Η κατάσταση των ξένων μέσων ενημέρωσης στην Κίνα «επιδεινώθηκε σημαντικά» το 2020 με 18 απελάσεις, άσκηση πολλαπλών πιέσεων, χορήγηση περιορισμένων αδειών εισόδου και περιορισμούς στο όνομα της Covid-19, διαπιστώνει σήμερα η Λέσχη Ξένων Ανταποκριτών της Κίνας (FCCC).

«Για τρίτη διαδοχική χρονιά, ούτε ένας ανταποκριτής δεν δήλωσε ότι οι συνθήκες εργασίας του βελτιώθηκαν» υπογραμμίζει η FCCC στην ετήσια έκθεσή της.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η Κίνα απέλασε το 2020 τουλάχιστον 18 ξένους δημοσιογράφους που εργάζονταν για τις αμερικανικές εφημερίδες New York Times, Wall Street Journal και Washington Post.

Πρόκειται για ένα μέτρο αντιποίνων σε βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες είχαν υποχρεώσει πέρυσι δεκάδες Κινέζους ανταποκριτές να εγκαταλείψουν την αμερικανική επικράτεια.

Πρόκειται «για τη μεγαλύτερη απέλαση ξένων δημοσιογράφων από την εποχή της σφαγής της Τιενανμέν, πριν από περισσότερο από 30 χρόνια», σύμφωνα με τη Λέσχη Ξένων Ανταποκριτών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πάντα ως αντίποινα, η Κίνα δεν χορηγεί πλέον στους ανταποκριτές αμερικανικών μέσων ενημέρωσης δημοσιογραφικές ταυτότητες, οι οποίες τους είναι ωστόσο απαραίτητες για να μπορούν να «ανοίγουν πόρτες».

Οι κινεζικές αρχές συνέχισαν εξάλλου το 2020 να εφαρμόζουν τιμωρητικά μέτρα, όταν ήταν δυσαρεστημένες από την κάλυψη ενός θέματος από κάποιον δημοσιογράφο.

Οι δημοσιογραφικές ταυτότητες τουλάχιστον 13 ανταποκριτών έγιναν διάρκειας έξι μηνών ή λιγότερο, από έναν χρόνο που ήταν κανονικά. Μεταξύ των μέσων ενημέρωσης για τα οποία ίσχυσε το μέτρο αυτό είναι οι New York Times, το BBC, η Globe and Mail, η Le Monde ή η Φωνή της Αμερικής.

Άλλος τύπος πίεσης είναι αυτή που έχει στόχο τους Κινέζους εργαζόμενους σε διεθνή μέσα ενημέρωσης. Ήταν «αυξανόμενη» πέρυσι, με απειλές για μη ανανέωση των αδειών εργασίας.

Συνολικά 59% των ερωτηθέντων δήλωσαν πως οι Κινέζοι συνάδελφοί τους υπέστησαν εκφοβισμούς το 2020 – καταγράφοντας σαφή αύξηση σε σύγκριση με το 2019 (44%).

Μια ακραία περίπτωση είναι αυτή της Χέιζ Φαν, Κινέζας εργαζόμενης στο πρακτορείο ειδήσεων Bloomberg News, η οποία είναι προφυλακισμένη από τον Δεκέμβριο ως ύποπτη για «απειλή εναντίον της εθνικής ασφάλειας».

Ο κορωνοϊός, ο οποίος εμφανίστηκε στη χώρα στα τέλη του 2019, δεν βοήθησε την κατάσταση.

«Η Κίνα χρησιμοποίησε την πανδημία ως ένα νέο μέσο ελέγχου των δημοσιογράφων» καταγγέλλει η FCCC.

Στην έκθεση αναφέρονται περιπτώσεις ανταποκριτών που έκαναν ρεπορτάζ και απειλήθηκαν ότι θα τεθούν σε καραντίνα ή υποχρεώθηκαν να υποβληθούν σε πολλαπλά τεστ ιχνηλάτησης.

Επίσης οι αρχές χορήγησαν το 2020 έναν πολύ μικρό αριθμό αδειών εισόδου στους δημοσιογράφους που επιθυμούσαν να έρθουν ή να επιστρέψουν στην Κίνα, ενώ άλλα επαγγέλματα δεν υποβλήθηκαν σε τέτοιους περιορισμούς.

Είναι δυνατό να μεταβεί κανείς στη Σιντζιάνγκ (βορειοδυτική Κίνα), όπου το Πεκίνο κατηγορείται για μαζικό εγκλεισμό μουσουλμάνων Ουιγούρων, όμως οι δημοσιογράφοι υφίστανται εκεί «ιδιαίτερα έντονη» παρενόχληση, καταγγέλλει η FCCC.

Ανταποκριτές στην Σιντζιάνγκ ακολουθούνταν από αστυνομικούς, υποχρεώθηκαν να σβήσουν δεδομένα από τις συσκευές τους και εμποδίστηκαν να μιλήσουν με ανθρώπους ή να κοιμηθούν σε ξενοδοχεία, υπογραμμίζεται στην έκθεση.

Η μελέτη πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο 2020 και τον Ιανουάριο 2021. Μεταξύ των 220 δημοσιογράφων μελών της FCCC, συνολικά 150 απάντησαν στο πλαίσιο αυτής της μελέτης, δηλαδή περίπου το ένα τρίτο των ξένων ανταποκριτών που είναι παρόντες στην Κίνα.

Ερωτηθείς στη διάρκεια ενημέρωσης των δημοσιογράφων, ο εκπρόσωπος της κινεζικής διπλωματίας Ουάνγκ Ουενμπίν χαρακτήρισε την έκθεση «επηρμένη, κινδυνολογική και χωρίς πραγματική βάση».

Όσο για την FCCC, πρόκειται για μια οργάνωση την οποία το Πεκίνο «ουδέποτε αναγνώρισε», υπενθύμισε ο Ουάνγκ.

Ο ίδιος, διαβεβαιώνοντας ότι η χώρα του είναι ευτυχής που υποδέχεται «δημοσιογράφους από ολόκληρο τον κόσμο», εξήγησε πως η κυβέρνησή του «αντιτίθεται στις ιδεολογικές προκαταλήψεις που έχουν στόχο την Κίνα, στην παραπληροφόρηση με πρόσχημα τη λεγόμενη ελευθερία του Τύπου και στις συμπεριφορές που παραβιάζουν τη δημοσιογραφική δεοντολογία».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης