζαν και λιγοστοί αναλυτές της εξωτερικής πολιτικής.

Το 2016 είχε υποστηρίξει τον γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς έναντι της Χίλαρι Κλίντον για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών, κάτι που την απομόνωσε από τους φίλους της στο πολιτικό κατεστημένο.

Το 2020 η Γκάμπαρντ πιθανόν να είναι υποψήφια με μια παρόμοια ατζέντα με εκείνη του Σάντερς σε πολλά θέματα, όπως στην εσωτερική πολιτική. Η ίδια σε συνέντευξή της στο CNN τόνισε ότι κεντρικά της ζητήματα θα είναι η κλιματική αλλαγή και η ποινική δικαιοσύνη.

Οι σχέσεις της με μια επικίνδυνη σέχτα

Για εκείνην πάντως η πολιτική είναι μια οικογενειακή υπόθεση. Η μητέρα της, η Κάρολ Γκάμπαρντ, ήταν μέλος στο Τοπικό Συμβούλιο για την Εκπαίδευση της πολιτείας της Χαβάης, ο πατέρας της, ο Μάικ Γκάμπαρντ, ήταν πολιτικός ακτιβιστής και μέλος του δημοτικού συμβουλίου της Χονολουλού, το οποίο φημίζεται για τον ‘’πόλεμο’’ που διεξάγει εναντίον των ΛΟΑΤΚΙ.

Εξάλλου, είναι ο ιδρυτής της οργάνωσης Stop Promoting Homosexuality (Σταματήστε να Προωθείτε την Ομοφυλοφιλία). Σε συνέντευξή του το 1992 είχε δηλώσει ότι «η ομοφυλοφιλία δεν είναι φυσιολογική, δεν είναι υγιής και είναι κατά τα γραφάς κακή» και είχε αποδώσει την εξάπλωση του AIDS στην κατάργηση των νόμων περί σοδομισμού.

Οι απόψεις του πατέρα της κατά των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ και των αμβλώσεων πήγαζαν προφανώς από το θρησκευτικό του υπόβαθρο: τόσο Καθολικός όσο και μέλος ενός ομιχλώδους παρακλαδίου της σέχτας Χάρε Κρίσνα. Μάλιστα ο αυτοαποκαλούμενος γκουρού και ηγέτης της σέχτας αυτής, ο Κρις Μπάτλερ, είχε κάποτε καταδικάσει την ομοφυλοφιλία υποστηρίζοντας ότι αυτή «οδηγεί σε έναν αυξανόμενο αριθμό Αμερικανίδων που έχουν ως κατοικίδια σκύλους για σεξουαλικούς σκοπούς»…

Η Τούλσι Γκάμπαρντ μεγάλωσε μέσα στο κίνημα του Μπάτλερ και μάλιστα σε συνέντευξή της στο «New Yorker» είχε πει ότι εκείνος πιστώνεται την ινδουιστική της ταυτότητα και είχε δηλώσει «ευγνώμων απέναντί του για το δώρο αυτής της υπέροχης πνευματικής πρακτικής που της χάρισε».

Η πρώτη περίοδος της πολιτικής της καριέρας ήταν επηρεασμένη τόσο από τις απόψεις του Μπάτλερ όσο και από εκείνες του πατέρα της. Εργάστηκε στην οργάνωση του πατέρα της, η οποία υποστήριζε τη χρήση «θεραπείας μεταστροφής» ώστε να κάνουν τα παιδιά ετεροφυλόφιλα.

Κάποτε καταδίκασε τους «ομοφυλόφιλους ακτιβιστές» επειδή «επιχειρούν να επιβάλουν τις αξίες τους στα παιδιά μας μέσα στα σχολεία μας»…

Αναρωτιέται κανείς πως με τόσο συντηρητικές απόψεις (είναι αντίθετη και στις αμβλώσεις), η Γκάμπαρντ ανήκει στο Δημοκρατικό Κόμμα. Η ίδια δίνει ως εξήγηση την εμπειρία που είχε υπηρετώντας το 2004 στο Ιράκ και στο Κουβέιτ.

Αυτό, λέει εκείνη, εξηγεί γιατί το 2012 όταν είχε κάνει εκστρατεία για μια κενή θέση στη Βουλή των Αντιπροσώπων, υπερασπίστηκε τελικά τους γάμους των ομοφύλων και το δικαίωμα στην άμβλωση.

Ένας άλλος διάσημος πολιτικός με καταγωγή από την Χαβάη, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, υποστήριξε την υποψηφιότητά της για το Κογκρέσο. Μετά την νίκη της, της προσφέρθηκε μια από τις πέντε θέσεις αντιπροέδρου της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος, μια ένδειξη της εμπιστοσύνης που της έδειχνε το κόμμα.

Η Τούλσι έμοιαζε να είναι η τέλεια Δημοκρατική, το είδος της πολιτικού που όλοι μέσα στο κόμμα ήθελαν. Και έπειτα…”αυτοπυροβολήθηκε στο πόδι”.

Ενάντια στον Ομπάμα, ενάντια στο κόμμα

Η Γκάμπαρντ έπεσε σε δυσμένεια μέσα στο ίδιο της το κόμμα με έναν περίεργο τρόπο: τα΄βαλε πολλές φορές με την κυβέρνηση Ομπάμα με αφορμή την εξωτερική της πολιτική.

Το 2015 η τρομοκρατία ήταν σαφώς η μεγαλύτερη πρόκληση για την αμερικανική πολιτική. Ο ISIS είχε μόλις σαρώσει το βόρειο Ιράκ και είχε αναλάβει τον έλεγχο της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της χώρας. Η κυβέρνηση Ομπάμα είχε ξεκινήσει έναν νέο πόλεμο στο Ιράκ για να αναχαιτίσει τους τζιχαντιστές. Τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς ένοπλοι που είχαν δηλώσει πίστη στο ΙΚ επιτέθηκαν στο σατιρικό έντυπο Charlie Hebdo στο Παρίσι και σε ένα σούπερ μάρκετ κόσερ προκαλώντας φόβους για ένα παγκόσμιο κύμα τρομοκρατίας.

Οι Ρεπουμπλικανοί κατηγόρησαν τον Ομπάμα. Ένα από τα πιο πολυχρησιμοποιημένα επιχειρήματα των Ρεπουμπλικανών το διάστημα πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές εκείνης της χρονιάς ήταν ότι ο Ομπάμα αρνούνταν να χρησιμοποιήσει την φράση ‘’ακραίο ισλάμ» και ότι η εμμονή του με την πολιτική ορθότητα τον εμπόδιζε να δει τις ρίζες της τζιχαντιστικής βίας: την ισλαμιστική ιδεολογία.

‘’Αυτό που είναι φοβερά απογοητευτικό…είναι ότι η κυβέρνησή μας αρνείται να αναγνωρίσει ποιος είναι ο εχθρός μας», είχε δηλώσει η Γκάμπαρντ τον Ιανουάριο του 2015 σε συνέντευξή της στο CNN.

«Και αν αυτό δεν συμβεί ή μέχρι αυτό να συμβεί θα είναι αδύνατον να υπάρξει μια στρατηγική για να ηττηθεί αυτός ο εχθρός. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτά γίνονται εξαιτίας του ακραίου ισλάμ».

Το πρόβλημα με το επιχείρημα αυτό, σύμφωνα τόσο με την κυβέρνηση Ομπάμα όσο και με τους περισσότερους ειδικούς στην τρομοκρατία, είναι ότι το ‘’ακραίο ισλάμ» είναι ένας πολύ ευρής και ασαφής χαρακτηρισμός. Ο όρος υπονοεί ότι ένοπλοι τζιχαντιστές ανήκουν σε ένα ενιαίο ιδεολογικό κίνημα και όχι σε μια σειρά από γκρουπούσκουλα που συχνά είναι σε πόλεμο μεταξύ τους. Είναι άλλωστε ένας πολύ προσβλητικός χαρακτηρισμός για την μεγάλη πλειονότητα των μουσουλμάνων όλου του κόσμου. Ενδεικτικό είναι ότι η ομάδα αντιτρομοκρατίας του προέδρου Τζορτζ Μπους αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει αυτό τον όρο για αυτούς ακριβώς τους λόγους.

Χορτοφάγος, καλή αθλήτρια και γιογκίνι

Το τέταρτο από πέντε παιδιά, ήταν δύο ετών όταν η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Χαβάη. Η Τούλσι διδάχτηκε στο σπίτι μέχρι και το Γυμνάσιο με εξαίρεση δύο χρόνια που φοίτησε σε ιεραποστολική ακαδημία θηλέων στις Φιλιππίνες. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Hawaii Pacific Διοίκηση Επιχειρήσεων. Στα παιδικά της χρόνια ήταν αριστούχος στις μαχητικές τέχνες και την ενδιέφερε η κηπουρική. Ανάμεσα στα ενδιαφέροντά της είναι το σερφ, ενώ γενικώς είναι πολύ καλή στα αθλήματα. Είναι χορτοφάγος και οπαδός της κάρμα γιόγκα.

Το 2002 παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο και τέσσερα χρόνια μετά πήραν διαζύγιο. Η ίδια επικαλέστηκε ως αιτία διαζυγίου “το στρες που βιώνουν οι σύζυγοι και οι οικογένειες των στρατιωτικών που υπηρετούν σε πολεμικά μέτωπα”. Το 2015 παντρεύτηκε τον δεύτερο σύζυγό της, έναν κινηματογραφιστή.

Στον δρόμο για το προεδρικό χρίσμα δεν θα είναι μόνη της: η γερουσιαστής Μασαχουσέτης Ελίζαμπεθ Γουόρεν ανακοίνωσε στην εκπνοή του περασμένου χρόνου ότι σχημάτισε διερευνητική επιτροπή για την υποψηφιότητά της. Στο στρατόπεδο του κόμματός της, των Δημοκρατικών, αναμένονται και άλλοι υποψήφιοι, ανάμεσά τους οι γερουσιαστές Καμάλα Χάρις, Κόρι Μπούκερ και Κίρστεν Γκίλιμπραντ καθώς και ο πρώην αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ενώ και ο Tζούλιαν Κάστρο, ο πρώην υπουργός Στέγασης επί Μπαράκ Ομπάμα επίσης σχημάτισε διερευνητική επιτροπή τον Δεκέμβριο.

Πηγές: ΑΠΕ, Τhe Vox, The Guardian

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης