Του Κώστα Μπετινάκη

Η Ουάσινγκτον επιβεβαίωσε ότι η απόφασή της να αποσυρθεί από τη συμφωνία για τα πυρηνικά μέσου βεληνεκούς είναι οριστική και το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι η Μόσχα θα λάβει αντίμετρα, εάν οι επικίνδυνοι αμερικανικοί πύραυλοι εγκατασταθούν στην Ευρώπη.

«Η Ουάσινγκτον έχει ανακοινώσει δημόσια τα σχέδιά της να αποσυρθεί από τη συμφωνία για τους πυρηνικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς (INF) από τον Οκτώβριο. Μέσω υψηλόβαθμων διμερών διαύλων επιβεβαιώθηκε πως η απόφαση είναι τελική κι όχι απόπειρα εκμαίευσης διαλόγου» δήλωσε ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Sergey Ryabkov στην εφημερίδα «Kommersant».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Ρώσος υφυπουργός είπε επίσης ότι «η Μόσχα θα απαντήσει αποτελεσματικά εάν οι ΗΠΑ αποπειραθούν να αναπτύξουν πυρηνικούς πυραύλους μικρού και μέσου βεληνεκούς στην Ευρώπη».

«Θα εξαναγκαστούμε να λάβουμε τα απαραίτητα αποτελεσματικά αντίμετρα. Θα ήθελα να προειδοποιήσω να μη σπρώξουν σε καταστάσεις που θα οδηγήσουν σε έκρηξη με νέα πυραυλική κρίση. Είμαι πεπεισμένος πως οποιαδήποτε σώφρων χώρα θα ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο. Η Ρωσία ουδένα απειλεί, αλλά διαθέτει την απαραίτητη δύναμη και μέσα για να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε επιτιθέμενο» δήλωσε ο Ryabkov.

Τι είχε προηγηθεί

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τον περασμένο Οκτώβριο ο πρόεδρος Τραμπ είχε προειδοποιήσει πως η Ουάσινγκτον σχεδίαζε τη μονομερή αποχώρηση από τη διεθνή συνθήκη INF, «επειδή η Μόσχα δεν τηρεί τους όρους της συνθήκης». Επίσης, ο Αμερικανός ηγέτης είχε υποσχεθεί ότι η χώρα του «θα συνεχίσει να ενισχύει το πυρηνικό της οπλοστάσιο, έως ότου η Ρωσία και η Κίνα έρθουν στα λογικά τους».

Στις αρχές του μήνα, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο είχε ανακοινώσει ότι η Ουάσινγκτον «θα αναστείλει τις υποχρεώσεις της στη συνθήκη εντός 60 ημερών, εάν η Ρωσία δεν τηρεί τους όρους της».

Η υπογραφή της συνθήκης στις 8 Δεκεμβρίου 1987, ανάμεσα στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν και τον ηγέτη της Σοβιετικής (τότε ακόμη) Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, είχε θεωρηθεί ορόσημο για τον τερματισμό του αγώνα πυραυλικών εξοπλισμών ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΣΔ.

Τη συνθήκη είχε επικυρώσει η αμερικανική Γερουσία στις 27 Μαΐου 1988 και είχε τεθεί σε ισχύ την 1η Ιουνίου 1988.

Τα οπλικά αυτά συστήματα μέσου βεληνεκούς, ακτίνας δράσης 500-5.500 χιλιομέτρων, είχαν τεθεί υπό απαγόρευση και καταστράφηκαν βάσει της συνθήκης INF.

Αποτέλεσμα ήταν να καταστραφούν τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την ΕΣΣΔ 2.692 πύραυλοι μικρού και μέσου βεληνεκούς έως την 1η Ιουνίου 1991, όπως πρόβλεπε η συμφωνία.

Τι κρύβεται πίσω από την απόφαση

Οι σχολιαστές επισημαίνουν ότι η αμερικανική οικονομία βασίζεται στη στρατιωτικο-βιομηχανική στήριξη. Αυτό σημαίνει πως κάθε συμφωνία περιορισμού κατασκευής όπλων πλήττει τη βάση του οικονομικού συστήματος των ΗΠΑ.

Η απόφαση του προέδρου Τραμπ για την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία INF αποτελεί ακόμη μία κίνηση της Ουάσινγκτον να καταργήσει ειρηνευτικές συμφωνίες που είχαν επιτευχθεί έπειτα από πιέσεις πολλών χρόνων με στόχο να υπάρχει έλεγχος στους εξοπλισμούς.

Ακολουθεί, δε, τη μονομερή απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους (ABM) το 2002, που είχε αποφασίσει ο επίσης ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Τζορτζ W. Μπους.

Η κατάργηση των συνθηκών αυτών, σε συνδυασμό με την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς τα περασμένα 10 χρόνια, σημαίνει πως άμεσος στόχος παραμένει η Ρωσία, με επιθετική δυνατότητα να πληγεί η ρωσική ενδοχώρα και πέραν αυτής.

Τόσο η Μόσχα όσο και το Πεκίνο υποστηρίζουν πως οι αμερικανικές αυτές κινήσεις υπονομεύουν τη στρατηγική ισορροπία και προκαλούν την εξαπόλυση νέου αγώνα δρόμου εξοπλισμών που θυμίζουν εποχές του Ψυχρού Πολέμου.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης