Γιώργος Αρκουλής

Έχοντας μπροστά μου να οδηγήσω μπόλικα χιλιόμετρα χθες το μεσημέρι, άνοιξα το ραδιόφωνο σε έναν από τους (υποτίθεται) σοβαρούς σταθμούς που παίζουν μόνο ελληνικό τραγούδι. Μολονότι το έχω υποστεί αρκετές φορές, ιδού που το ξανάπαθα. Δηλαδή να εκνευριστώ με κάποια ‘ντεσού’ που ένας απρόσεκτος (ή αδιάφορος) ακροατής δεν θα τα είχε παρατηρήσει. Η πρώτη ενόχληση ήρθε από την υπερβολική προβολή νεαρής τραγουδίστριας με μπαμπά ηθοποιό, σίγουρα προικισμπένη με καλή φωνή και ταμπεραμέντο, αλλά όχι σε βαθμό να εκτοπίζει τους πάντες στις επιλογές των ραδιοφωνικών σταθμών. Προφανώς θα έχει μετοχές στο εν λόγω ραδιόφωνο σκέφτηκα, αφού μέσα σε δεκαπέντε λεπτά της ώρας, ακούστηκαν τρία τραγούδια της, και τής έγινε διαφήμιση για την παράσταση που δίνει κάθε Σ/Κ σε γνωστό κέντρο. Θα μου πείτε, είναι ταλέντο. Παίζοντας πριν λίγα χρόνια σε παράσταση για την Πιαφ στο Εθνικό θέατρο δημιούργησε ρεκόρ προέλευσης και εισπράξεων, αλλά αυτό δεν συγκρίνεται με την ραδιοφωνική λίστα. Και η Πέγκυ Ζήνα έχει καλή φωνή (και είναι και πολύ καλός χαρακτήρας – όπως μου έχει πει ο Τριανταφυλλόπουλος), όμως δεν διαπιστώνω να την παίζουν. Φοβάμαι πως η συγκεκριμένη νεαρή που με απασχολεί σήμερα, τραγουδώντας πλέον τα πάντα (μέχρι την ασήμαντη «βαλίτσα» της Μάγιας Μελάγια ακούσαμε χθες…) σύντομα θα «καεί». Δεν την συμφέρει τόση προβολή, ειδικά όταν στο ρεπερτόριό της το 90% ανήκουν επιτυχίες που έχουν μείνει στη μνήμη μας με τις μαγικές φωνές των πρώτων εκτελέσων εδώ και κάποιες δεκαετίες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μοναδικό ελαφρυντικό, το ότι κάποτε γράφονταν εκατό πολύ καλά τραγούδια τον χρόνο και σήμερα ένα (και αν!) κάθε μήνα…

Και όταν, επιτέλους, πίστεψα πως ξεμπέρδεψα με τον εκνευρισμό μου, καθώς  ακούστηκε η εισαγωγή από το θεϊκό «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» του Θεοδωράκη σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη, που μπήκε στο μουσικό μας DNA με την μαγική φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Για μια στιγμή μόνο. Γιατί, με το που ξεκίνησε το πρώτο κουπλέ (‘μικρά κι’ ανήλιαγα στενά…’) νάτη η λίγο ψευδή φωνή ενός νεαρού, ο οποίος τολμούσε να αγγίξει ένα αγιασμένο τραγούδι. Φυσικά ο ίδιος ο ερμηνευτής μπορεί να διαθέτει άγνοια κινδύνου (ή να πιστεύει πως είναι ισάξιος του ‘σερ’) όταν βγαίνει στην αγορά να ‘συγκριθεί’ με θηρίο της δισκογραφίας. Εκείνοι, όμως που αποφασίζουν να «τον παίξουν», γιατί το κάνουν; Προφανώς θα μου απαντούσε κάποιος αρμόδιος ότι «η εποχή προχωράει». Σύμφωνοι, μόνο που μ’ αυτά και μ’ αυτά, το χρυσάφι θα το μετατρέψουμε σε μπακίρι… 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης