«Με αφορμή την Columbia – Η βιομηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα»: αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου του Δημήτρη Φεργάδη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΨΜ και αποτελεί όχι μόνο ιστορία της ομώνυμης δισκογραφικής εταιρείας (στούντιο και εργοστάσιο παραγωγής), αλλά της μουσικής βιομηχανίας της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.

«Η κατάσταση της δισκογραφίας στη χώρα τα πρώτα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν υποτονική» λέει ο Δ. Φεργάδης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Υπήρχαν κάποιες δισκογραφικές εταιρείες τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη, που ηχογραφούσαν όχι σε στούντιο, αλλά σε δωμάτια ξενοδοχείων, στέλνοντας κατόπιν τις ηχογραφήσεις τους στο εξωτερικό, κυρίως στην Αγγλία, απ’ όπου και τις παραλάμβαναν κατόπιν επεξεργασμένες. Όπως καταλαβαίνετε, μια τέτοια διαδικασία κόστιζε πολύ, τόσο σε χρόνο όσο και σε χρήμα. Επομένως το έδαφος ήταν πρόσφορο για την ίδρυση μιας εταιρείας επιτόπιας παραγωγής. Έτσι, η μητρική εταιρεία της Columbia αποφάσισε να δημιουργήσει στην Ελλάδα μια δισκογραφική μονάδα που θα απευθυνόταν όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και στα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου (τον Λίβανο, τη “μικρή Γαλλία”, όπως τον έλεγαν τότε, και την Αίγυπτο)». Κατ’ αυτόν τον τρόπο προέκυψαν το εργοστάσιο και τα στούντιο της Ριζούπολης στον Περισσό.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο τόμος έχει βασιστεί σε ενδελεχή μελέτη των στοιχείων τα οποία παρέχουν τα αρχεία της εταιρείας και διαθέτει ένα εξαιρετικά πλούσιο φωτογραφικό υλικό, όπου αποτυπώνονται από στελέχη της εταιρείας, συνθέτες και στιχουργοί μέχρι εξώφυλλα δίσκων και χώροι εργασίας. Διατρέχοντας κανείς τις σελίδες του, δεν δυσκολεύεται να διακρίνει τους μεγάλους σταθμούς που σημάδεψαν την πολύχρονη πορεία της Columbia. Όπως σημειώνει ο Δ. Φεργάδης: «Ο πρώτος μεγάλος σταθμός ήταν η δημιουργία των στούντιο στη δεκαετία του 1930 – αντίγραφο των αντίστοιχων στούντιο της Αγγλίας. Επί Κατοχής η εταιρεία επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και παρήγε δύο προϊόντα: υλικό για την Αντίσταση και δίσκους κλασικής μουσικής για τους κατακτητές. Την επόμενη δεκαετία έρχεται μια μεγάλη καινοτομία: το κερί αντικαθίσταται από τις ταινίες μαγνητοφώνου. Λίγο αργότερα, το 1958, έρχονται οι κονσόλες (οι μείκτες ήχου) και οι 45ρηδες δίσκοι, που διπλασιάζουν την παραγωγή. Την ίδια περίοδο εμφανίζεται και ο δίσκος 33 στροφών. Βρισκόμαστε μετά το τέλος της Κατοχής και του Εμφυλίου και ενόσω συνεχίζονται οι διώξεις της Αριστεράς. Ο κόσμος έχει διάθεση να ακούσει μια μουσική ικανή να προκαλέσει ανάταση και συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Σταύρος Ξαρχάκος βγαίνουν στην πρώτη γραμμή. Και μαζί τους ποιητές όπως ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης. Βέβαια, η επιβολή της δικτατορίας επιφέρει μιαν αναστολή της έξαρσης και ευνοεί την επιστροφή στα καθιερωμένα και τα πεπαλαιωμένα. Δεν διακόπτει, όμως, τη δυναμική της παραγωγής η οποία έχει δημιουργηθεί κι αυτό φαίνεται πολύ καλά στα μεταπολιτευτικά χρόνια: τότε ακούγονται οι νέοι συνθέτες (ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Δήμος Μούτσης μεταξύ άλλων), τότε αγαπιούνται και τα τραγούδια του Νέου Κύματος. Είναι η εποχή που ανθίζει το ποιοτικό τραγούδι. Είναι επίσης η εποχή των μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών. Πρώτα η Columbia και η εξαγορά της από την ΕΜΙ, ύστερα και οι άλλοι. Τα ονόματα ξεκινούν εδώ από τους αδελφούς Λαμπρόπουλους για την Columbia και συνεχίζονται, αρχίζοντας πριν από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, με τον Μίνωα και τον Μάκη Μάτσα (Μίνως Μάτσας και Υιός), τον Αλέκο Πατσιφά (Λύρα), τον Μαρτέν Γκεσάρ και τη Μαρίκα Γκεσάρ (Music Box) και τον Νίκο Αντύπα (Philips)».

Ποιες ήταν οι σχέσεις ανάμεσα στην Columbia και τους καλλιτέχνες (μουσικοσυνθέτες, στιχουργούς και ερμηνευτές) που συνεργάζονταν μαζί της; «Ήταν σχέσεις αγάπης και μίσους», δηλώνει απερίφραστα ο συνομιλητής μας: «Έφευγαν και ξαναγύριζαν. Ήταν όπως είναι οι σχέσεις ανάμεσα στα ερωτικά και τα συζυγικά ζευγάρια – περνούσαν καιρούς κρίσης και καιρούς νηνεμίας». Ιδιαίτερα συζητάει στο βιβλίο του ο Δ. Φεργάδης το καθεστώς των εργασιακών σχέσεων στην Columbia. Τι ακριβώς έχει να πει γι’ αυτό; «Επί Κατοχής, η εταιρεία φρόντιζε να εξασφαλιστούν καταλύματα για τους εργαζομένους. Χωρίς να μπορεί να πει κανείς πως δεν υπήρχαν διαφορές και αντιθέσεις, επί πολλά χρόνια οι σχέσεις της διοίκησης με τους εργαζομένους πορεύτηκαν σε ομαλό έδαφος. Από πολύ νωρίς καθιερώθηκαν το πενθήμερο και τα επιδόματα (όχι μόνο για τους εργαζομένους, αλλά και για τον συγγενικό τους κύκλο), ποτέ κανείς δεν φοβήθηκε γι’ αυτό που επρόκειτο να ψηφίσει στις εκλογές, οι μεγάλες απεργίες με τις πάνδημες κινητοποιήσεις τους δεν προκάλεσαν ούτε μία φορά τη μήνιν, ενώ επί χούντας η εταιρεία έδινε εγγυήσεις για τους ανθρώπους της. Όλοι, άλλωστε, προσέβλεπαν σε ένα κοινό στόχο, που ήταν η επίτευξη του εταιρικού προϊόντος».

Τι φιλοδοξούσε ο Δ. Φεργάδης όταν ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο του για την Columbia; «Είμαι ο άνθρωπος που έφτιαξε τον τελευταίο δίσκο της εταιρείας και ήθελα να πω την ιστορία της. Ξεκίνησα τη δεκαετία του 1990, αλλά σταμάτησα γιατί κατάλαβα ότι δεν ήμουν έτοιμος. Το ξανάπιασα όταν ήξερα ότι μπορούσα να πω και να διηγηθώ την αλήθεια. Την αλήθεια όχι για τον εαυτό μου, αλλά για όλους εκείνους που γοητεύτηκαν από το προϊόν και δούλεψαν με όλες τις δυνάμεις τους για την παραγωγή του. Ήθελα να μιλήσω για την Columbia από καρδιάς κι ελπίζω τα στοιχεία που συγκέντρωσα για την ελληνική δισκογραφική παραγωγή να αποτελέσουν το έναυσμα για να ασχοληθούν οι επόμενοι και να στραφούν σε ένα ευρύτερο πεδίο».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης