Σύνταξη-Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Ο ιός μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλούς τρόπους για να επανεισβάλλει στο σώμα κάποιου. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν πρέπει να μας τρομάζουν.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η λέξη επαναμόλυνση φαίνεται να είναι ένας απλός όρος. Είναι κυριολεκτικά «λοίμωξη, ξανά» – μια δεύτερη συνεύρεση με το ίδιο μικρόβιο. Γνωστή από καιρό στην επιστημονική βιβλιογραφία των μολυσματικών ασθενειών, είναι μια λέξη, αρκετά αβλαβής: μια μικροβιακή ηχώ, μια ανοσολογική πράξη επανάληψης.

Αλλά, εξαιτίας της πανδημίας, η επαναμόλυνση έχει μετατραπεί σε σημασιολογικό και επιστημονικό χάος.

Πρόσφατα φορτωμένη με τα συμπτώματα του κορωνοϊού, η επαναμόλυνση έχει πάρει μια πιο τρομακτική μορφή, προβάλλοντας το φάντασμα ατελείωτων κύκλων ασθενειών. Βρίσκεται στο κέντρο των συζητήσεων σχετικά με τα τεστ, την ανοσία και τα εμβόλια.Το νόημά της, είναι μπερδεμένο από δυσοίωνους τίτλους εφημερίδων και έχει παρεξηγηθεί. Όταν ρωτήσει κανείς  τους ανοσολόγους σχετικά με την επαναμόλυνση στο πλαίσιο του κορωνοϊού, πολλοί αναστενάζουν.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στο επίκεντρο κάθε συζήτησης σχετικά με την επαναμόλυνση, βρίσκεται, σε ένα μεγάλο βαθμό ένα άλυτο μυστήριο: εάν οι μολυθέντες, από τον ιό είναι πραγματικά ασφαλείς. Το περασμένο καλοκαίρι ένα ξέσπασμα, φαινομενικά τουλάχιστον περιπτώσεων επαναμόλυνσης, φάνηκε να υπονοεί ότι ο ιός ήταν ισχυρότερος από την ικανότητα του σώματος να προστατευθεί από αυτόν – δηλαδή, ότι η επαναμόλυνση, αν και ασυνήθιστη, θα μπορούσε να καταλήξει σε αποτυχία της άμυνας του σώματος.

Όμως, η μόλυνση είναι ένα παιχνίδι δύο παικτών, και κάθε αλλαγή σε έναν από αυτούς, μπορεί να επηρεάσει τη δυναμική μιας δεύτερης αντιπαράθεσης. Μερικές φορές, το ανοσοποιητικό φρούριο του σώματος μπορεί να εξασθενήσει και να ενδώσει. Επίσης, ένα μικρόβιο μπορεί να αλλάξει την επιφάνεια του, ώστε να μην μπορεί να αναγνωριστεί από τον οικοδεσπότη που κάποτε το πολέμησε – ακόμα κι αν οι άμυνες που δημιουργήθηκαν από την αρχική μόλυνση, εξακολουθούν να είναι υψηλές. Αυτές οι τελευταίες περιπτώσεις θα μπορούσαν να περιγραφούν λιγότερο ως επαναμόλυνση, παρά ως νέα μόλυνση. 

Καθώς ο κορωνοϊός  συνεχίζει να μεταλλάσσεται – μια διαδικασία που επιταχύνεται από τον τεράστιο αριθμό κρουσμάτων που έχει προκαλέσει σε όλο τον κόσμο – περιπτώσεις όπως αυτές ενδέχεται να γίνουν σύντομα μια εντυπωσιακή πραγματικότητα. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2020, υπήρχε μόνο μια ευρέως αναγνωρισμένη παραλλαγή του ιού  – το OG SARS-CoV-2. Πρόσφατα, οι ερευνητές εντόπισαν  αρκετές περιπτώσεις νέων μεταλλάξεων σε άτομα που επέζησαν της αρχικής μόλυνσης. Οι ειδικοί δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε κοινούς όρους για να περιγράψουν αυτά τα περιστατικά ή να τα διακρίνουν από περιπτώσεις στις οποίες η ανοσολογική άμυνα των ανθρώπων είχε απλώς, μειωθεί.

Η διαλεύκανση του τρόπου αλλά και του λόγου για τον οποίο ο κορωνοϊός  επαναπροσβάλλει ορισμένα άτομα είναι απαραίτητη, προκειμένου να αντιμετωπιστεί. Η κατανόηση της επαναμόλυνσης θα επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσουμε εμβόλια και θεραπείες καθώς και πως θα παρακολουθούμε τις κινήσεις του ιού στο μέλλον. Θα μπορούσε να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πόσο ανθεκτική και διαρκής είναι πραγματικά η ανοσία στον κορονοϊό και τα όρια της ικανότητας του ιού να αλλάζει.

Για να κατανοήσουμε την επαναμόλυνση, είναι χρήσιμο να αρχίσουμε πρώτα με την έννοια  μιας απλής λοίμωξης. Όπως εξηγεί η Brianne Barker, ανοσολόγος στο Πανεπιστήμιο Drew, η λοίμωξη αντιπροσωπεύει ουσιαστικά μια αλληλεπίδραση μεταξύ ενός μικροβίου ή ιού και του ξενιστή: Το παθογόνο εγκαθίσταται σε ένα κατάλληλο περιβάλλον, όπου μπορεί να αναπαραχθεί.

Μερικές λοιμώξεις είναι θορυβώδεις. Εκδηλώνονται με τα σημεία και τα συμπτώματα της ασθένειας, είτε επειδή το παθογόνο προκαλεί μεγάλη αναταραχή είτε επειδή το σώμα έχει εξασθενήσει στην προσπάθειά του να εκδιώξει έναν ανεπιθύμητο επισκέπτη. Άλλα μικρόβια είναι σιωπηλά και τόσο διακριτικά, που δεν τα αντιλαμβανόμαστε καν. Οι λοιμώξεις από κορωνοϊό φαίνεται ότι είναι ικανές να διατρέξουν όλο το φάσμα και η κατάσταση μόλυνσης ενός ατόμου δεν μπορεί να μας πει με ακρίβεια εάν είναι σε θέση να μεταδώσει τον ιο. «Μπορεί κάποιος να μολυνθεί χωρίς να είναι μολυσματικός», λέει η Katia Koelle, ιολόγος στο Πανεπιστήμιο Emory.

Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν και  για την επαναμόλυνση. Μια επαναληπτική λοίμωξη δεν θα πρέπει απαραίτητα να έχει τα ίδια συμπτώματα ή το ίδιο επίπεδο μεταδοτικότητας. Στο πιο κλασικό μοτίβο της επαναμόλυνσης, το μικρόβιο (ή ο ιός) είναι ουσιαστικά πανομοιότυπο. Το σώμα μας, με τη μνήμη του για το μικρόβιο, δεν είναι. Αυτό πιθανότατα σημαίνει ότι δεν είμαστε «εντελώς ευαίσθητοι ξανά», λέει η Angela Rasmussen, ιολόγος στο Πανεπιστήμιο Georgetown.

Συνήθως, το δεύτερο ραντεβού ενός ατόμου με ένα παθογόνο θα είναι πολύ πιο ήπιο και θα αποτελέσει λιγότερη απειλή μετάδοσης. Τα ανοσοκύτταρα μπορούν να ενεργοποιήσουν ταχύτερες και ισχυρότερες επιθέσεις. Μερικές φορες, αυτές οι γρήγορες επιθέσεις είναι τόσο ισχυρές που το παθογόνο εκκαθαρίζεται πριν προλάβει καν να εγκατασταθεί πλήρως. Άλλες φορές, οι ανοσολογικές αντιδράσεις είναι πολύ αδύναμες ή αργές για την πλήρη πρόληψη της λοίμωξης, αλλά εξακολουθούν να είναι αρκετά ισχυρές για να αδρανοποιήσουν τον εισβολέα – πριν προκαλέσει σοβαρά συμπτώματα. Οι περισσότεροι άνθρωποι «πιθανότατα έχουν μολυνθεί εκ νέου με πολλούς – ίδιους – ιούς στη ζωή τους και δεν το γνωρίζουν, επειδή δεν αρρώστησαν», λεει η Barker.

Επαναλαμβανόμενες αντιπαραθέσεις με το ίδιο παθογόνο μπορεί επίσης να είναι ευεργετικές. Τα ανοσοκύτταρα συλλέγουν περισσότερες πληροφορίες για τους εισβολείς κάθε φορά που τους συναντούν και ενισχύουν τις δεξιότητές τους για μελλοντικές μάχες. Αυτό αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα του εγχειριδίου της Ανοσολογιας: το σώμα μαθαίνει από την εμπειρία.

Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως, το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να είναι επιρρεπές σε αμνησία. Η μνήμη του σώματος για τον ιό της ιλαράς (ή το εμβόλιο της ιλαράς), για παράδειγμα, φαίνεται να διαρκεί δεκαετίες, ίσως μια ολόκληρη ζωή. Όμως ο ιός της παρωτίτιδας φαίνεται να δημιουργεί λιγότερη μνήμη.

Οι ερευνητές δεν είναι σίγουροι γιατί ορισμένα παθογόνα είναι πιο αξιομνημόνευτα από άλλα, αλλά υπάρχουν υπαινικτικές θεωρίες . Η φύση της αρχικής αντιπαράθεσης, για παράδειγμα, μπορεί να επηρεάσει τις μεταγενέστερες αντιδράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος. Η σοβαρή ασθένεια, μερικές φορές ωθεί το σώμα να λάβει την απειλή πιο σοβαρά και να κλειδώσει τις πληροφορίες σχετικά με αυτήν, μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, μια πολύ βαριά ασθένεια μπορεί να εξουθενώσει τόσο πολύ το σώμα που το ανοσοποιητικό σύστημα  αδυνατεί να σχηματίσει καλή μνήμη του παθογόνου. Ορισμένα παθογόνα ενδέχεται επίσης,  να επηρεάσουν άμεσα τη μακροπρόθεσμη μνήμη των ανοσοκυττάρων. Επίσης, παράγοντες όπως η ηλικία ή το φύλο μπορούν να επηρεάσουν την ισχύ των ανοσολογικών αντιδράσεων.

Ενάντια στους ιούς του αναπνευστικού συστήματος, όπως ο νέος κορωνοϊός, «οι άνθρωποι γενικά έχουν πολύ ισχυρή ανοσοαπόκριση», λέει η Koelle. Με δεδομένα περίπου ενός έτους, οι επιστήμονες δεν μπορούν ακόμη να προβλέψουν με βεβαιότητα πόσο καιρό θα διαρκέσει αυτή η προστασία – αλλά ένα αυξανόμενο σύνολο αποδεικτικών στοιχείων υποδηλώνει κάποια σοβαρή πιθανότητα να ισχύει για διάστημα 6-8 μηνών.

Το περασμένο καλοκαίρι, ερευνητές στο Χονγκ Κονγκ ανέφεραν την πρώτη επιβεβαιωμένη επαναμόλυνση από κορωνοϊό στον κόσμο, περίπου πέντε μήνες μετά την αρχική ασθένεια του ασθενούς. Αλλά ενώ η πρώτη του μόλυνση ήταν σχετικά ήπια, η δεύτερη ήταν εντελ’ως χωρίς συμπτώματα, μια αρκετά απροσδόκητη, ίσως ακόμη και καθησυχαστική, τροχιά. Εκείνη την εποχή, πολλοί ειδικοί διατύπωσαν την άποψη ότι ο ασθενής δεν είχε αρκετά καλή ανοσολογική απόκριση την πρώτη φορά – ότι το σώμα του, σε κάποιο επίπεδο, τον πρόδωσε – καθιστώντας τον ευπρόσβλητο σε επαναλοίμωξη. Έκτοτε, έχουν τεκμηριωθεί δεκάδες παρόμοιες περιπτώσεις ήπιων επαναμολύνσεων και υπάρχουν πολλές άλλες ύποπτες, αλλά ατεκμηρίωτες περιπτώσεις.

Ας εξετάσουμε τώρα το άλλο μέρος σε αυτόν τον αγώνα. Αν και ο κορωνοϊός  μεταλλάσσεται πιο αργά από τους άλλους αναπνευστικούς ιούς, εν τούτοις το κάνει σχετικά γρήγορα. Καμία γενετική αλλαγή δεν μπορεί να καταστήσει έναν ιό αόρατο σε ολόκληρο το ανοσοποιητικό σύστημα, αλλά οι διαδοχικές μεταβολές στην εμφάνιση του ιού μπορούν να τον κάνουν λιγότερο οικείο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι επαναλοιμωξεις, έχουν να κάνουν όχι τόσο με την έλλειψη μνήμης του ανοσοποιητικού, όσο με τη ικανότητα του ιού να μεταμφιέζεται. Όπως, πχ η διαφορά ανάμεσα σε μια ληστεία που έγινε εφικτή λόγω ελαττωματικού  συστήματος ασφαλείας και μιας που πέτυχε επειδή ο διαρρήκτης ήταν κοστουμαρισμένος κατάλληλα και πέραν πάσης υποψίας.

«Από τη σκοπιά του σώματος, ο μεταλλαγμένος ιός μπορεί να εκληφθεί ως ένα εντελώς διαφορετικό παθογόνο», λέει ο C. Brandon Ogbunu, οικολόγος ασθενειών και υπολογιστικός – βιολόγος στο Yale. Τελικά, κάθε μεταλλασσόμενος ιός μπορεί να αλλάξει αρκετά ώστε η νέα ασθένεια που προκαλεί να μην είναι πλέον μια επαναμόλυνση, αλλά μια ξεχωριστή, αν και σχετιζόμενη μόλυνση – δηλαδή, μια συγγενική μόλυνση ή επι-μόλυνση.

Αυτές οι τακτικές αποφυγής – της αντίδρασης του ανοσοποιητικού- φαίνεται πως παίζουν σημαντικό ρόλο στην ενεργοποίηση των κορωνοϊών που προκαλούν τα κοινά κρυολογήματα και εισβάλλουν στον ανθρώπινο πληθυσμό σε τακτική βάση, λέει η Jesse Bloom, εξελικτικός βιολόγος και ιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Washington. Τον Δεκέμβριο, η ομάδα της Bloom παρουσίασε μια μελέτη που περιγράφει λεπτομερώς τον περίπλοκο αγώνα μεταξύ ανθρώπου και μικροβίου: Τα αντισώματα που θα μπορούσαν να καταστρέψουν με επιτυχία μια εκδοχή ενός κορωνοϊού του κοινού κρυολογήματος, κυκλοφορούν στον ανθρώπινο οργανισμό επί χρόνια, αδυνατούν όμως να εξαφανίσουν τους γενετικά επαναπρογραμματισμένους  απογόνους του.

«Έχει νόημα – είναι αυτό που κάνουν οι ιοί», λέει ο Oliver Fregoso, ιολόγος στο UCLA. «Οι ιοί πρέπει να εξελιχθούν με τρόπο που [να τους επιτρέπει] να συνεχίσουν να μολύνουν. Διαφορετικά, θα εξαφανιστούν», προσθέτει.

Κανένα μέρος της επαναμόλυνσης δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Κάθε λοίμωξη, ξένη ή οικεία, σε κάποιο βαθμό, αντανακλά την μάχη μεταξύ του ανοσοποιητικού και της μετάλλαξης του ιού – και τα δύο μπορούν να κάνουν έναν κάποτε γνωστό εχθρό να φαίνεται ξένος. Δυστυχώς, «είναι δύσκολο να αναλύσουμε πόσο ευθύνεται, σε αυτή τη διαδικασία, η αντίδραση του οργανισμού και πόσο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ιού», λέει η Bloom. Η πλειοψηφία των ατόμων που έχουν μολυνθεί από τον κορωνοϊό δεν έχουν την ευκαιρία να υποβληθούν σε μέτρηση της ανοσολογικής τους απόκρισης ή σε γονιδιωματική ανάλυση του ιού, που τους έχει μολύνει, κάτι που θα ήταν ένας σίγουρος τρόπος για να πει κανείς  εάν το παθογόνο έχει μετατραπεί σε κάτι νέο.

Όσο περισσότερο καταλαβαίνουμε το πώς λειτουργούν αυτές οι δυναμικές, τόσο καλύτερα εξοπλισμένοι θα είμαστε στον χειρισμό τους – και θα δώσουμε στο σώμα μας το πλεονέκτημα, στην μάχη. «Πρέπει να είμαστε σε θέση να διευκρινίσουμε πότε και γιατί τα πράγματα δεν πάνε σωστά», λέει ο Ogbunu. Οι επιστήμονες θα μπορέσουν έτσι, να είναι σε θέση να προσαρμόσουν αποτελεσματικότερα τις θεραπείες, Για παράδειγμα, να δημιουργήσουν τις πιο κατάλληλες – για άτομα με ασθενέστερο ανοσοποιητικό σύστημα – ή άλλες  επικεντρωμένες στην αποτροπή μόλυνσης από ορισμένες μεταλλάξεις του ιού. Οι ίδιες πληροφορίες θα μπορούσαν να κατευθύνουν την παραγωγή και τη διανομή εμβολίων, τα οποία θα μπορούσαν να αναδιαμορφωθούν για να αντιμετωπίσουν τις νέες μεταλλάξεις. Μια τέτοια διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει σε πολλά εργαστήρια σε όλο τον κόσμο.

Η κατανόηση της ρίζας των περισσότερων επαναμολύνσεων από τον κορωνοϊό, σχετίζεται με την ιεράρχηση του περιεχομένου του εγχειριδίου της πανδημίας: η ενίσχυση της άμυνας μας ή το χτύπημα του ιού σκληρά με την καλύτερη επίθεση που διαθέτουμε.

Η Sarah Cobey, ανοσολόγος στο Πανεπιστήμιο του Chicago, λέει ότι η εμπειρία που απέκτησε το προηγούμενο έτος, δεν έχει κλονίσει την πίστη της στο ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα. Μερικά άτομα αρρώστησαν σοβαρά τη δεύτερη φορά που μολύνθηκαν, λίγα από αυτά ακόμη πιο σοβαρά από ότι την πρώτη φορά. Αλλά η αποτυχημένη ή παρεκκλίνουσα ανοσία στον κορωνοϊό είναι απίθανο να γίνει ο κανόνας. «Οι περισσότερες από τις επαναμολύνσεις που θα τεκμηριώσουμε στο μέλλον θα περιλαμβάνουν πιθανώς τον ιό σε μια νέα και ξένη μορφή», λέει η Cobey, παρά «κάτι περίεργο που συμβαίνει με την ανοσοποιητική μνήμη», προσθέτει.

Κατά πολλούς τρόπους, η επαναμόλυνση από διαφοροποιημένες εκδοχές του κορωνοϊού είναι  ευκολότερη στην αντιμετώπιση της. Είναι αναμενόμενη/ανιχνεύσιμη με τεστ και γονιδιωματική παρακολούθηση και είναι αναχαιτίσιμη, με μέτρα που εμποδίζουν τον ιό να εξαπλωθεί και να παραμείνει, επί μακρόν, στους ξενιστές.

Είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι, καμία από τις μεταλλάξεις δεν φαίνεται να είναι ικανή να αποφύγει εντελώς μια προϋπάρχουσα τυπική ανοσολογική απόκριση στον τύπο OG του ιού που είναι ο πιο κοινός ή σε ένα εμβόλιο που βασίζεται σε αυτόν – κάτι το οποίο είναι επίσης πολύ καλά νέα. Είναι μια υπόδειξη ότι, σε γενικές γραμμές, το ανοσοποιητικό μας σύστημα λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Τα εμβόλια που έχουμε αναπτύξει για να μας προστατεύσουν από τον κορωνοϊό  θα συνεχίσουν να εξαλείφουν τους κινδύνους να αρρωστήσουμε σοβαρά από ιό και οι κατασκευαστές εμβολίων ήδη επικαιροποιούν τις προδιαγραφές τους, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες μεταλλάξεις. Άτομα που θα επαναμολυνθούν από μεταλλαγμένο στέλεχος του ιού, μετά από μια πρώτη νόσηση, πιθανότατα θα εμφανίσουν πιο ήπια συμπτώματα τη δεύτερη φορά, ή δεν θα νοσήσουν καθόλου. Οι περιπτώσεις, όμως ατόμων που δεν έχουν εμβολιαστεί και έχουν επιμολυνθεί από το ίδιο στέλεχος αρκετές φορές, μπορεί να προδικάζουν, λιγότερο ρόδινο μέλλον.

Ο κορωνοϊός είναι πολύ πιθανό εδώ για να μείνει, ακόμα και μετά την επίσημη λήξη της πανδημίας. Θα συνεχίσει να έχει ευκαιρίες να εξελιχθεί, στις μυριάδες μορφές του, θα επισκεφτεί πολλούς από εμάς ξανά και ξανά. «Οι επαναλοιμώξεις είναι πιθανώς κάτι που πρέπει να συνηθίσουμε», λέει η Barker. Όμως, ο ιός και ο άνθρωπος θα εξοικειωθούν ο ένας με τον άλλον, φτάνοντας σε κάτι σαν συμφωνία ειρηνικής συνύπαρξης. Η ανοσία θα χτιστεί με την πάροδο του χρόνου, σαν προστατευτικό ανάχωμα.

Η ύπαρξη αυτής της πραγματικότητας απαιτεί επαγρύπνηση εκ μέρους μας. Εάν οι επαναλοιμώξεις μας λένε κάτι, είναι ότι όσο λιγότερο μεταλλάσσεται ο ιός, τόσο περισσότερο θα είμαστε σε θέση να προστατευτούμε από αυτόν. Οι ιοί δεν μπορούν να αναπαραχθούν και να εξελιχθούν όταν δεν μπορούν να βρουν ξενιστές και γνωρίζουμε από καιρό πώς να κόψουμε καλύτερα τους δρόμους που τους αρέσει να ταξιδεύουν για να εισβάλουν στο σώμα μας. Για να διασφαλίσουμε το μέλλον μας, ίσως θα ήταν σοφό να μάθουμε από το παρελθόν μας. Ίσως το ανοσοποιητικό μας σύστημα και ο ιός, να μπορέσουν τελικά, να αναπτύξουν μια – κάποιου είδους – σχέση.
 

Πηγή: The Atlantic 

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης