Τα πάνω- κάτω έχουν έρθει τις  τελευταίες μέρες στα αυστραλιανά Μέσα Ενημέρωσης. Πολλοί είναι εκείνοι που κάνουν λόγο για την αρχή του τέλους των εφημερίδων.

Η αρχή έγινε με την απόφαση της διεύθυνσης της εταιρείας Fairfax, του δεύτερου μεγαλύτερου και αρχαιότερου δημοσιογραφικού οργανισμού της Αυστραλίας, να μειώσει δραστικά το συντακτικό προσωπικό της, να κλείσει δύο από τα μεγαλύτερα τυπογραφεία της σε Σίδνεϊ και Μελβούρνη και να μικρύνει το σχήμα των εφημερίδων της.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η συνεχιζόμενη πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων, που εκδίδει ο οργανισμός Fairfax, σε σχέση με την κάθετη πτώση των εσόδων από τις μικρές αγγελίες και τις διαφημίσεις, ανάγκασε την εταιρεία να προβεί σε σειρά πρωτοφανών αλλαγών για να μπορέσει να επιζήσει στο άκρως ανταγωνιστικό κόσμο της ηλεκτρονικής ενημέρωσης.

Η διεύθυνση της εταιρείας Fairfax, που άρχισε να εκδίδει εφημερίδες στην Αυστραλία πριν 180 χρόνια, αποφάσισε να μειώσει το προσωπικό της κατά 1900 άτομα, να κλείσει το 2014 το μεγάλο τυπογραφείο στο Tullamarine της Μελβούρνης, που άρχισε να λειτουργεί μόλις το 2003, καθώς και το τυπογραφείο στο Chulora του Σίδνεϊ.

Παράλληλα, θα μικρύνει, από τον Μάρτιο του 2013, και το μεγάλο μέγεθος των εφημερίδων της «The Age» και «Sydney Morning Herald», που για δύο σχεδόν αιώνες ήταν το σήμα κατατεθέν της εταιρείας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Από το σύνολο των 1.900 εργαζομένων που θα απολυθούν σταδιακά τα επόμενα τρία χρόνια, το 20% θα είναι δημοσιογράφοι του συγκροτήματος και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στα τυπογραφεία και σε άλλους τομείς της επιχείρησης.

Στόχος της εταιρείας είναι να στραφεί μελλοντικά αποκλειστικά στην ηλεκτρονική ενημέρωση ενώ σύντομα, όσοι επισκέπτονται τις ηλεκτρονικές εκδόσεις της, για να ενημερωθούν, θα πρέπει να πληρώνουν.

Κατά των προτεινόμενων αλλαγών στράφηκε τόσο το συνδικάτο των δημοσιογράφων όσο και αυτό των τυπογράφων, με το πρώτο να ισχυρίζεται ότι πλήττεται το κύρος και η ποιότητα της ενημέρωσης και το δεύτερο να κατηγορεί την διεύθυνση της εταιρείας Fairfax ότι παραβίασε την ισχύουσα εργασιακή νομοθεσία, η οποία και προβλέπει ότι πριν οποιαδήποτε απόφαση που αφορά τους τυπογράφους θα έπρεπε πρώτα να συζητείται με το συνδικαλιστικό τους όργανο, κάτι που δεν έγινε στην προκειμένη περίπτωση.

Αναφερόμενος στο θέμα, ο διευθυντής του δημοσιογραφικού οργανισμού, Γκρέγκ Χέιγουντ (Greg Hywood) δήλωσε ότι οι αλλαγές στις τρεις μεγάλες εφημερίδες του συγκροτήματος, δηλαδή στη «The Age», «Sydney Morning Herald» και «Financial Times», σε σχέση με την μείωση του προσωπικού και το κλείσιμο το τυπογραφείων, θα εξοικονομήσουν στην εταιρεία το ποσό των 250 εκατομμυρίων το χρόνο.
Ο ίδιος τόνισε ότι οι περικοπές των δαπανών και η στροφή του συγκροτήματος στην διαδικτυακή ηλεκτρονική ενημέρωση επιβλήθηκαν ουσιαστικά από τις αλλαγές που συντελούνται τα τελευταία χρόνια σε ολόκληρο τον κόσμο στον τομέα των επικοινωνιών.

«Συνέβη και εδώ ότι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στις εφημερίδες ολόκληρου του κόσμου που οι αναγνώστες και διαφημιστές μετανάστευσαν ομαδικά στην ηλεκτρονική ενημέρωση», είπε ο κ. Χέιγουντ.

«Για πρώτη φορά στην ιστορία του το συγκρότημά μας», τόνισε, «τα έσοδα της εταιρείας δεν θα προέρχονται από τις μικρές αγγελίες που αποτελούσαν για 180 χρόνια την οικονομική ραχοκοκαλιά των εφημερίδων μας».

Τον ίδιο καιρό, αλλαγές, προς την ίδια κατεύθυνση, προγραμματίζει να κάνει και το γνωστό συγκρότημα News Limited, του μεγιστάνα Ρούπερτ Μέρντοκ, που εκδίδει τις εφημερίδες «The Australian» και «Herald Sun» και αναμένεται αυτές τις μέρες να τις ανακοινώσει.
Σσύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, θα αφορούν την απόλυση 1000 εργαζομένων οι μισοί από τους οποίους θα είναι δημοσιογράφοι.

Η News Limited απασχολεί συνολικά γύρω στους τρεις χιλιάδες δημοσιογράφους.
Η ίδια εταιρεία ανακοίνωσε σήμερα ότι προσφέρει 1.9 δισεκατομμύρια δολάρια για να εξασφαλίσει το 50% των μετοχών της συνδρομητικής πλατφόρμας της Foxtel.

Η News Limited διαθέτει ήδη το 25% των μετοχών και θέλει να εξασφαλίσει το άλλο 25% των μετοχών από τον Τζέιμς Πάκερ που εγκαταλείπει τα μέσα ενημέρωσης και επικεντρώνεται στα καζίνο! Στο μεταξύ και ενώ το συγκρότημα Fairfax βρίσκεται σε μια μεταβατική περίοδο, η Gina Rinehart, η πλουσιότερη γυναίκα του κόσμου, αύξησε το μετοχικό της κεφάλαιο στην εταιρεία από 13 σε 20%.

Πολιτικοί παρατηρητές επισημαίνουν ότι στόχος της Gina Rinehart (Τζίνα Ράινχαρτ) είναι να διορίσει δύο ή τρεις δικούς της ανθρώπους στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας προκειμένου να αποκτήσει πολιτική επιρροή.

Σχολιάζοντας τις προσπάθειες της πλουσιότερης γυναίκας της Αυστραλίας, ο ομοσπονδιακός υπουργός Επικοινωνιών, Στέφαν Κονρόι, την προειδοποίησε να μην προσπαθήσει να επηρεάσει τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία του συγκροτήματος Fairfax με τον διορισμό δικών της ανθρώπων στο Διοικητικό Συμβούλιο.

Τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι η Τζίνα Ράινχαρτ ζήτησε να της επιτραπεί να διορίσει τις εκπροσώπους της στο Συμβούλιο.
Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό των μετοχών που έχει της παρέχει το δικαίωμα να διορίσει δικούς της ανθρώπους στο Συμβούλιο της εταιρείας, τόνισε ο υπουργός Επικοινωνιών, θέλω να πιστεύω ότι η Τζίνα Ράινχαρτ θα σεβαστεί τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία του συγκροτήματος Fairfax.

Εξάλλου και ο υπουργός Οικονομικών, Γουέιν Σουάν, δήλωσε ότι είναι επικίνδυνο για την ίδια την δημοκρατία αν το συγκρότημα Φέρφαξ τεθεί υπό τον έλεγχο της κας Rinehart που βρίσκεται σε «πόλεμο» με την κυβέρνηση για την φορολόγηση του ορυκτού πλούτου.

Επιμέλεια: Μίτση Σκέντζου

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης