Πράσινο φως ανάβει ο Άρειος Πάγος στη χρησιμοποίηση ενώπιον των δικαστηρίων βίντεο ή καταγεγραμμένων συνομιλιών που αποδεικνύουν τη δωροδοκία δημοσίου υπαλλήλου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σχεδόν έναν χρόνο μετά το βίντεο στο οποίο εμφανίζεται ο γνώριμος της «Ζούγκλας» Χάρης Τομπούλογλου, πρώην διοικητής του «Παίδων», να βάζει στην τσέπη μίζα μέσα σε έναν κίτρινο φάκελο, οι αρεοπαγίτες αποφαίνονται πως είναι νόμιμη η καταγραφή της παράνομης δοσοληψίας, η οποία έγινε κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων.
 

Πράσινο φως στη χρησιμοποίηση βίντεο ή καταγεγραμμένων συνομιλιών που αποδεικνύουν τη δωροδοκία δημοσίου υπαλλήλου
Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, όταν από την καταγραφή αυτή αποδεικνύεται η παθητική δωροδοκία (μίζα) του δημοσίου υπαλλήλου μπορεί να λαμβάνεται υπ’ όψιν από το δικαστήριο. Έτσι, θεωρείται ως παραδεκτή η χρησιμοποίηση και η αξιολόγηση του υλικού που έχει αποτυπωθεί σε μαγνητόφωνα, ψηφιακούς δίσκους, κάμερα κ.λπ.

Η απόφαση αυτή έρχεται, πάντως, σε μια χρονική στιγμή που οι καταγγελίες για χρηματισμό δημοσίων λειτουργών πληθαίνουν, ωστόσο οι υποθέσεις παρέμειναν στο συρτάρι, αφού προσέκρουαν πάντα στον σκόπελο της παράνομης καταγραφής.

Δεν ήταν λίγες οι φορές, μάλιστα, που τα δικαστήρια, αντί να κοιτούν το δάσος, έβλεπαν το δέντρο τιμωρώντας ακόμη και δημοσιογράφους που, στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν και να τεκμηριώσουν τις καταγγελίες που είχαν στα χέρια τους, δημοσίευαν το οπτικοακουστικό υλικό.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η «Ζούγκλα» πλήρωσε πολλές φορές το τίμημα των αποκαλύψεων για δεκάδες πρόσωπα που παρανόμησαν, εκμεταλλευόμενα τις υψηλόβαθμες και νευραλγικές θέσεις στον δημόσιο τομέα, την ώρα που ο δημοσιογράφος ξένου ΜΜΕ μπορούσε να υποστηρίζει το ρεπορτάζ του με καταγεγραμμένο υλικό. Οι λειτουργοί εφαρμόζοντας στενά το γράμμα του νόμου έκλειναν τα μάτια μπροστά σε τέτοιες υποθέσεις, παραβλέποντας ταυτόχρονα τους λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθώς ο νομοθέτης είχε απαγορεύσει τη δημοσιοποίηση τέτοιων στοιχείων, προειδοποιώντας με ποινικές κυρώσεις.

Να σημειωθεί ότι η σημαντικότατη αυτή απόφαση των αρεοπαγιτών συνδέεται μόνο με πράξεις δωροδοκίας δημοσίων λειτουργών. Παραμένουν στο απυρόβλητο τυχόν σκοτεινές δοσοληψίες με πρωταγωνιστές πρόσωπα τoυ πολιτικού βίου που στο παρελθόν έτυχαν ειδικής μεταχείρισης και συνέχισαν την πορεία τους σε καθεστώς ατιμωρησίας, βάσει νομοθετημάτων και συνταγματικών διατάξεων του νυν αντιπροέδρου της κυβέρνησης που σοφίστηκε -σε παγκόσμια πρωτοτυπία- την αυτοπροστασία και φίμωση των «αντιπάλων» (δημοσιογράφων).

Πώς ο Άρειος Πάγος δικαίωσε την κρυφή κάμερα;

Όπως επισημαίνεται στην απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου, η απαγόρευση που προβλέπει το Σύνταγμα για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου «δεν περιλαμβάνει και τις πράξεις ή εκδηλώσεις προσώπων, οι οποίες ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον χρόνο που γίνονται, δεν ανάγονται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής τους, αλλά πραγματοποιούνται στo πλαίσιo των ανατιθεμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεση τούτων, η οποία ως εκ της φύσεως και του είδους των εκπληρουμένων καθηκόντων υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική».

Παράλληλα, σημειώνουν οι δικαστές, από το ποινικό νομοθετικό πλαίσιο «σαφώς συνάγεται ότι η καταγραφή ιδιωτικής συνομιλίας με τεχνικά μέσα σε ψηφιακό δίσκο, ο οποίος αποτελεί αυτοτελές αποδεικτικό μέσο και δη έγγραφο, παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης, έστω και αν αυτό περιέχει και στηρίχθηκε σε αθέμιτη μαγνητοσκόπηση με τεχνικά μέσα εκδηλώσεων του κατηγορουμένου, που πραγματοποιήθηκαν, όμως, στα πλαίσια των ανατιθεμένων σ` αυτόν υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεσή τους, η οποία υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική».

Αφορμή ήταν η περίπτωση υπαλλήλου Πολεοδομίας που πήρε «φακελάκι» 55.000 ευρώ μαζί με άλλα δύο πρόσωπα για την έγκριση συντελεστή δόμησης. Οι συνομιλίες για το ποσό της μίζας είχαν καταγραφεί με τα ειδικά μηχανήματα ύστερα από την καταγγελία του πολίτη από τον οποίο ζητήθηκαν τα χρήματα. Ο υπάλληλος της Πολεοδομίας κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας και οι άλλοι δύο για το αδίκημα της άμεσης συνέργειας στη δωροδοκία.

Όπως αποδείχθηκε, ο δημόσιος υπάλληλος της Πολεοδομίας ζήτησε αρχικά το ποσό των 75.000 ευρώ και έλαβε απ’ αυτόν 55.000 ευρώ, «κατά παράβαση των καθηκόντων του, προκειμένου να προβεί σε ενέργειες που ανάγονται στα καθήκοντά του, δηλαδή να εγκρίνει τη μεταφορά του συντελεστή δομήσεως και να εκδώσει οικοδομική άδεια για το ακίνητο του μηνυτή», ενώ οι δύο άλλοι εμπλεκόμενοι (ο ένας ήταν πολιτικός μηχανικός και ο άλλος είχε στην κυριότητά του ονομαστικούς τίτλους δικαιώματος μεταφοράς συντελεστή δομήσεως) παρείχαν άμεση συνδρομή στον δημόσιο υπάλληλο που διέπραξε την αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης