Ο Γιόζεφ Σνέλερ (Joseph Schneller) γεννήθηκε το 1878. Γόνος αστικής οικογένειας, κλείστηκε το 1907 στο Ίδρυμα Έγκλφινγκ, ύστερα από κατ’ επανάληψη επισκέψεις σε γιατρούς και ψυχιατρεία. Η διάγνωση ήταν «κατατονία». Τελείωσε τη ζωή του στον χώρο του εγκλεισμού του, τον Ιούλιο του 1943, εξαιτίας παρατεταμένης ασιτίας. Ο Σνέλερ ήταν ένας από τους δεκάδες χιλιάδες «μη αποδοτικούς ανθρώπους» που εξόντωσαν οι Ναζί. Καταπιάστηκε, μεταξύ άλλων, με την εκπόνηση ενός ουτοπικού αρχιτεκτονικού σχεδίου. Επρόκειτο για ένα κολοσσιαίων διαστάσεων κτήριο η κατασκευή του οποίου, σύμφωνα με τον ίδιο, απαιτούσε 400 χρόνια. Ήθελε έτσι να επανορθώσει τα ημαρτημένα της εκκλησίας, την απαγόρευση εκ μέρους της «τής χριστιανικής συνουσίας». Το αρχιτεκτονικό σχέδιο δεν σώθηκε, ξέρουμε όμως την ονομασία του οικοδομήματος, που ήταν «Αποθήκη καταλοίπων ηδονής».

 Αυτός είναι και ο τίτλος που δίνει στην καινούρια ποιητική του συλλογή ο Κώστας Καναβούρης (το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Μελάνι).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τι ακριβώς όμως επιζητεί να εκφράσει ποιητικά ο Καναβούρης και από προκύπτει η ιδέα του με τον Σνέλερ; Το σώμα μπορεί να θριαμβεύσει με τον έρωτα και να γνωρίσει, σε αγαστή αρμονία με την ψυχή, την ευδαιμονία. Αλλά ένα παρόμοιο γεγονός αποτελεί μόνο μια κορύφωση στο σπαρμένο με αιχμηρά αγκάθια και οδυνηρά εμπόδια δράμα της ζωής. Η ηδονική, λοιπόν, περίοδος την οποία διάγει το σώμα συνιστά μια παρένθεση, ένα σωτήριο διάλειμμα σε μια μεγάλη σειρά δεινών: κάτι σαν πυρήνας που αποθηκεύεται στη μνήμη των αισθήσεων, κάτι σαν ζωτικός άξονας αναφοράς για έναν βίο ο οποίος δείχνει τον περισσότερο καιρό να ανήκει αλλού, να υπάγεται σε μια σχεδόν υπερβατική σφαίρα, που παρόλα αυτά δεν λησμονεί και δεν αποβάλλει ποτέ τη σωματικότητά της.

Ο κόσμος είναι ασυνεχής και αποσπασματικός, διαιρεμένος σε ασύμμετρα κομμάτια χωρίς την παραμικρή εσωτερική συνοχή, από τα πρώτα ποιητικά βήματα του Καναβούρη. Κάτι που είναι ολοφάνερο και στην αμέσως προηγούμενο συλλογή του «Έσπασε» (2014). Εκείνο πάντως που ορίζει την ταυτότητα της τωρινής του δουλειάς δεν είναι η απουσία ενότητας και συνοχής του περίγυρου, αλλά η αδυναμία να διατηρήσουν ο έρωτας και το σώμα την ακεραιότητα και την υγεία τους, σε συνδυασμό με τη διαρκή πρόσκρουση στη φθορά, τη διάβρωση, την παρακμή και την αρρώστια, που γίνονται ακόμα χειρότερες όταν απουσιάζουν ο σεβασμός και η υπόληψη για τον άνθρωπο και τον πάσχοντα οργανισμό του – όπως ακριβώς συνέβαινε στα ναζιστικά στρατόπεδα, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τις αμέτρητες περιπτώσεις βιοπολιτικής καταδυνάστευσης ανά την υδρόγειο.

Το αίμα, το νερό, το χώμα, αλλά και ο ζωντανός θάνατος, το φρούριο του σώματος καθώς αλώνεται από τις σκοτεινές δυνάμεις που απειλούν ανά πάσα στιγμή να το διαμελίσουν και να το αφανίσουν: αυτή είναι η γραμμή πάνω στην οποία κινείται η ποίηση του Καναβούρη χωρίς εντούτοις να αγνοεί και να υποβιβάζει το βάρος και τη σημασία της αγάπης, χωρίς να παραβλέπει τη δυνατότητα να αναγεννηθούμε έστω και την εσχάτη ώρα (έστω και μόνο δια της μνήμης) εκ της τέφρας μας, χωρίς να υποβαθμίζει την προοπτική να ξαναπιάσουμε σε δεδομένη ώρα το νήμα της ξεχασμένης ηδονής και της παραγνωρισμένης ευτυχίας, ακόμα κι αν τα πάντα μοιάζουν χαμένα: «Θα σε πιάσω από τις άκρες / θα σε διπλώσω με προσοχή / Όπως που διπλώνουν τα νυφικά σεντόνια / Έτσι θα γίνει / Θα σε πιάσω από τις άκρες / Και δεν θα περισσεύει τίποτα απ’ το λευκό / Ούτε καν ο μαύρος ήχος / Καθώς θα σπάζει το ανένδοτο / Εκείνης της σημαίας της μεσίστιας / Εκείνος ο ανένδοτος ιστός / Που ήταν το κορμί σου».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η καταπόνηση του σώματος, πέρα από τις ιστορικές και πολιτικές της διαστάσεις, είναι, πριν και πάνω απ’ όλα, μια αναμέτρηση με το κενό της ύπαρξης και τον φόβο του θανάτου. Κι εδώ ο Καναβούρης δείχνει όχι μόνο τη μακρά συναναστροφή του με την ποίηση, αντλώντας υλικά από πολύτιμες πηγές της, αλλά και την ικανότητά του να διεγείρει τις συγκινησιακές μας χορδές δίχως να προχωρεί ποτέ στον οποιονδήποτε συναισθηματικό εκβιασμό. 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης