Ουδείς από τους μάρτυρες στη δίκη για τη φονική επίθεση κατά της «MARFIN» μπόρεσε να αναγνωρίσει στα πρόσωπα των δύο κατηγορουμένων τα νεαρά άτομα που έσπασαν την τζαμαρία του υποκαταστήματος, και πέταξαν στο εσωτερικό του βόμβα μολότοφ και εύφλεκτο υλικό με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο οι τρεις υπάλληλοι της τράπεζας.

Τα λόγια έβγαιναν με δυσκολία από τους συγγενείς των θυμάτων αλλά και τους αυτόπτες μάρτυρες που έζησαν τον εφιάλτη πριν από έξι χρόνια. Εκείνοι ωστόσο στάθηκαν τυχεροί αφού, όπως είπαν: «21 άτομα βγήκαμε ζωντανοί. Τρεις άλλοι, όχι».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι μνήμες ακόμη και σήμερα παραμένουν ζωντανές για τους συναδέλφους των τριών υπαλλήλων της τράπεζας που έχασαν τη ζωή τους στο φλεγόμενο κτήριο, την ώρα που, σύμφωνα με τις καταθέσεις τους, φώναζαν στους δράστες να μην τους κάνουν κακό γιατί υπάρχουν άνθρωποι μέσα. Μάταια όμως, ο «όχλος», τα νεαρά αδύνατα παιδιά, όπως τα περιέγραψαν βρίζοντας χυδαία τους υπαλλήλους που έβγαιναν απελπισμένοι στο μπαλκόνι για να σωθούν από τις φλόγες φώναζαν «κάψτε τους». Και αυτό βέβαια δεν άργησε να συμβεί.

«Έμπαινε ο καπνός στο γραφείο του Νώντα. Προσπαθούσε να βρει κάποιον στο τηλέφωνο, μάλλον για να δει τι πρέπει να κάνουμε για να προστατευτούμε. Η Αγγελική ήταν δίπλα του, μάλλον γιατί ήξερε την κατάσταση της και ήθελε να τη βοηθήσει. Λέμε να φύγουμε, να βρούμε τους άλλους. Έβαλα το σακάκι μου στη μύτη και κρατούσα με το άλλο χέρι την κουπαστή. Κατέβηκα στον άλλο όροφο. Αυτή η τελευταία επαφή που είχα. Τον Νώντα τον βρήκαν στα σκαλιά, δεν τον έφτασε η ανάσα του και έπαθε ασφυξία. Η Αγγελική δεν είχε κουνηθεί καθόλου από το γραφείο. Μέρες μετά είδα το αποτύπωμα του σώματός της, των χεριών της στο πάτωμα».

Ο υπάλληλος της MARFIN Γιωργος Στρατογιαννάκης που είχε βρεθεί στον ίδιο χώρο τόσο με την έγκυο Αγγελική Παπαθανασοπούλου όσο και με τον Επαμεινώνδα Τσάκαλη δύσκολα θα ξεχάσει την αγωνία του θανάτου που βίωσε ο ίδιος και οι συνάδελφοί του. «Προσπάθησα να κατέβω στο ισόγειο για να σβήσω τη φωτιά. Είδα φλόγες που έγλειφαν το ισόγειο και ανέβηκα πάνω. Στο μπαλκόνι, στον δεύτερο ο όροφο ήταν δύο συνάδελφοι, και μου είπαν “αυτοί έρχονται και πετάνε κι άλλο”. Έσκυψα και είδα κάποιον στο σημείο που είχε σπάσει η τζαμαρία, που κρατούσε κάνιστρο και κάτι έριχνε, ή έτσι φαινόταν. Το έκανε δύο-τρεις φορές και όταν έφευγε ξαναφούντωνε η φωτιά. Φορούσε μαύρα ρούχα, ήταν νεαρός μετρίου αναστήματος καλοντυμένος, θα μπορούσε να ήταν φοιτητής 20 -22 χρονών. Μας κοιτούσε και μας έκανε χειρονομία. Στην αρχή κατάλαβα ότι ήταν κάποιος που έδειχνε τη φωτιά. Μετά που το συζήτησα με συναδέλφους τελικά έδειχνε τα γεννητικά του όργανα και έκανε άσεμνη χειρονομία».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τόσο ο συγκεκριμένος μάρτυρας όσο και οι υπόλοιποι που εξετάστηκαν δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσει κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο που να οδηγεί με βεβαιότητα στους δράστες της εμπρηστικής επίθεσης.

Οι γονείς της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου άκουγαν βουβοί ενώ λίγο νωρίτερα κατέθεσαν ως πολιτικοί ενάγοντες για ψυχική οδύνη. Για λιγότερο από δύο λεπτά ο πατέρας και η μητέρα της άτυχης γυναίκας ανέβηκαν στο βήμα του μάρτυρα, χωρίς όμως να θελήσουν να μιλήσουν. Ιδιαίτερα συγκινημένος ο Ζαχαρίας Παπαθανασόπουλος επιχείρησε να περιγράψει πώς έμαθε τον χαμό της κόρης του από τον ανιψιό του, ο οποίος ενημερώθηκε από τα Μέσα Ενημέρωσης, δίχως καν να ολοκληρώσει την κατάθεσή του. Παράσταση πολιτική αγωγής δήλωσαν και οι συγγενείς των άλλων δύο εκλιπόντων, Επαμεινώνδα Τσάκαλη και Παρασκευής Ζούλια.

Οι δύο κατηγορούμενοι, Θοδωρής Σίψας και Παύλος Αντρέεβ αρνήθηκαν τα αδικήματα που τους αποδίδονται, και τα οποία κατά περίσταση είναι ανθρωποκτονία εκ προθέσεως κατά συναυτουργία και κατά συρροή, απόπειρα ανθρωποκτονίας, κατοχή εκρηκτικών υλών, έκρηξη και άλλα.

«Από το 2011 έχω καταδικάσει δημόσια τη συγκεκριμένη επίθεση και έχω αρνηθεί τις κατηγορίες. Έχω πάρει θέση και δεν έχω καμία ανάμειξη στη επίθεση» ανέφερε για τα όσα του αποδίδονται ο Θ. Σίψας, αναφέροντας ότι ο ίδιος είχε πάρε μέρος στην πορεία ως διαδηλωτής. Από την πλευρά του ο Π. Αντρέεβ καταδίκασε κι αυτός την επίθεση ενώ αρνήθηκε την κατηγορία λέγοντας πως ο ίδιος την ημέρα εκείνη βρισκόταν στην εργασία του, και όχι στη διαδήλωση.

Συνολικά 80 μάρτυρες έχουν κληθεί να καταθέσουν στο δικαστήριο, από τους οποίους απουσίαζαν την πρώτη ημέρα οι 37. Η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε, ύστερα από αίτημα της πολιτικής αγωγής με δευτερεύοντες μάρτυρες, καθώς οι δύο από τους τρεις συνηγόρους πολιτικής αγωγής βρίσκονταν σε άλλα ακροατήρια.

Σήμερα εξετάστηκαν περισσότεροι από 20 μάρτυρες, υπάλληλοι παρακείμενων εταιριών αλλά και του υποκαταστήματος της MARFIN περιγράφοντας τη φρίκη που έζησαν εκείνη την ημέρα. «Ζήσαμε την αγωνία του θανάτου πάρα πολλή ώρα. Δεν ξέραμε αν θα ζούμε στα επόμενα πέντε λεπτά Αναρωτιόμασταν γιατί δεν βλέπουμε την Πυροσβεστική. Άκουσα μετά ότι εμποδίστηκε από κάποιους διαδηλωτές» τόνισαν μεταξύ άλλων οι μάρτυρες.

Έντονος διάλογος επικράτησε μεταξύ της εισαγγελέως της έδρας και της υπεράσπισης του πρώτου κατηγορούμενου, κατά τη διάρκεια εξέτασης υπαλλήλου της τράπεζας, η οποία υποστήριξε -μετά από σχετική ερώτηση- ότι ο σωματότυπος του Θ. Σίψα «δεν αποκλείεται να ταιριάζει» με αυτόν ενός εκ των τριών δραστών, χωρίς βέβαια να αναγνωρίσει τον δράστη. Ο συνήγορος υπεράσπισης Δημήτρης Κατσαρής επεσήμανε με τη σειρά του ότι με τον τρόπο αυτό δεν γίνεται να κατηγορούνται άνθρωποι για ανθρωποκτονία.

«Είδε τρεις συνολικά. Κινούνταν σαν φοιτητές, γρήγορα. Ο ένας ήταν πιο ψηλός, πάνω από 1.70 μ., οι άλλοι μετρίου αναστήματος. Δεν ήταν ιδιαίτερα εύσωμοι και φορούσαν κουκούλες. ο ένας έριξε, όταν υποχώρησε το τζάμι και αμέσως ξέσπασε η φωτιά. Μία συνάδελφος φώναξε “είμαστε άνθρωποι μέσα”, μήπως και δεν το είχαν καταλάβει. Ακούγαμε απ’ έξω “κάψτε τους” αλλά δεν κάθισα να ασχοληθώ ποιος το είπε».

Εισαγγελέας: «Το αποκλείεται ότι το ύψος του πρώτου κατηγορουμένου μπορεί να είναι το ίδιο με τον ψηλό δράστη;»

Μάρτυρας: «Δεν το αποκλείω.»

Υπεράσπιση: «Μη δημιουργείτε εντυπώσεις στους κυρίους ενόρκους. Με σωματοδομή και σωματότυπο να πηγαίνουν κατηγορούμενοι για ανθρωποκτονίες που ακούστηκε αυτό;»

Εισαγγελέας: «Έχουμε δικαίωμα να κάνουμε ερωτήσεις. Αν θέλετε να σχολιάσετε, μπορείτε.»

Υπεράσπιση: «Δεν το απαγόρευσε κανείς. Μη δημιουργείτε εντυπώσεις.»

Στη συνέχεια, η υπεράσπιση ρώτησε αν η μάρτυρας είναι βέβαιη ότι μοιάζει ο σωματότυπος για να λάβει την απάντηση: «Τώρα βλέπω δύο ανθρώπους που κάθονται σε χαλαρή στάση. Εκείνη τη στιγμή από φόβο και τρομοκρατία, είδα γιγαντωμένη μία μορφή απέναντί μου.

Υπεράσπιση: «Θα μπορούσε και να μη μοιάζει δηλαδή;»

Μάρτυρας: «Θα μπορούσε. Είναι ένας κοινός σωματότυπος. Αντίστοιχα, ο Ευάγγελος Λαγουδάτος, υπάλληλος της MARFIN, κατέθεσε τα εξής: “Ήμουν στον δεύτερο όροφο και άκουσα το μπαμ στο κατάστημα. Ακούστηκε θόρυβος, βγήκα το μπαλκόνι και φώναξα σε αυτούς που βρίσκονταν στην είσοδο και έκαναν επίθεση να γιατί υπήρχε κόσμος. Θυμάμαι ότι είχα πάρει μία κούτα για χαρτιά Α4 και τους έλεγα “φύγετε, αλλιώς θα την πετάξω”. Ήρθε τότε ένα συνάδελφος και μου είπε “άστο θα τους σκοτώσεις”.»

Εισαγγελέας: «Αλλά κι αυτοί ήθελαν να σκοτώσουν εσάς…»

Μάρτυρας: «Δεν μπορούσα να το φανταστώ αυτό.»

Και συνέχισε ο Ευαγγ. Λαγουδάτος: «Άκουσα τον συναγερμό πυρασφάλειας. Είδα κάποιον κάτω από το μπαλκόνι όπου βρισκόμουν, να βαράει, ή να κάνει μία αντίστοιχη κίνηση. Ήταν μαυροντυμένοι με κάτι άσπρο στα χέρια τους. Δεν μπορούσα να δω πόσοι ήταν. Ήταν όχλος. Αυτοί που τα έσπαγαν και η πορεία». Όπως κατέθεσε, ο ίδιος σώθηκε γιατί κατάφερε να σκαρφαλώσει από το μπαλκόνι της τράπεζας σε αυτό παρακείμενου κτηρίου. Στη συνέχεια, έσπασε την πόρτα και κατέβηκε στον δρόμο.

«Να καείτε»

Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι ο μάρτυρας όπως και πολλοί άλλοι, υποστήριξαν στο δικαστήριο ότι όταν ήταν στο μπαλκόνι, ενώ το κτήριο φλεγόταν, άκουσε διαδηλωτές να του φωνάζουν «να καείς ρε»και δέχτηκε από αυτούς μούντζες και βρισιές.

Παράλληλα, η Αναστασία Κούκου, υποδιευθύντρια του υποκαταστήματος, υποστήριξε πως η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα. «Έπιασε φωτιά μπροστά στη τζαμαρία στο γραφείο της διευθύντριας. Εξαπλώθηκε κατάλαβα, από το εύφλεκτο υλικό και από τον τρόπο που ήταν φτιαγμένο το κατάστημα. Δημιουργήθηκε το φαινόμενο της καμινάδας μας είπαν και άρπαξε αμέσως».

Περιγράφοντας τις στιγμές αγωνίας, με σπασμένη φωνή, η μάρτυρας κατέθεσε: «Ήμασταν στο μπαλκόνι. Υπήρχε καπνός από μέσα από το κατάστημα και από την είσοδο. Προσπαθούσα να προστατευτώ για να αναπνεύσω. Δεν έβλεπα τίποτα. Ένας συνάδελφος είχε περάσει τα κάγκελα στο μπαλκόνι σε ένα διακοσμητικό πεζουλάκι για να αναπνεύσει και κρατιόμασταν χέρι-χέρι για να μην πέσει. Δεν μπορούσα να μιλήσω, ήμουν μέσα στον καπνό. Δεν μπορούσα ούτε να ζητήσω βοήθεια».

Η Αναστασία Χρηστάκη, επίσης υπάλληλος, περιέγραψε τους δράστες της επίθεσης ως «μικρόσωμα, αδύνατα παιδιά. Δεν ήταν άνδρες. Είχαν ευλυγισία και έκαναν γρήγορα τις κινήσεις τους. Είχαν καλυμένα χαρακτηριστικά, με υφάσματα και μάσκες». Η ίδια επεσήμανε ότι από το μπαλκόνι όπου βρισκόταν, έβλεπε κόσμο να περνάει καθώς και μία κοπέλα: «Άκουσα τη φωνή της να λέει “να καείτε”. Κάποιοι άλλοι μου πέταξαν ένα μπουκάλι νερό και το έριξα στο πρόσωπο».

Ένας πάντως από τους μάρτυρες είπε πως δεν αισθάνεται ακόμη και σήμερα ασφαλής: «Δεν θέλω να επεκταθώ παραπάνω. Δεν νιώθω ασφάλεια. Υπήρχε ένας διάλογος τότε με κάποια άτομα. Δεν έχω δει τα πρόσωπα αυτά σήμερα εδώ» κατέθεσε.

Η δίκη συνεχίζεται στις 14 Οκτωβρίου.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης