Την πεποίθηση ότι οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας είναι και θα παραμείνουν αρραγείς, διατυπώνει ο μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, ο οποίος επισημαίνει παράλληλα ότι έχει ανοίξει διάλογος για το ζήτημα των θρησκευτικών.

Μιλώντας στον «Ταχυδρόμο», ο κ. Ιγνάτιος τονίζει ότι παραμένουν αδιατάρακτοι οι δεσμοί με τον μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, μετά την ένταση που προκλήθηκε με αφορμή άρθρο του διευθυντή της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, ενώ προσθέτει ότι, μετά τις διευκρινίσεις που δόθηκαν, δεν θα υπάρξει συνέχεια στο θέμα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 Ο μητροπολίτης Δημητριάδος, ο οποίος είναι παράλληλα εκπρόσωπος Τύπου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθιστά σαφές ότι σε κλίμα ενότητας και διαλόγου οι ιεράρχες αντιμετωπίζουν όλα τα προβλήματα. Παράλληλα, εκφράζει τη βεβαιότητα ότι η επένδυση στις Νηές είναι η μόνη ελπίδα για ανάκαμψη στη Μαγνησία.

-Έντονες αντιδράσεις προκαλεί το ζήτημα των θρησκευτικών, με την ένταση να κορυφώνεται μετά το άρθρο του διευθυντή της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών του Βόλου και τον μητροπολίτη Πειραιώς να εξαπολύει επίθεση εναντίον σας. Πώς αντιμετωπίσατε το συγκεκριμένο θέμα, ως ιεράρχης, δεδομένου ότι προέρχεστε και ο ίδιος από τη Μητρόπολη Πειραιώς;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Αυτό που εμφανίζεται ως ένταση στα δημόσια μέσα, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Με τον μητροπολίτη Πειραιώς μάς συνδέει μια φιλία και ένας δεσμός από τα μαθητικά μας χρόνια, ο οποίος συνεχίζεται και δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει. Ήμασταν στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι αλήθεια ότι ήρθε στη γνώση του το κείμενο του κ. Παντελή Καλαϊτζίδη, το οποίο είχε από μέρες κυκλοφορήσει, απλώς έφτασε στα δικά του χέρια κάπως καθυστερημένα και υπήρξε στην αρχή μια δυσαναγνωσία. Δηλαδή το κείμενο που του έδωσαν δεν ήταν καθαρό, με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι του προσάπτει τις κατηγορίες για εξύμνηση της χούντας και της ακροδεξιάς. Αυτό διευκρινίστηκε, διότι στο κείμενο δεν αναφέρεται το συγκεκριμένο γεγονός για τον μητροπολίτη Πειραιώς. Αυτό έγινε κατανοητό και πιστεύω ότι η δική του επιστολή γράφτηκε έχοντας κατά νου την πρώτη ανάγνωση. Στη συνέχεια συζητήσαμε και έχει κατανοήσει, τουλάχιστον σε ό,τι με αφορά και σε ό,τι αφορά την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, ότι το κείμενο αυτό δεν εκπροσωπεί την Ακαδημία, ούτε εμένα προσωπικά. Είναι ένα καθαρά προσωπικό κείμενο του κ. Καλαϊτζίδη και σε ό,τι αφορά τη θέση του μητροπολίτη Πειραιώς απέναντι στα δύο παραπάνω θέματα είμαι ο ίδιος μάρτυρας, διότι ήμασταν συμμαθητές και σχεδόν συμφοιτητές εκείνη την περίοδο και σε ό,τι αφορά την ακροδεξιά, έχει πει τα χειρότερα όλων μας. Είναι γνωστές οι θέσεις του και μπορώ να το επιβεβαιώσω».

-Πώς διαμορφώνονται, πλέον, οι σχέσεις σας με τον μητροπολίτη Πειραιώς και τον Παντελή Καλαϊτζίδη, στην κατεύθυνση του διαλόγου, της καταλλαγής ή της ρήξης;

«Με τον μητροπολίτη Πειραιώς παραμένουμε αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, με αδελφικές σχέσεις, είμαστε μαζί στην Ιερά Σύνοδο και είμαι βέβαιος ότι με τον ίδιο τρόπο που μέχρι τώρα συνεργαζόμαστε, θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε. Μην ξεχνάτε ότι μέσα στην Εκκλησία υπάρχει πάντοτε ένα κλίμα ελευθερίας, όπου μπορεί κανείς να διαμορφώνει τις προσωπικές του σκέψεις, να τις διατυπώνει, αλλά τελικά ομονοούμε και με αποφασιστικότητα στηρίζουμε την ενότητα της Εκκλησίας μας.

»Δεν εκπροσωπώ τον κ. Καλαϊτζίδη και επιτρέψτε μου να πω ότι δεν νιώθω ότι είμαι μέντοράς του. Συμβαίνει να είναι απλώς διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, την οποία διοικεί διοικητικό συμβούλιο με μέλη πανεπιστημιακούς από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Άρα, ο κ. Καλαϊτζίδης μίλησε σε ό,τι τον αφορά προσωπικά και φυσικά στο κείμενο αυτό, δεν εκπροσωπεί ούτε την Ακαδημία ούτε εμένα. Πιστεύω ότι μετά τις διευκρινίσεις που δόθηκαν στον μητροπολίτη Πειραιώς, δεν θα υπάρξει συνέχεια στο θέμα».

-Οι εντάσεις που προκαλούνται «πληγώνουν», άραγε, την Εκκλησία και τον ευρύτερο κοινωνικό ρόλο που καλείται να διαδραματίσει;

«Η Εκκλησία έχει πορευθεί πάντοτε μέσα από κλυδωνισμούς, εντάσεις, πολλές φορές διαστρεβλώσεις, κι άλλοτε παρεξηγήσεις. Τελικά, όμως, μέσα από το πνεύμα του διαλόγου και της καταλλαγής πάντοτε υπάρχει η αλήθεια και σε ό,τι αφορά το μάθημα των θρησκευτικών πιστεύω ότι τελικά θα φτάσουμε σε ένα αίσιο αποτέλεσμα που θα είναι προς ωφέλεια όλων».

-Το θέμα των θρησκευτικών, στο οποίο αναφερθήκατε, είναι το φλέγον ζήτημα των ημερών και προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις, ενώ τέθηκε στο επίκεντρο της πρόσφατης συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου. Ποιο είναι το συμπέρασμα που εξήχθη;

«Από εκεί ξεκίνησαν όλα, διότι διαπιστώθηκε ότι το πρόγραμμα σπουδών που ξεκίνησε ίσως, επιτρέψτε μου να πω, βιαστικά, χωρίς τη σχετική επιμόρφωση των καθηγητών, χωρίς την πλήρη ενημέρωση όλων των παραγόντων, χωρίς τη συνέργεια, φυσικά όπως διεφάνη, με κατανόηση της Εκκλησίας, οδήγησε σε μια ένταση μετά από τη γνωστή επιστολή του Μακαριοτάτου προς τον πρωθυπουργό και τους υπόλοιπους αρχηγούς των κομμάτων. Αυτό έφερε τη συζήτηση με ένταση και στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποφασίστηκε, όμως, πριν από οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, να υπάρξει η συνάντηση κορυφής, που ήταν η συνάντηση του Αρχιεπισκόπου με τον πρωθυπουργό. Είναι γνωστά τα γεγονότα, εκεί δόθηκαν διευκρινίσεις και καθορίστηκε μια πορεία, η οποία αφορά πρώτον τα ισχύοντα τα βιβλία που έχουν ήδη δοθεί στα παιδιά και τα οποία είναι αυτά που προϋπήρχαν. Το πρόγραμμα σπουδών, πλέον, θα τεθεί σε διάλογο Εκκλησίας και Πολιτείας με ειδήμονες, με ανθρώπους δηλαδή που γνωρίζουν πολύ καλά το αντικείμενο, αλλά και τις μεθόδους και θα αξιολογηθεί στο τέλος της χρονιάς, με κοινή προσπάθεια να υπάρξουν βοηθήματα βιβλίων που θα ικανοποιούν και τις δύο πλευρές και κυρίως θα συμβάλουν στην πραγματική θρησκευτική αγωγή και στην ορθόδοξη παράδοση και στον πολιτισμό της πατρίδας μας, για τα παιδιά μας».

-Πιστεύετε ότι υπάρχει, τελικά, πεδίο διαλόγου και κοινής συνισταμένης μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας;

«Τουλάχιστον, υπάρχει καλή διάθεση, όπως διαφαίνεται σε επίπεδο ηγεσίας. Εμείς οι ιεράρχες θέλουμε να εμπιστευόμαστε, θέλουμε να πιστεύουμε τους ανθρώπους και αυτήν τη στιγμή θα φανεί, πλέον, από την περαιτέρω εξέλιξη τόσο του διαλόγου για το μάθημα των θρησκευτικών, όσο και από άλλα ζητήματα που βρίσκονται μπροστά μας, όπως είναι π.χ. η συνταγματική αναθεώρηση και άλλα θέματα. Πάντως, από την πλευρά μας, το πρώτο που θέλω να τονίσω, είναι ότι παραμένει αμιγώς ενωμένη η ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος και δεν υπάρχει κανένας που θα διακυβεύσει αυτήν την ενότητα. Ο Αρχιεπίσκοπος ξέρει να οδηγεί το σκάφος της Εκκλησίας με εξαιρετικό τρόπο και ελπίζουμε ότι και από την άλλη πλευρά υπάρχει αξιοπιστία και ότι θα φανούν αντάξιοι των περιστάσεων οι σημερινοί ηγέτες της Ελλάδος, προκειμένου ό,τι κι αν συμβεί, να είναι πάντοτε για το καλό του ελληνικού λαού. Και κυρίως για την απάντηση στην κρίση που περνάμε».

– Αίσθηση προκάλεσε, ωστόσο, η πρόταση του Μακαριότατου για δημοψήφισμα σχετικά με τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας. Ποια είναι η θέση σας πάνω στο συγκεκριμένο θέμα;

«Δεν υπήρξε τέτοια πρόταση, δεν ακούστηκε καθόλου η λέξη δημοψήφισμα, δεν αφορούσε και δεν αφορά τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας και είναι κάτι που φυσικά δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί. Άρα, υπήρξε και εκεί παρανόηση και δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα».

-Στο μεταξύ, πληθαίνουν οι φωνές που αναφέρονται στην εκκλησιαστική περιουσία, ζητώντας επιτακτικά την αξιοποίησή της, προκειμένου να βοηθηθεί μεγαλύτερος αριθμός αναξιοπαθούντων, σε μια εποχή κατά την οποία αυξάνονται διαρκώς τα αιτήματα…

«Το μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας του Αρχιεπισκόπου που διασώθηκε και στα Μέσα, αφορά ακριβώς το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, γύρω από την οποία υπάρχει ένας μύθος, ο οποίος δεν είναι πραγματικότητα. Από την άλλη, όμως, η πρόταση της Εκκλησίας για την προς αξιοποίηση περιουσία, αυτή τη στιγμή, είναι «ελάτε μαζί, να τη διαχειριστούμε και να ξεπεράσουμε τη γραφειοκρατία και τις αγκυλώσεις» και βεβαίως να γίνει ωφέλιμο κοινωνικό έργο για το λαό μας, αλλά θα γίνει σε απόλυτη συνεργασία με την Εκκλησία, η οποία δεν διακυβεύει, πλέον, να εμπιστευτεί και πάλι την περιουσία, διότι την εμπιστεύτηκε στο Ελληνικό κράτος κατά το 96% και αυτή η περιουσία χάθηκε ή είναι στα χέρια, πλέον, των δανειστών. Η περιουσία που τους δώσαμε από το 1821 μέχρι σήμερα και είναι το 96% της συνολικής περιουσίας της Εκκλησίας, ουσιαστικά σήμερα βρίσκεται στα χέρια των δανειστών».

-Έχετε δεχθεί προσωπικές επιθέσεις για το θέμα της επένδυσης στις Νηές και σφοδρές αντιδράσεις. Υπάρχει, τελικά, πεδίο υλοποίησης του στόχου;

«Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι, πλέον, η σημερινή πραγματικότητα. Σήμερα αντιλαμβάνομαι ότι όλοι θέλουν, επιτέλους, να υπάρξει ένα επενδυτικό πρόγραμμα που θα δώσει θέσεις εργασίας, που θα ανοίξει μια ελπίδα να μη φεύγουν τα παιδιά μας στο εξωτερικό και θα συμβάλει στην ευρύτερη ανάπτυξη ολόκληρης της περιοχής. Προϋποθέσεις υπάρχουν, οι άνθρωποι παραμένουν πιστοί σε ό,τι έχουν υποσχεθεί και ελπίζουμε τελικά και το κράτος να αντιληφθεί ότι πρέπει να φύγουν από τις αγκυλώσεις, να φύγουν από τις προκαταλήψεις και επιτέλους να προχωρήσουμε. Νομίζω ότι πλέον είναι η μόνη ελπίδα που υπάρχει στον τόπο, σε ό,τι αφορά την οικονομική του ανάπτυξη. Να αρχίσει μια επένδυση που θα δώσει ελπίδα και θα συμβάλει να έρθουν και άλλες επενδύσεις, να τολμήσουν και άλλοι άνθρωποι να επενδύσουν τα χρήματά τους, προκειμένου και πάλι να ξαναβρούμε αυτό που πρέπει, να έχουμε ουσιαστικά, εργασία για όλους τους ανθρώπους στον τόπο μας».

-Με ποιες σκέψεις στρέφετε το βλέμμα στα προβλήματα που ταλανίζουν τη σύγχρονη κοινωνία;

«Θέλω να πιστεύω ότι πάντοτε μέσα από τον διάλογο και βεβαίως με την ενότητα που έχουμε οι ιεράρχες, θα αντιμετωπίσουμε όλα τα προβλήματα».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης